ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΝΤΖΑΣ: ΤΑ 'ΚΥΜΑΤΑ' ΕΞΕΡΕΥΝΟΥΝ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΠΟΥ ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΝ ΑΠΟΛΥΤΑ ΙΔΙΩΤΙΚΕΣ
- Ημερομηνία: Πέμπτη, 09/03/2017 18:06
«Παράξενο που εγκωμιάζουν τους χαρακτήρες μου, ενώ δεν είχα την πρόθεση να έχω κανέναν», έγραφε η Βιρτζίνια Γουλφ στις 5 Οκτωβρίου 1931, σχολιάζοντας την πρόσφατη κριτική του μυθιστορήματός της «Τα κύματα» στους Times. Μολονότι οι έξι ήρωες του εμβληματικού έργου μοιάζει να «κατοικούν» σε διαφορετικά σώματα, θα μπορούσαν κάλλιστα να αποτελούν πτυχές του ίδιου προσώπου ή, όπως πιθανότατα επιδίωκε η συγγραφέας, αρχετυπικές εκφάνσεις της ανθρώπινης ύπαρξης. Οι θεατές της θεατρικής μεταφοράς των «Κυμάτων» αναμφίβολα θα εντοπίσουν κομμάτια του εαυτού τους στους ήρωες, που γεννιούνται, μεγαλώνουν και πεθαίνουν χωρίς να καταφέρουν να καταλάβουν ποιοι πραγματικά είναι. Ουσιαστικά, το έργο καταπιάνεται με «την τεράστια απορία της ζωής οποιουδήποτε ανθρώπου», λέει στην «Καθημερινή» ο Δημήτρης Καραντζάς, ο οποίος πρωτοδιάβασε και αγάπησε το βιβλίο στα εφηβικά του χρόνια. Τα «Κύματα» εξερευνούν «περιοχές που παραμένουν απόλυτα ιδιωτικές και η Γουλφ βρήκε τον τρόπο να τις αρθρώσει, χωρίς να γίνεται περιγραφική ούτε μελό», συνεχίζει. Στόχος του σκηνοθέτη δεν ήταν να στριμώξει ένα ολόκληρο μυθιστόρημα σε λίγες ώρες επί σκηνής, αλλά να μοιραστεί την προσωπική του αναγνωστική εμπειρία με το κοινό.
Υστερα από μια σεζόν στην Εφηβική Σκηνή της Στέγης, η παράσταση μεταφέρεται στο θέατρο Σφενδόνη και αυτή τη φορά απευθύνεται κυρίως στο ενήλικο κοινό, χωρίς όμως να αποκλείει τους νεότερους. Πρόκειται, άλλωστε, για ένα έργο που δεν προορίζεται «για συγκεκριμένη ηλικία», εξηγεί ο σκηνοθέτης, παρότι η «ιδιαίτερη γραφή της Γουλφ και η απουσία πλοκής» το καθιστούν μια μάλλον «δύσκολη» επιλογή για το κοινό, που δεν είναι πολύ εξοικειωμένο με το θέατρο. Στις περυσινές παραστάσεις, οι έφηβοι ορισμένες φορές δυσκολεύονταν να παραμείνουν προσηλωμένοι στα όσα συνέβαιναν επί σκηνής, ενώ το γεγονός ότι καθόταν ο ένας απέναντι στον άλλο γύρω από το μακρόστενο τραπέζι, που καταλάμβανε το κέντρο του σκηνικού χώρου, ενίοτε τους προκαλούσε αμηχανία. Το εγχείρημα, πάντως, ήταν εν πολλοίς επιτυχημένο, αφού αρκετοί ζητούσαν πληροφορίες για το βιβλίο, ενώ ορισμένοι επέστρεφαν για να ξαναδούν την παράσταση.
Το σκηνικό με το μεγάλο τραπέζι διατηρείται και στο θέατρο Σφενδόνη, με τους ηθοποιούς να κυκλοφορούν ελεύθερα ανάμεσα στους θεατές καθώς αφηγούνται, σε μορφή εσωτερικού μονολόγου, την ιστορία μιας φιλίας που ξεκίνησε όταν ήταν ακόμη παιδιά. Ο Μπέρναρντ, που είναι ερωτευμένος με τις λέξεις, ο Νέβιλ, μονίμως μπλεγμένος σε ανεκπλήρωτους έρωτες, ο Λιούις, που κυνηγά την αποδοχή και πιθανώς είναι βασισμένος στον χαρακτήρα του Τ.Σ. Ελιοτ, η αισθησιακή, κοινωνική Τζίνι, η μοναχική Ρόντα, η οποία θυμίζει αρκετά την ίδια τη Γουλφ, και η Σούζαν που μοιάζει με την αδελφή της συγγραφέως, Βανέσα Μπελ, γνωρίζονται στη νηπιακή ηλικία και παραμένουν συνδεδεμένοι για μια ζωή. Ωστόσο, στην τελευταία τους συνάντηση η σχέση τους δεν τους προσφέρει πια «ανακούφιση, αλλά καταλήγει σε αντιπαράθεση», αφού κανένας τους δεν έχει καταφέρει να ξεπεράσει ένα παιδικό τραύμα. Το έργο παρακολουθεί τις ζωές τους σχεδόν από την αρχή ώς το τέλος τους, αλλά ταυτόχρονα εκτυλίσσεται στη διάρκεια μιας μέρας, από την ανατολή του ηλίου ώς τη δύση της, με φόντο τον υπόκωφο ήχο των κυμάτων που συνεχώς δυναμώνει.
Τα «Κύματα» παρουσιάζονται στο θέατρο Σφενδόνη κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 9 μ.μ