ΖΟΥΜΕ ΣΕ ΥΠΟΠΤΗ ΕΠΟΧΗ, ΜΕ ΠΥΞΙΔΕΣ ΠΕΙΡΑΓΜΕΝΕΣ, ΓΕΦΥΡΕΣ ΣΑΜΠΟΤΑΡΙΣΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΠΟΥ ΟΔΗΓΟΥΝ ΣΕ ΒΡΑΧΙΑ
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 12/10/2015 11:42
O Γιώργος Ηλιόπουλος μιλάει στην Αγγ. Καρυστινού, για τη βαθύτερη ανάγκη να βρούμε το φως, με αφορμή το έργο του «Στα σκοτεινά - making movies» που ανεβαίνει στο Cartel σε σκηνοθεσία Θοδωρή Βουρνά.
- Το "Στα σκοτεινά" είναι ιστορίες ανθρώπων που αναζητούν το φως... Γιατί όμως βρίσκονται στο σκοτάδι;
Στην ουσία είναι αλήθειες – σκέψεις, βαθύτερα ''θέλω'' και συναισθήματα που ζητούν να γίνουν πραγματικότητα – με άλλα λογία να γίνουν ζωή. Χρησιμοποιώ τον όρο «σκοτάδι» , όχι κυριολεκτικά, συμβολικά. Δεν είμαι σε θέση να κρίνω (αυτή είναι εντελώς ασύμβατη λειτουργία με την τέχνη). Μιλώ για όλα αυτά - την ανατροφή, το περιβάλλον και γενικότερα την «κανονικότητα» - που μας αναγκάζουν να βάλουμε στην άκρη τις επιθυμίες μας, ή ακόμα καλύτερα να τις κρύψουμε βαθιά μέσα μας - τόσο βαθιά που πολλές φορές ακόμα και εμείς οι ίδιοι ξεχνάμε την ύπαρξή τους. Θεωρώ πως αυτή η περιοχή έχει τρομακτικό ενδιαφέρον για τον ηθοποιό και για το θεατή.
- Αυτές οι ιστορίες συνδέονται μέσα στο έργο;
Δεν διασταυρώνονται πουθενά – κάθε ήρωας έχει το δικό του σύμπαν. Άλλωστε το Bedtime Stories είναι μια συλλογή 22 μονολόγων, δε θα ήταν εφικτό να παρουσιαστούν όλοι σε μια παράσταση. Σε κάθε ανέβασμα του έργου γίνεται μια επιλογή… Η παράσταση στο Cartel είναι η επιλογή που ο εξαιρετικός σκηνοθέτης Θ. Βουρνάς έκανε.
- Τα πρόσωπα αυτά συναντιούνται στην ουσία με το υποσυνείδητό τους; Βρίσκονται σε ένα περιβάλλον ονειρικό;
Όχι. Δεν υπάρχει καμία μεταφυσική στο έργο, το αντίθετο. Υπάρχει σκληρός ρεαλισμός. Σκληρός, γιατί δεν γίνεται καμία προσπάθεια να καλυφθεί τίποτα, ούτε σε γλωσσικό, ούτε σε επίπεδο δράσης. Το έργο γράφτηκε το 2000… Εκείνη την περίοδο ζούσαμε στην Αθήνα τα απόνερα του in your face theatre, που μεσουρανούσε την προηγουμένη δεκαετία στο Λονδίνο. Παρόλο που υπάρχουν οι επιρροές της εποχής, διαβάζοντας και κυρίως βλέποντας τις παραστάσεις του έργου, με το πέρασμα των χρονών, συνειδητοποίησα πως απέτυχα. Όταν γράφτηκε το έργο είχα μόλις αποφοιτήσει από τη Σχολή και μέσα στην ανωριμότητα της νιότης μου, πίστεψα πως μπορώ να ταρακουνήσω το θεατή με την ωμότητα. Είχα κάνει λάθος – βλέπεις το έργο ξεπέρασε το γεννήτορά του- γιατί είναι σαφώς πιο έξυπνο από εμένα. Το έργο δείχνει σκληρό σε ένα πρώτο επίπεδο – σε μια πρώτη επιδερμική ανάγνωση. Αυτό που κρύβει είναι μια κραυγή για στοργή και τρυφερότητα. Και αυτό είναι που το κάνει τραγικό! Αυτά τα πρόσωπα δεν ζητούν να σοκάρουν – το αντίθετο. Όσο πιο κυνικά δρουν τόσο πιο δυνατά κραυγάζουν για αγάπη και αποδοχή. Οσο πιο δυνατά κλωτσούν, τόσο πιο έντονα επιζητούν μια αγκαλιά. Εδώ είναι και μεγάλη δυσκολία που έχει να αντιμετωπίσει ο ηθοποιός που αναλαμβάνει να μας συστήσει αυτούς τους χαρακτήρες. Το ίδιο και ο θεατής ως αποδέκτης …
- Ο τίτλος παραπέμπει στον κινηματογράφο. Έχει το έργο κινηματογραφική λογική;
- Όλα μου τα έργα έχουν τέτοια λογική. Ανήκω σε αυτή τη γενιά που έμαθε να εξηγεί, να νιώθει και να μεταφράζει τα πάντα γύρω της με εικόνες . Από την άλλη στο έργο υπάρχει η αίσθηση του μοντάζ, του πανοραμικού και του γκρο πλαν .
- Πώς μπορούμε να βρούμε τελικά, το φως στο σκοτάδι;
Πιστεύω πως ο κάθε ένας από εμάς ξέρει πολύ καλά τον δρόμο, το προσωπικό του μονοπάτι …Το θέμα είναι κατά πόσο είμαστε έτοιμοι, δυνατοί – ή αν θες κατά πόσο το θέλουμε. Δεν είναι εύκολο να ρίξεις τα τείχη που ο ίδιος έχεις χτίσει. Είναι σαν να ζητάς από κάποιον να πάει στη μάχη με άδειο όπλο. Όσο επώδυνη και κοπιαστική είναι αυτή η διαδικασία, τόσο απλή και λυτρωτική είναι όταν την αποφασίσεις. Μια τέτοια διαδικασία σημαίνει ότι επιλέγεις το δρόμο της αυτογνωσίας, τη συνάντηση με τις πραγματικές ανάγκες σου. Όμως ζούμε σε ήμερες που όλα έχουν φτιαχτεί για να σε αποτρέπουν από αυτό. Δεν το ακούς από εμένα αυτό πρώτη φορά, είναι γνωστό ότι η εποχή είναι ύποπτη. Όλα δείχνουν τυχαία, όμως είναι εξονυχιστικά υπολογισμένα. Οι πυξίδες είναι πειραγμένες, οι γέφυρες σαμποταρισμένες και τα μονοπάτια οδηγούν σε βράχια…
- Πώς το εμπνευστήκατε αυτό το έργο;
Περιμένοντας στη στάση του λεωφορείου. Έβλεπα τους γύρω μου και προσπαθούσα να καταλάβω τι σκέφτονται. Ήθελα να μάθω την προσωπική τους ιστορία, τι κουβαλούν … Ήθελα να μάθω τι τους συνέβη.. Για εμένα η συγγραφή, όπως και η υποκριτική, είναι μια άσκηση θάρρους. Όσο πιο σωστά θέσεις το ερώτημα και όσο πιο παθιασμένα και θαρραλέα ζητήσεις απάντηση, τόσο πιο ουσιαστικό είναι το αποτέλεσμα. Αυτό που έχει σημασία και αυτό που σε κρίνει είναι κατά πόσο δείλιασες. Η Αλήθεια είναι εκεί, το θέμα είναι πόση αλήθεια μπορεί ο καθένας μας να αντέξει.
- Σήμερα η χώρα μας είναι στο σκοτάδι κι εμείς προσπαθούμε να βρούμε ένα φως.... Ποια η δική σας άποψη για τα όσα συμβαίνουν; Υπάρχει διέξοδος;
Σαφώς και υπάρχει διέξοδος – δεν υπάρχουν τέτοια διλήμματα και όποιος τα θέτει δουλεύει για το σκοτάδι. Τα τελευταία χρονιά ζούμε ημέρες φτηνής επιστημονικής φαντασίας, που φτάνει στα όρια Βραζιλιάνικης τηλενουβέλας. Οι κακοί από τη μια και οι ήρωες από την άλλη. Όμως πείτε μου σε ποια ιστορία είδατε εσείς τους θύτες και τα θύματα να έχουν το ιδιο επιχείρημα; Σε ποιο παραμύθι ο Δράκος και ο Άγιος έχουν τον ίδιο στόχο; Πως γίνεται ο δήμιος και ο θανατοποινίτης να είναι μαζί; Η δική μου λογική δεν μπορεί να το επεξεργαστεί αυτό. Βιώνουμε έναν απίστευτο εκβιασμό: να κάνουμε πίσω για να έχουμε ένα καλύτερο αύριο – αυτό που δεν βλέπουμε στο πλάνο είναι πως πίσω υπάρχει γκρεμός. Δικαιώματα, κατακτήσεις και αγώνες χρόνων έχουν πεταχτεί στα σκουπίδια. Όνειρα και άξιες κουρελιαστήκαν σε μια στιγμή. Πάνω από όλα υπάρχει η αξία της ζωής. Ζούμε ήμερες που πάνω από όλα είναι η αξία του νομίσματος. Αρα για εμένα δεν υπάρχει ερώτημα για το αν υπάρχει διέξοδος – αυτό είναι ξεκάθαρο πως υπάρχει. Το ερώτημα είναι ποιος και γιατί φράζει αυτή τη διέξοδο.
- Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια στροφή στην ελληνική δραματουργία και το κοινό έχει αρχίσει να εμπιστεύεται τους Έλληνες συγγραφείς και πάλι. Γιατί είναι σημαντικό να στηριχτεί το νεοελληνικό έργο και τι βήματα πρέπει να γίνουν προς αυτή την κατεύθυνση;
Ανέκαθεν υπήρχε παραγωγή ελληνικού έργου. Είμαστε μια μικρή χώρα, αλλά είμαστε μια χώρα που γεννά καλλιτέχνες. Και γι’ αυτό είμαι υπερήφανος. Έχουμε εξαιρετικούς ηθοποιούς, μουσικούς, χορευτές, ποιητές, λογοτέχνες, ζωγράφους – όποιος κοιτάξει γύρω του θα το δει. Για εμένα δεν υπήρξε ποτέ πρόβλημα ελληνικής δραματουργίας. Υπήρχε πρόβλημα αυτών που διαχειρίζονταν την ελληνική θεατρική πραγματικότητα. Αυτών που – όπως ο άσχετος βιοτέχνης ψώνιζε μοντελάκια από το Παρίσι και τα αντέγραφε - έκαναν εισαγωγή «έργων που στο Λονδίνο σπάνε ταμεία, αγάπη μου!». Αυτός ο κακός επαρχιωτισμός στο θέατρο είναι αυτός που εφηύρε το ζήτημα: κρίση ελληνικής δραματουργίας . Το μόνο πρόβλημα που είχε το ελληνικό έργο ήταν η έλλειψη ΠΙΣΤΗΣ – και μάλιστα από τα μέλη της ίδιας του της οικογένειας . Πώς όμως θα εκπαιδεύσεις ηθοποιούς και κοινό, όταν δεν ζητάς να αναμετρηθείς με τη γλώσσα σου;
- Τι άλλο ετοιμάζετε για το χειμώνα;
Θα είναι ένας δημιουργικός, θέλω να πιστεύω, χειμώνας . Θα σκηνοθετήσω στο θέατρο Τζένη Καρέζη τον Ιανουάριο το καινούργιο μου έργο «SPEED DATING» και τον Μάρτιο θα παίξω έναν κωμικο μονόλογο σε σκηνοθεσία της Βασιλικής Ανδρίτσου.