ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΜΠΑΖΗΣ: 'ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ, ΣΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΣΥΝΟΛΟΥ'
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 13/02/2017 16:47
Ο αναπληρωτής καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, Θοδωρής Αμπαζής, μιλά στο OnlyTheater.
- Φέτος σκηνοθετείτε τους «Δαιμονισμένους» του Φ. Ντοστογιέφσκι; Γιατί επιλέξατε το συγκεκριμένο μυθιστόρημα;
Κάνω μια συστηματική δουλειά πάνω στη μουσική και στη σχέση της με το θέατρο, από το 1991, από τα χρόνια που βρισκόμουν στην Ολλανδία. Όταν επέστρεψα στην Ελλάδα με την ομάδα Όπερα, συνέχισα στο ίδιο δρόμο. Αυτή την εισαγωγή την κάνω, επειδή το μουσικό θέατρο βρίσκει γόνιμο υλικό, όταν υπάρχει αφηγηματικό υλικό. Ήδη από την προηγούμενη δουλειά μας με την ομάδα Όπερα, που ήταν οι «Έμποροι των εθνών» του Παπαδιαμάντη, είχαμε κάνει μια ανάλογη προσπάθεια. Τότε ήθελα να κάνω κάτι σε μεγαλύτερη φόρμα κι είχα σκεφτεί τον Ντοστογιέφσκι και συγκεκριμένα το «Έγκλημα και τιμωρία». Όμως όταν ήρθαμε στο Εθνικό, αυτό το έργο είχε ήδη γίνει από τον Σωτήρη Χατζάκη, όποτε έκανα μια αλλαγή πλεύσης. «Οι Δαιμονισμένοι» είναι ένα έργο που μιλάει πραγματικά για τα πάντα, όπως όλα τα μεγάλα έργα: για την ύπαρξη του ανθρώπου, για τις ανθρώπινες σχέσεις, για την πολιτική, τη φιλοσοφία. Η πολιτική πλευρά των «Δαιμονισμένων» με ενδιέφερε πολύ. Στο βιβλίο έχουμε μια ομάδα φανατικών μηδενιστών, σήμερα θα μπορούσαν να είναι φανατικοί αναρχικοί, που βρίσκει χώρο να παρεισφρήσει σε μια κοινωνία που δονείται, της Ρωσίας στα τέλη του 19ου αιώνα, μιας κοινωνίας που δεν πατάει στα πόδια της. Κι αυτή η ομάδα καταφέρνει να πάρει τα ηνία, με αποτέλεσμα το χάος. Αυτό το θέμα είναι πολύ επίκαιρο, μιας κι σήμερα οι φανατικοί βρίσκουν χώρο και ξαφνικά ηγούνται, ακόμα και σε μεγάλη κλίμακα. Το φαινόμενο του Τραμπ, ας πούμε δεν είναι τυχαίο.
- Πώς δουλέψατε τη διασκευή, καθώς μιλάμε για ένα τεράστιο υλικό;
Εντοπίσαμε τα κομμάτια που μας ενδιαφέρουν πολύ με την Έλσα Ανδριανού. «Ποια κομμάτια θα διάβαζες σε ένα φίλο σου στο τηλέφωνο;»: αυτό μας οδήγησε. Μιλάμε για ένα βιβλίο 960 σελίδων, που δεν μπορεί να παρασταθούν, οπότε έγινε μια επιλογή. Διαλέξαμε τους χαρακτήρες που μας ενδιέφεραν, καταρχάς του τρεις βασικούς της οργάνωσης. Ο Βερχοβένσκι που είναι ένας απατεωνίσκος, ο όποιος έχει φτιάξει ένα ψεύτικο δίκτυο και παραπλανεί τον κόσμο. Ο Σάτοφ που πίστευε στην οργάνωση, αλλά πλέον προσπαθεί να αλλάξει και δεν τον αφήνουν. Ο Σταβρόγκιν που είναι ο ενδιάμεσος. Αυτός προσπαθεί να βρει κάτι να πιστέψει, αλλά δεν βρίσκει τίποτα. Είναι ένας χαρακτήρας που παλεύει με τη ματαιότητα, η οποία τον οδηγεί στην απομόνωση και στην αυτοκτονία τελικά. Σε αυτό τον άνθρωπο, πραγματικά, βλέπεις όλη τη ματαιότητα της ζωής σου.
- Ταυτίζεστε μαζί του;
Όχι, γιατί εγώ πιστεύω. Πιστεύω, γι’ αυτό είμαι και σε αυτή τη θέση. Πιστεύω στη δύναμη του ανθρώπου, ακόμα και στην καταστροφική του δύναμη. Γιατί η καταστροφή είναι απαραίτητο κομμάτι ενός κύκλου, όπως η καταιγίδα που τη διαδέχεται το ουράνιο τόξο. Πιστεύω στη δύναμη της συνάντησης, στη δύναμη του συνόλου. Και στον έρωτα πιστεύω. Αυτό που με τρομάζει, ειδικά από τότε που βρίσκομαι σε διοικητικές θέσεις, είναι η κατάθλιψη, η απάθεια, αυτό το «άντε να τελειώσει η μέρα». Ξυπνάμε κι αντί να περιμένουμε τι θα μας φέρει η ζωή, είτε καλό είτε κακό, σκεφτόμαστε πότε θα τελειώσει η μέρα και κυρίως να μην πάθουμε τίποτα χειρότερο από τη χθεσινή. Αυτό μας οδηγεί σε μια χειμερία νάρκη. Γινόμαστε απαθείς απέναντι στα πάντα. Ό,τι και να μας κάνουν, δεν θα μας σοκάρει καν. Άμα δεις σήμερα ένα παιδί να εκτοξεύεται από μια βόμβα, δεν θα ταραχτείς, δεν είναι φοβερό;
- Σήμερα τι μας οδηγεί στην απάθεια;
Η υπερπληροφόρηση, η έννοια της παγκοσμιοποίησης. Ας πάρουμε το παράδειγμα ενός χωριού παλιά: οι άνθρωποι έχουν κοινούς κώδικες, κοινή παράδοση, διασκεδάζουν στα ίδια πανηγύρια, μοιράζονται μια κοινή εμπειρία, σωστά; Σήμερα αυτό δεν υπάρχει και έτσι το άτομο, παρόλο που μέσα από το ίντερνετ έχει όλο τον κόσμο στο δωμάτιό του, δεν εκπλήσσεται. Αισθάνεται μόνο σε έναν κόσμο εχθρικό και έτσι καταργείται η συλλογική συνείδηση. Γι’ αυτό στο Εθνικό επενδύουμε στη λογική ενός θεάτρου συνόλου, κι όχι πρωταγωνιστών, προτείνοντας στην ουσία ένα μοντέλο συνύπαρξης. Με ενδιαφέρει η ομάδα και το νοιάξιμο που υπάρχει μέσα σε αυτή, όχι ως ελεημοσύνη, αλλά ως σύμπνοια.
- Το θέατρο τι ρόλο μπορεί να διαδραματίσει μέσα σε αυτή την κατάσταση; Μπορεί να είναι επαναστατικό, με την έννοια της ενεργοποίησης;
Επανάσταση είναι να ερωτεύεσαι, να μπορείς να κλάψεις με ένα ποίημα. Την επανάσταση τη βρίσκουμε μέσα μας. Αλλά για να τη βρούμε, πρέπει πρώτα πρέπει να βρούμε το λόγο. Και για να βρούμε το λόγο, πρέπει να βρούμε την ομορφιά. Αν δεν ψάξεις να βρεις την ομορφιά που σου λείπει, τι θα διεκδικήσεις; Πρέπει να βρεις λοιπόν τι είναι αυτό που ψάχνεις, για να καταλάβεις την έλλειψή του. Η τέχνη αναζητάει την ομορφιά, άρα μπορεί να μας ενεργοποιήσει προς αυτή την κατεύθυνση.
- Τι είναι ομορφιά για εσάς;
Η αλήθεια μας, ό,τι είναι βαθύ και πυρηνικό, ό,τι μας κάνει να αναπνέουμε, να χαμογελάμε, να συνομιλούμε. Ο έρωτας επίσης είναι ομορφιά.
- Ποιοι είναι οι δαίμονες των ηρώων του Ντοστογιέφσκι;
Ο ίδιος τους ο εαυτός. Το ενδιαφέρον είναι ότι όλα αυτά τα πλάσματα συνδυάζουν το καλό και το κακό, το άσπρο και το μαύρο. Στη φύση άλλωστε υπάρχουν πάντα και τα δυο, αλλά μερικές φορές λόγω των συνθηκών υπερισχύει ένα από αυτά. Ο τίτλος του έργου, που άλλοτε μεταφράζεται ως «Δαίμονες» κι άλλοτε ως «Δαιμονισμένοι», το δηλώνει με έναν τρόπο αυτό. Οι δαίμονες είμαστε εμείς οι ίδιοι.
- Γιατί χαρακτηρίζετε την παράσταση ορατόριο;
Είναι ένας όρος που στην ουσία βρήκα, για να περιγράψω αυτό που κάνουμε. Συχνά το μουσικό θέατρο ταυτίζεται με το μιούζικαλ ή το καμπαρέ. Όμως εμείς διερευνούμε πώς μια μουσική, που δεν έχει σημαινόμενο, εννοώ ότι πέντε συγχορδίες δεν σημαίνουν κάτι συγκεκριμένο, μπορούν να δημιουργήσουν συγκίνηση. Υπάρχουν στην παράσταση κομμάτια που όλα τα μέλη του θιάσου εκτελούν ομαδικά, σαν ένα είδος Χορού αρχαίας τραγωδίας. Ο βασικός άξονας της παράστασης είναι, πως οι ηθοποιοί αφηγούνται την ιστορία, αναλαμβάνοντας ο καθένας το βάρος ενός χαρακτήρα. Κρατούν βέβαια ένα σταθερό πρόσωπο, γιατί αλλιώς θα ήταν πολύπλοκο για τον θεατή. Όμως γενικότερα με ενδιαφέρει η παράσταση να λειτουργεί ένα άλλο επίπεδο στον θεατή, πέρα από την λογική κατανόηση. Όταν οι ηθοποιοί ρωτάνε διάφορους φίλους τους που έχουν έρθει στην παράσταση αν κατάλαβαν, ξαφνιάζομαι.
- Ποια θα ήταν για σας η σωστή ερώτηση;
Αν ένιωσες κάπου καλά. Αν κάτι σε έκανε να χαμογελάσεις. Αν έκλαψες.
- Επιδιώκετε τη συγκίνηση;
Δεν γίνεται αλλιώς. Όταν ανεβαίνεις πάνω στη σκηνή, ή ανεβάζεις μια παράσταση, αυτό δεν αποζητάς; Να μιλήσεις για κάτι που σε αφορά, πιστεύεις ότι έχει νόημα για τους άλλους και θέλεις να το μοιραστείς μαζί τους για να τους συν-κινήσεις.
- Μουσικά σε ποιους δρόμους κινείστε στην παράσταση;
Έχω εμπνευστεί από την μουσική του 19ου αιώνα, αν και χρησιμοποιώ διαφορετικά είδη, ακόμα και πιο σύγχρονες μελωδίες. Έχω γράψει ακόμα κι ένα τραγούδι, ας πούμε, που θυμίζει Θεοδωράκη... Φαραντούρη. Η μουσική, ξέρετε, παίζει με το στερεοτυπικό για να προκαλέσει συναισθήματα. Έχει σημασία βέβαια, σε ποιο κοινό απευθύνεσαι, γιατί άλλες προσλαμβάνουσες έχουμε εμείς, άλλες ένας άνθρωπος στην Ινδονησία.
- Κρατάτε την εποχή του έργου;
Το έργο αυτό είναι διαχρονικό. Στην εποχή του, ο Ντοστογιέφσκι το γράφει ως σύγχρονο. Όλα τα μεγάλα έργα, αν το καλοσκεφτείτε, είναι γραμμένα για την εποχή τους. Ακόμα και ο Σαίξπηρ, όταν γράφει αρχαιοελληνικά θέματα, τα προσεγγίζει μέσα από την αισθητική της εποχής του. Οπότε δεν χρειάζεται να κανείς κάτι για να είναι σύγχρονο ένα μεγάλο κείμενο. Άλλωστε ένας καλλιτέχνης ό,τι κι αν παράξει, το δημιουργεί, επηρεασμένος από την εποχή και την κοινωνία που ζει, οπότε δεν μπορεί να μην είναι σύγχρονο. Όσο αφορά στην όψη της παράστασης, τα κοστούμια που έχει κάνει η Ελένη Μανωλοπούλου, παραπέμπουν στα τέλη του 19ου αιώνα. Το ενδιαφέρον είναι ότι πρωταγωνιστεί το λευκό χρώμα, γιατί θέλαμε να δημιουργήσουμε μια αντίστιξη προς το σκοτεινό τίτλο του έργου. Όταν λες «δαιμονισμένοι» αυτόματα το μυαλό δεν πάει σε κάτι μαύρο; Εμείς θέλαμε να δώσουμε μια άλλη οπτική με αυτή την επιλογή.
- Πώς συνδυάζετε την καλλιτεχνική σας ιδιότητα με την διοικητική;
Προσπαθώ και μέσα από τη διοικητική μου θέση να λειτουργώ ποιητικά. Θα ήθελα ένα θέατρο που αναπνέει σαν ένα κοινό σώμα, που όλοι μαζί προσπαθούν και δουλεύουν για έναν κοινό σκοπό. Αυτό στην Καβάλα και στην Πάτρα, όπου ήμουν διευθυντής στα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ, το είχα καταφέρει σε μεγάλο βαθμό. Στο Εθνικό, που είναι ένας μεγάλος οργανισμός, είναι πιο δύσκολο, όμως γι’ αυτό προσπαθούμε.
- Ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία που έχετε να αντιμετωπίσετε σε αυτή τη θέση;
Σίγουρα τα χρήματα, γιατί με έναν κομμένο προϋπολογισμό πρέπει να κάνουμε πολλά πράγματα και ταυτόχρονα να είμαστε ανταγωνιστικοί. Μέσα σε αυτή τη συνθήκη πρέπει να πάρεις αποφάσεις για πολλούς ανθρώπους, κι αυτό δεν είναι εύκολο. Το βασικό πρόβλημα όμως στον πολιτισμό, παραμένει η έλλειψη πολιτιστικής πολιτικής. Κανονικά το κράτος θα έπρεπε να επενδύει στον πολιτισμό, χωρίς να ζητάει να του αποφέρει στο άμεσο μέλλον, αλλά μακροπρόθεσμα. Ας πούμε, στην Ολλανδία, υπάρχει ένα μακρόπνοο σχέδιο εικοσαετίας για τον πολιτισμό. Το 1970 σχεδίαζαν τι πολιτισμό θα ήθελαν να έχουν το 1990. Πρέπει να εκπαιδεύσεις το κοινό για να υποδεχτεί κάποια πράγματα κι αυτό απαιτεί χρόνο. Επίσης το πρόβλημα δεν είναι ποτέ τα πρόσωπα, αλλά το πλαίσιο, νομικό και θεσμικό, που κατευθύνει τον εκάστοτε διευθυντή σχετικά με το τι πρέπει να κάνει για να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
- Ήταν μια δύσκολη χρόνια για το θέατρο. Πώς είναι τα πράγματα στο Εθνικό;
Πολύ καλά. Μάλιστα αυτή την εβδομάδα πάμε για κάτι πρωτοφανές, να είναι γεμάτες και οι πέντε σκηνές μας. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Ξέρετε, αν η κατάσταση στο Εθνικό είναι καλή, τότε αυτό ωφελεί το θέατρο συνολικά. Οι θεατές που θα έρθουν εδώ και θα δουν μια παράσταση , θα ενδιαφερθούν και για μια άλλη σε κάποιο άλλο θέατρο. Επίσης έχουμε ξεκινήσει συνεργασίες με το εξωτερικό, όπως αυτή με τον Βαχτάνγκοφ, που είναι μια μεγάλη επιτυχία για το ελληνικό θέατρο. Ο
"Oιδίποδας Τύραννος" που παίζεται στο εξωτερικό με ελληνικό Χορό, αποσπά εξαιρετικές κριτικές και αυτό είναι ένα σημαντικό βήμα, γιατί πρέπει το ελληνικό θέατρο να κινηθεί προς τα έξω. Είναι ένα πολιτιστικό μας προϊόν στο οποίο πρέπει να επενδύσουμε. Το ευρωπαϊκό θέατρο είναι σήμερα μια τεράστια αγορά κι εμείς πρέπει να βρούμε τη θέση μας σε αυτό. Να δοκιμάσουμε τις νέες τάσεις και να προτείνουμε.
- Ποια είναι κατά τη γνώμη σας η νέα τάση σήμερα στο θέατρο;
Γενικώς υπάρχει η τάση μιας μείξης των ειδών. Αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο, όμως σήμερα αποτελεί ζητούμενο. Ο ρόλος της τεχνολογίας θα επηρεάσει πολύ το θέατρο, χωρίς να πιστεύω ότι θα μπορέσει ποτέ να υποκαταστήσει την ζωντανή επαφή. Στην Πειραματική Σκηνή, επίσης δοκιμάζονται φόρμες που αφορούν στο πολιτικό θέατρο, ή το θέατρο ντοκουμέντο, που είναι μια ισχυρή τάση γενικώς σήμερα στη Ευρώπη.
- Ποιο είναι κατά τη γνώμη σας το μεγαλύτερο πρόβλημα του ελληνικού θεάτρου;
Το ότι υπάρχει μια χομπίστικη κατάσταση. Οι περισσότεροι άνθρωποι στο θέατρο δουλεύουν αμισθί, ή με ποσοστά που είναι ελάχιστα. Αυτό έχει τρομερές συνέπειες. Πολλές ειδικότητες, για παράδειγμα, δεν μπορούν καν να υπάρξουν. Βλέπουμε παραστάσεις με μια καρέκλα. Αυτό, όπως καταλαβαίνατε, δεν μπορεί να οδηγήσει σε μια εξέλιξη. Ή σε σχέση με την τεχνολογία, που λέγαμε πριν, δεν υπάρχουν καν τα μέσα να γίνουν πειραματισμοί. Αυτό το Εθνικό θέατρο, που είναι ένας από τους ελάχιστους φορείς που υπάρχουν αυτή τη στιγμή, θέλει να το υπερνικήσει. Να δώσουμε την ευκαιρία και τη δυνατότητα να συμβούν καινούργια πράγματα. Αλλά για να γίνει αυτό, ρέπει το κράτος να μπορεί να μας δώσει το ελεύθερο να δοκιμάσουμε. Δεν μπορεί να ζητάς από κάποιον να κάνει κάτι καινούργιο και ταυτόχρονα να αποφέρει χρήματα. Οπότε χρειάζεται μια επένδυση στο θέμα του πολιτισμού, μια επένδυση που θα αποφέρει καρπούς σε βάθος χρόνου. Αυτό το έχω διαπιστώσει και από τη θητεία μου στην περιφέρεια, στην οποία πιστεύω πολύ. Γιατί οι θεατρόφιλοι δεν μπορούν να είναι μόνο μερικές χιλιάδες που βλέπουν παραστάσεις στην Αθήνα. Πρέπει να δημιουργηθεί ένα ευρύτερο κοινό. Πιστεύω, με την εμπειρία που είχα και στην Καβάλα και στην Πάτρα, ότι μπορεί να λειτουργήσει ένα τέτοιο μοντέλο.
- Θα θέλατε να επιστρέψετε κάποια στιγμή στην περιφέρεια;
Πολύ. Θα ήθελα να δοκιμάσω αυτό κυρίως που ξεκίνησα στην Πάτρα, όπου είναι πολύ πρόσφορο έδαφος και εξαιτίας τη εγγύτητάς της στην Αθήνα και λόγω του λιμανιού που τη συνδέει με την Ευρώπη. Θεωρώ πραγματικά ότι πρέπει να επενδύσουμε σε αυτό τον τομέα και να ενισχύσουμε την ελληνική περιφέρεια και τον πολιτισμό εκεί, για να μπορούμε πραγματικά να μιλάμε για μια πολιτιστική πολιτική.
- Πώς είναι τα πράγματα αυτή τη στιγμή με το Διοικητικό Συμβούλιο; Υπήρξαν αρκετές επιστολές δυσαρέσκειας, αλλά τελικά φαίνεται πως οι σχέσεις αποκαταστάθηκαν.
Ξέρετε, βλέπω σε όλα το θετικό. Όταν εμείς ήρθαμε στο Εθνικό, τα πράγματα έπρεπε να γίνουν πολύ γρήγορα. Διαφορετικοί άνθρωποι που δεν είχαμε χρόνο να κάτσουμε και να συζητήσουμε τι πραγματικά θέλουμε και πώς μπορούμε να κινηθούμε, έπρεπε να συγχρονιστούμε χωρίς πλαίσιο. Κι αυτό δημιούργησε τριγμούς. Όμως σήμερα τα πράγματα έχουν εξομαλυνθεί. Τα μέλη του ΔΣ είναι άνθρωποι διαλλακτικοί και θέλουν να κρατήσουν τις ισορροπίες.