ΤΕΤ-Α-ΤΕΤ ΜΕ ΤΟΝ ΓΕΡΑΣΙΜΟ ΣΚΑΦΙΔΑ
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 09/12/2019 16:56
Γεράσιμε καλώς ήρθες στο OnlyTheater, είναι μεγάλη χαρά και τιμή για εμάς να έχουμε στην παρέα μας έναν άνθρωπο σαν κι εσένα, έναν εξαιρετικά ταλαντούχο ηθοποιό και θεατρικό επιχειρηματία. Φέτος άφησες πίσω τον καλοκάγαθο «Βανγκ» -στο μακρινό Σετσουάν, να δροσίζει και να ξεδιψάει τον κόσμο- και ενσάρκωσες την Τροφό των παιδιών της Μήδειας στη γειτονική μας Κόρινθο. Πώς βίωσες αυτό το πέρασμα; Ήταν δύσκολο να εγκαταλείψεις τον «Βανγκ» ύστερα από δύο χρόνια κοινής πορείας;
Ο Βανγκ ήταν ένας πολύ ιδιαίτερος ρόλος, τον αγάπησα πάρα πολύ, για πολλούς λόγους. Για την κίνησή του, τη φωνή του, τον τρόπο με τον οποίο ακουμπούσε πάνω στη «Σεν-Τε» και την επικοινωνία μου με την Πέγκυ πάνω στη σκηνή. Ήταν γενικώς όλη η συνεργασία πολύ ιδιαίτερη στο «Σετσουάν», με όλα τα παιδιά, επειδή γίναμε μια παρέα και πραγματικά τους αγαπώ όλους πάρα πολύ. Και βέβαια είναι πάρα πολύ ωραίο, από έναν τέτοιον ρόλο, ενός πολύ κατατρεγμένου ανθρώπου, ο οποίος είναι στο περιθώριο μιας κοινωνίας, να μπαίνεις και να παίζεις σε μια κωμωδία, να ενσαρκώνεις ξαφνικά τη γυναίκα, ένα αλέγκρο πράγμα, τελείως διαφορετικό με επίσης πολύ καλούς ηθοποιούς και συνεργάτες που τώρα δενόμαστε. Και η «Τροφός» είναι ένας ρόλος που πραγματικά είναι ευτυχία, για κάθε ηθοποιό να παίξει, με την έννοια ότι αυτή η πληθωρική γυναίκα που πρέπει να ενσαρκώσει ο ηθοποιός, από μόνη της έχει στοιχεία που πρέπει να προσπαθήσει να τα ισορροπήσει ούτως ώστε όλο αυτό να έχει χιούμορ και όχι απλά να περιγράψει τον ρόλο, αλλά να γίνει ο ίδιος ο ρόλος. Γιατί είναι πολύ δύσκολο να παίξεις μια γυναίκα, με όλα τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της. Αλλά διασκεδάζουμε πάρα πολύ στη σκηνή και υπάρχει ένας πάρα πολύ ταλαντούχος ηθοποιός, ο Μάκης Παπαδημητρίου, ο οποίος ενορχηστρώνει τη γύρω κατάσταση και νομίζω ότι υπάρχει μια κοινή αισθητική η οποία είναι από τη σκηνοθεσία του Νικορέστη, από τη μουσική της Μόνικα, από το σκηνικό και από όλα. Κυρίως, όμως, η μουσική και η σκηνοθεσία που είναι πολύ βασικά μπαίνουν στην παράσταση και πλέκονται πάρα πολύ όμορφα. Νομίζω ότι όλο αυτό είναι ευτυχία για εμάς, διότι αυτό είναι άλλωστε το επάγγελμά μας. Η δουλειά σου είναι ευτυχισμένη όταν μπορείς να τσαλακώνεις τον εαυτό σου και εκεί που έπαιζες τον «Βανγκ», έναν περιθωριακό τύπο σκυφτό, να παίζεις την Τροφό, μέσα σε λίγους μήνες, αυτή είναι η μαγεία της δουλειάς αυτής και ο λόγος για τον οποίο την επιλέξαμε.
Η σεζόν ξεκίνησε δυναμικά -με μια σύντομη υπενθύμιση της πολύ επιτυχημένης περσινής- και συνέχισε ακόμη δυναμικότερα με τη Μήδεια να ξεσηκώνει με τη ζωντάνια της το μικρό στενό της Τουρναβίτου. Μουσικές, χοροί, έξυπνες ατάκες και δύο ώρες ασταμάτητου, αβίαστου και πηγαίου γέλιου μέχρι δακρύων. Μίλα μας λίγο για τη «Μήδεια», του Μποστ.
Ο Μποστ ήταν ένας καλλιτέχνης ο οποίος πραγματικά μέσα στο κείμενό του έχει πάρα πολλά Αριστοφανικά στοιχεία. Και η παράστασή μας το κάνει πάρα πολύ αυτό, γιατί έχει ένα χιούμορ ο Μποστ, το οποίο νομίζω ότι ο Νικορέστης το έχει καταλάβει πάρα πολύ καλά. Ακόμα δηλαδή και στις αναγκαστικές προσθήκες που κάναμε για να επικαιροποιήσουμε το έργο, έχει πιάσει ακριβώς το χιούμορ του Μποστ. Επίσης υπήρχαν σκηνές οι οποίες αναφέρονταν σε πράγματα της εποχής που γράφτηκε το έργο, δηλαδή στις αρχές της δεκαετίας του '90, εμείς τα φέραμε στο σήμερα χωρίς να αλλάξουμε το έργο, αλλά κάνοντας μια πολύ ωραία και έξυπνη αναφορά σε αυτά. Νομίζω πως αυτή η παρωδία ενός τόσο γνωστού μύθου έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον και ειδικά όταν αυτό γίνεται με χιούμορ και με ηθοποιούς οι οποίοι μπορούν να παίξουν πολλούς διαφορετικούς ρόλους, να τραγουδάνε, να χορεύουνε πάνω στη σκηνή και με πολύ λιτά πράγματα, διότι δε χρειάζονται μεγάλα πράγματα, παρά μόνο μερικά στοιχεία και στα κοστούμια και στο σκηνικό, να γίνεται ένα έργο το οποίο είναι πολύ όμορφο.
Τι άλλο μπορεί να απολαύσει το θεατρόφιλο κοινό φέτος στο «Θησείον, ένα θέατρο για τις τέχνες»; Νομίζω πως υπάρχει μια πλήρης γκάμα για παιδιά, εφήβους αλλά και μεγαλύτερα παιδιά σαν εμάς.
Εμείς έχουμε, κατ' αρχάς, την εφηβική σκηνή, όπου φέτος η δική μας εταιρεία κάνει την παραγωγή τριών παραστάσεων φέτος: «Chatroom», «Συρματόπλεγμα» και «Η μουσική που σταμάτησε τον πετροπόλεμο». Από αυτές τις παραστάσεις, η μία παίζεται για τρίτη χρονιά, η άλλη για δεύτερη και η τρίτη είναι καινούρια. Έχουμε έναν σταθερό θίασο στα εφηβικά και αυτό είναι μια ευτυχισμένη συγκυρία διότι μπορούμε να δουλεύουμε με έναν τρόπο, να το πω έτσι «Θεατρο-Τεχνίστικα», δηλαδή ένας θίασος κοινός, με κοινή αισθητική, με κοινό όραμα, με κοινά πατήματα, που γνωριζόμαστε πάρα πολλά χρόνια με όλα τα παιδιά και δημιουργούμε όμορφες παραστάσεις. Κι αυτό συνεχίζει -και ελπίζω να συνεχίσει- γιατί πραγματικά είναι πάρα πολύ ωραίο!
Επίσης, κάθε Παρασκευή, έχουμε -για πρώτη φορά φέτος- μεταμεσονύκτια παράσταση: «Ο θρύλος του 1900». Φυσικά, κάθε Δευτέρα και Τρίτη, στις 21:15 -για δεύτερη σεζόν: «Η Γίδα» του Άλμπι, που είναι, πάλι, σε σκηνοθεσία του Νικορέστη και από Τετάρτη έως Κυριακή: «Δέκα Διάλογοι για το Σεξ (REIGEN)» που σκηνοθετεί η Αλίκη Δανέζη-Knutsen και παίζεται Τετάρτη έως Κυριακή τις ώρες που δεν παίζεται η «Μήδεια».
Είναι η τέταρτη σεζόν που τα όνειρα και οι ανησυχίες της καλλιτεχνικής εταιρίας «Μυθωδία» στεγάστηκαν στην Τουρναβίτου. Η καλλιτεχνική διεύθυνση του «Θησείον, ένα θέατρο για τις Τέχνες» ήταν ένα τεράστιο βήμα για εσένα και τον Νικορέστη Χανιωτάκη. Πώς σας φαίνεται το «ταξίδι»;
Η Μυθωδία είναι μια εταιρεία που ιδρύθηκε το 2007 από κάποιους ανθρώπους που ήθελαν να κάνουν σχολικές παραστάσεις, εκεί στο Νέο Κόσμο, στο σχολείο του Νικορέστη, ο οποίος αργότερα συμμετείχε σε αυτή και τέλος πάντων ενώ ξεκίνησε για κάποιους σκοπούς τελείως ερασιτεχνικούς, άρχισε σταδιακά να γίνεται μια επαγγελματική εταιρεία. Δηλαδή το 2011, όταν αποφοιτήσαμε από το Θέατρο Τέχνης εγώ και ο Νικορέστης, αυτή η εταιρεία πήρε κανονική, επαγγελματική μορφή. Η πρώτη παράσταση που κάναμε επαγγελματικά ήταν οι «Ηλίθιοι», του Νηλ Σάιμον και μετά κάναμε τον «Κουλοχέρη», η οποία και έπαιζε τέσσερα χρόνια και μάλιστα είχαμε την τιμή και τη χαρά να συνεργαστούμε και να γίνουμε φίλοι με τον Τάκη Σπυριδάκη, ο οποίος έπαιξε τα δύο από τα τέσσερα χρόνια τον πρωταγωνιστικό ρόλο του έργου.
Αυτή η εταιρεία ξεκίνησε κάνοντας μικρές παραγωγές από εμάς. Εμείς όμως δεν αφήναμε καμία πόρτα που να μη χτυπήσουμε, θεωρούσαμε ότι όλα είναι δυνατά και μπορούν να γίνουν, πιστεύαμε πάρα πολύ σε αυτό. Είχαμε πάρα πολύ όρεξη και είχαμε μάθει από το Θέατρο Τέχνης να τα κάνουμε όλα: να κουβαλάμε, να κάνουμε φώτα, να κάνουμε ήχο, να παίζουμε. Αισθανόμασταν σίγουροι σε κάποια πράγματα, οπότε δημιουργούσαμε και μια ασφάλεια στους ανθρώπους που ερχόντουσαν σε εμάς. Και όλα αυτά σε συνδυασμό με τις εμπειρίες μας έξω από τη «Μυθωδία», γιατί και εγώ και ο Νικορέστης δουλέψαμε και έξω. Εγώ δούλεψα με τον Σπύρο Ευαγγελάτο τέσσερις φορές και ήταν πολύ μεγάλη μου τιμή να δουλέψω με έναν τόσο μεγάλο σκηνοθέτη. Ο Νικορέστης δούλεψε στο «Ακροπόλ» με τη Σοφία Σπυράτου. Δουλέψαμε και οι δυο μαζί με τον Κώστα Καζάκο, στο «Τζένη Καρέζη», ο Νικορέστης πήγε στην Αγγλία και σπούδασε σκηνοθεσία κλπ. Θέλω να πω πως εκτός από τη «Μυθωδία», παράλληλα δραστηριοποιούμασταν και σε άλλα πράγματα και κάπως έτσι η «Μυθωδία» ξεκίνησε δειλά-δειλά να έχει μια δραστηριότητα. Και βέβαια μας βοήθησε ο Διαγόρας Χρονόπουλος, που χωρίς αυτόν δεν ξέρω τι θα κάναμε και που θα ήμασταν εμείς σήμερα, καθώς ο Διαγόρας ήταν ο πρώτος άνθρωπος που μας εμπιστεύτηκε στο Θέατρο Τέχνης και σαν ηθοποιούς και γενικότερα, αυτός είναι που μας έμαθε θέατρο από όλες τις απόψεις, εκείνος μας έδωσε την ευκαιρία να φτιάξουμε μαζί με τον Κωστή Καπελώνη την εφηβική σκηνή του Θεάτρου Τέχνης, η οποία δεν υπήρχε μέχρι τότε, μας άφησε να κανονίζουμε μόνοι μας με τα σχολεία για την εφηβική σκηνή και μετά σιγά-σιγά παράλληλα να κάνουμε και τις βραδινές παραστάσεις μας. Κάποια στιγμή κάναμε μια εφηβική παράσταση στο «Θησείον, ένα θέατρο για τις Τέχνες» και μετά από αυτή κάναμε τη «Λυσσασμένη Γάτα». Κατόπιν, μας προτάθηκε να αναλάβουμε τη διαχείριση του θεάτρου και έτσι φτάνουμε στο σήμερα. Πάντα όμως πηγαίναμε βήμα-βήμα και πάντα αφουγκραζόμασταν τη στιγμή. Και μέσα από τις διαφωνίες μας με τον Νικορέστη, γιατί είμαστε πολύ συμπληρωματικοί οι δυο μας, φτιάχναμε πάντα έναν κοινό παρονομαστή που μας πήγαινε κάπου -και μέχρι στιγμής μας πάει καλά.
Τώρα για το αύριο, ο κύκλος του θεάτρου στο Θησείο κλείνει για εμάς, στις 19 Γενάρη. Φεύγουμε από το θέατρο και ξαναμπαίνει ο κύριος Μαρμαρινός. Εμείς θα πάμε στη Θεσσαλονίκη για δύο εβδομάδες με τη «Μήδεια», του Μποστ. Μετά στο θέατρο «Ροές», από 13 Φλεβάρη μέχρι 12 Απρίλη, επίσης με τη «Μήδεια» ώστε να ολοκληρώσει τον κύκλο της και μετά θα κάνουμε μια μικρή περιοδεία τον «Καλό άνθρωπο του Σετσουάν» σε όλη την Ελλάδα, γιατί είχε πολύ μεγάλη ανταπόκριση πέρυσι και μας το ζητάνε. Του χρόνου έχουμε κάποια σχέδια, τα οποία ακόμα δεν ξέρω πως θα εξελιχθούν. Γενικώς, είμαστε πολύ κοντά στο να μπούμε στη διαδικασία της καλλιτεχνικής διεύθυνσης ενός άλλου χώρου, αλλά αυτό δεν είναι σίγουρο ακόμα οπότε δεν μπορώ να πω κάτι παραπάνω. Ας πάνε όλα κατ' ευχήν και εδώ θα είμαστε να τα πούμε.
Ο Νικορέστης είναι ένας επίσης χαρισματικός σκηνοθέτης και ηθοποιός. Όπως έχετε δηλώσει, σας συνδέει μια πολυετής βαθιά φιλία, αλληλοεκτίμηση και κοινά όνειρα που πραγματοποιούνται μέρα με τη μέρα.
Απλώς επενδύουμε στους συνεργάτες και στους εαυτούς μας. Και εγώ και ο Νικορέστης, ο καθένας από τον ρόλο του. Θεωρώ ότι αυτό που έχουμε καταφέρει και για το οποίο μπορούμε να υπερηφανευτούμε, είναι το ότι οι άνθρωποι οι οποίοι δουλεύουν με εμάς θέλουν να ξαναδουλέψουμε. Αυτή είναι η μεγαλύτερη προίκα μας! Και θέλουν να συνεργαστούμε όχι μόνο καλλιτεχνικά, αλλά και γιατί υπάρχει μια παρεΐστικη διάθεση με την καλή έννοια, γίνεται καλή δουλειά, υπάρχει συνέπεια ως προς όλα, υπάρχει επαγγελματισμός και αγάπη. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για μας. Είναι η μεγαλύτερη προίκα μας. Εμείς πάντα κάνουμε τις παραστάσεις για να πούμε μια ιστορία. Αυτό θέλουμε: να πούμε μια ιστορία όπως έλεγε ο παππούς στο εγγόνι του. Αυτό κάνει το θέατρο και αυτή η ιστορία μπορεί να συγκινήσει και να προβληματίσει τους ανθρώπους που έρχονται να δουν. Πάντα με σεβασμό στα κείμενα, στους ανθρώπους που τα έχουν γράψει και πάντα με σεβασμό στο κοινό. Έχει πολύ μεγάλη ανάγκη σήμερα το κοινό να δει κλασσικές παραστάσεις. Και βέβαια αυτό που τους έχουμε πει ότι θα δουν, τελικά αυτό να δουν οι άνθρωποι. Δεν παραποιούμε ποτέ τα κείμενα.
Τώρα μακάρι να κινητοποιούνται δυνάμεις οι οποίες να πηγαίνουν προς αυτή την κατεύθυνση. Δε θεωρώ ότι έχουμε τη δυναμική εμείς να πάμε κάπου το ελληνικό θέατρο -αυτή τη στιγμή τουλάχιστον- και ούτε είναι αυτή η πρόθεσή μας. Εμάς η πρόθεσή μας είναι όπου πηγαίνουμε να μπορούμε να φεύγουμε από εκεί αφήνοντας ένα καλό στίγμα καλλιτεχνικά και σαν άνθρωποι. Αυτό θέλουμε. Επίσης να σου πω ότι εγώ δεν είμαι σκηνοθέτης, έχω συν-σκηνοθετήσει κάποιες παραστάσεις με τον Νικορέστη, εφηβικές, αλλά δεν έχω σκηνοθετήσει ποτέ βραδινή παράσταση. Εγώ αυτοπροσδιορίζομαι ως ηθοποιός και ως παραγωγός, ο Νικορέστης είναι ο σκηνοθέτης, αυτός έχει τα ηνία τα σκηνοθετικά. Εγώ δεν ξέρω αν είμαι πολύ έτοιμος ακόμα να μπω στο «τρυπάκι» της σκηνοθεσίας, δεν είναι βέβαια κάτι που το απορρίπτω, αλλά δεν είναι ακόμα μέσα στις προθέσεις μου.
Είστε απόφοιτοι της δραματικής σχολής «Θέατρο Τέχνης - Κάρολος Κουν» και αυτό φαίνεται! Πως ήταν η ζωή σε ένα υπόγειο, ιστορικό, το οποίο έχουν χτίσει κυριολεκτικά με τα χέρια τους ο Καζάκος, ο Διαμαντόπουλος, ο Κουν και τόσοι άλλοι θεατρικοί πατριάρχες, ένα υπόγειο που όμως είναι πάντα λουσμένο στο φως;
Το «Θέατρο Τέχνης» είναι το σπίτι μας, όπου και να πάμε. Ακόμα και τώρα έτσι αισθανόμαστε και εγώ και ο Νικορέστης. Εγώ προσωπικά έζησα στο «Θέατρο Τέχνης» τρομερές στιγμές και του χρωστάω πολλά. Ήμουν και μαθητής, έπαιζα σαν μαθητής στις παραστάσεις και ο Διαγόρας Χρονόπουλος, όπως σου είπα, μας εμπιστεύτηκε και παίξαμε στην Επίδαυρο, όταν ακόμα ήμασταν δευτεροετείς μαθητές και κατόπιν με τις παιδικές και τις εφηβικές παραστάσεις που στήσαμε. Εγώ έχω υπάρξει υπεύθυνος και των δύο θεάτρων κατά περιόδους, δηλαδή και της Φρυνίχου και του Υπογείου, έχω υπάρξει υπεύθυνος της αποθήκης του «Θεάτρου Τέχνης» -και τι αποθήκη, έχει φοβερά πράγματα μέσα- και γενικώς το ξέρω πάρα πολύ καλά.
Να σου πω όμως, με πολύ μεγάλο σεβασμό στη Μαριάννα Κάλμπαρη και στους υπόλοιπους ανθρώπους εκεί, εγώ δε συμφωνώ τώρα με τον τρόπο που λειτουργεί το «Θέατρο Τέχνης». Και δε συμφωνώ γιατί εγώ είχα μάθει ότι το «Θέατρο Τέχνης» ανέπνεε σαν ένας οργανισμός, σαν ένα ενιαίο πράγμα που πήγαινε κάπου. Καταλαβαίνω την προσπάθεια και ότι η πρόθεση είναι για καλό, δε θεωρώ ότι κάποιος έχει κακό σκοπό, αλλά θεωρώ ότι η κατεύθυνση, σε πολλά πράγματα, είναι λάθος. Και όσον αφορά στις επιλογές και γενικότερα. Καταλαβαίνω ότι να προσπαθούν να δώσουν βήμα σε πολλά νέα πράγματα, θεωρώ όμως ότι πρέπει να υπάρχουν πιο καθαρά στίγματα, δηλαδή πρέπει να υπάρχουν π.χ. δύο βασικές παραγωγές που να τις πιστέψουν και να πάνε με αυτές. Από εκεί και πέρα να δώσουν το θέατρο σε άλλους παραγωγούς, υπενοικιάζοντάς το εννοώ, έχοντας συμφωνήσει καλλιτεχνικά μαζί τους, για να μπορεί και το θέατρο να έχει κάποια έσοδα. Πράγμα το οποίο το κάνουν μεν ως ένα σημείο, αλλά εμένα μου λείπει αυτό το καθαρό στίγμα του «Θεάτρου Τέχνης».
Ξέρεις, το «Θέατρο Τέχνης», είναι ένα θέατρο με τεράστια ιστορία πίσω του, μπορεί να μεταμορφωθεί αλλά δεν μπορείς να του αλλάξεις το DNA του. Αν αλλάξεις το DNA του, του αλλάζεις την ουσία του. Δηλαδή αμφιβάλλω αν οι απόφοιτοι που θα βγούνε φέτος ή αυτοί που βγήκαν πέρυσι θα πάνε αύριο σε ένα θέατρο και θα ξέρουν αυτά που ξέραμε εμείς όταν αποφοιτούσαμε. Αμφιβάλλω αν θα ξέρουν να χειριστούν μια κονσόλα, αν θα έχουν κουβαλήσει ποτέ στη ζωή τους σκηνικά, αν θα έχουν σκουπίσει τη σκηνή. Εμάς μας έλεγαν οι καθηγητές μας εκεί ότι το πρώτο πράγμα που κάνει ένας ηθοποιός είναι να σφουγγαρίζει τη σκηνή, γιατί πραγματικά αυτό είναι το πρώτο πράγμα που κάνεις. Εμείς μαζεύαμε τα αντικείμενά μας, τα ρούχα μας, στήναμε και ξεστήναμε το σκηνικό, αυτά ήταν μέρος της διαδικασίας. Δεν είναι το «αχ μωρέ, τα παιδιά να μην κουβαλήσουν…». Όποιος δεν μπορεί να πάει σε άλλη σχολή. Το« Θέατρο Τέχνης» είναι αυτό και έτσι πρέπει να είναι! Όχι επειδή πρέπει να ταλαιπωρούμε κάποιους, αλλά επειδή είναι μέρος της διαδικασίας αυτού του θεάτρου. Εντάξει μπορεί σε κάποιον να μην ταιριάζει. Δεκτό, αλλά δεν μπορούμε να αλλάξουμε το DNA του θεάτρου.
Δεύτερον, είναι το θέμα πως το «Θέατρο Τέχνης» πρέπει να επενδύσει σε ανθρώπους που έχουν ένα στίγμα και που το αγαπάνε. Εμείς το αγαπάμε πάρα πολύ. Δηλαδή, εγώ προτιμώ να πηγαίνει καλά το «Θέατρο Τέχνης» και ας μην πηγαίνουμε εμείς -και το λέω στα αλήθεια. Μπορεί να ακούγεται υπερβολικό, αλλά θέλω να πω ότι εμένα με ενδιαφέρει να πηγαίνει καλά, ρωτάω αν πηγαίνει καλά, το πονάω και στενοχωριέμαι αν δεν πηγαίνει καλά, γιατί το έχω ζήσει, ήμουν εκεί δέκα χρόνια. Θα ήθελα πάρα πολύ να επιστρέψουμε, εννοώ καλλιτεχνικά, να κάνουμε παραστάσεις και να μπούμε σε όλη αυτή τη διαδικασία. Και εγώ και ο Νικορέστης είμαστε πάρα πολύ ανοιχτοί σε αυτό και θεωρώ ότι μπορεί να λειτουργήσει ξανά «Θεατρο-Τεχνίστικα», όχι όμως όσο στη βασική του υφή είναι άνθρωποι έξωθεν οι οποίοι έρχονται, απλώς περνάνε και φεύγουν. Δεν είναι αυτό το «Θέατρο Τέχνης». Αυτά είναι άλλα θέατρα που είναι υπέροχα και πάρα πολύ ωραία δομημένα, αλλά έχουν μιαν άλλη λειτουργία. Δεν είναι η «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών» το «Θέατρο Τέχνης». Η «Στέγη» είναι η «Στέγη» και καλά κάνει. Ο «Νέος Κόσμος», αντίστοιχα, είναι ο «Νέος Κόσμος», ένα πολύ πετυχημένο θέατρο και μπράβο. Αλλά το «Θέατρο Τέχνης» είναι κάτι άλλο και πρέπει να παραμείνει έτσι.
Μπορώ να υποθέσω από αυτά που μου είπες και σε συνέχεια της προ-προηγούμενης απάντησής σου ότι μπορεί και να σας δούμε να στεγάζεστε στο «Θέατρο Τέχνης», εννοώ τη «Μυθωδία»;
Όλες τις παραστάσεις που έχουμε κάνει στο «Θησείον, ένα θέατρο για τις Τέχνες» κάθε χρόνο, τις έχουμε προτείνει στο «Θέατρο Τέχνης». Όλες, ανεξαιρέτως! Και τις εφηβικές και τις βραδινές. «Η Λυσσασμένη Γάτα», «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν», «Μήδεια», όλες. Δεν υπάρχει παράσταση που να έχουμε κάνει στο «Θησείον, ένα θέατρο για τις Τέχνες» ή οπουδήποτε αλλού και να μην την έχουμε προτείνει στο «Θέατρο Τέχνης». Δεν ξέρω αν έχουν γίνει επιτυχίες αλλά έχει γίνει τέλος πάντων όλος αυτός ο ντόρος. Είχαν προταθεί στο «Θέατρο Τέχνης», να γίνουν εκεί βασικές παραγωγές και μάλιστα δικές μας. Και δεν έχουν γίνει. Ε, λοιπόν δεν είναι δυνατόν να μην έχει γίνει ποτέ αυτό. Δε λέω ότι κάποιος μας σαμποτάρει, ίσα-ίσα με τη Μαριάννα έχουμε μια πάρα πολύ καλή σχέση. Και εγώ θεωρώ -και θέλω να το πω- ότι η Μαριάννα είναι ένας νέος άνθρωπος, πάρα πολύ έξυπνος, που έχει πραγματικά προσπαθήσει να κάνει πάρα πολύ καλά πράγματα για το «Θέατρο Τέχνης». Απλώς πιστεύω πως επικρατεί μια χαώδης κατάσταση η οποία ίσως να μην την αφήνει να λειτουργήσει όπως θα ήθελε. Θεωρώ δηλαδή ότι θα πρέπει τα πράγματα να γίνουν με μεγαλύτερη οργάνωση. Εμένα μου κάνει αίσθηση ότι κάποια παιδιά που ήταν τόσα χρόνια στο «Θέατρο Τέχνης», έχουν κάνει τόσα πράγματα, βγαίνουν εκεί έξω, παλεύουν, κάνουν κι άλλα πράγματα και τελικά επιστρέφουν για να προτείνουν πράγματα που δεν εγκρίνονται.
Εμείς όμως στο «Θησείον, ένα θέατρο για τις Τέχνες» δουλεύουμε με «ΘεατροΤεχνίτες» περισσότερο από ότι δουλεύει το ίδιο το Θέατρο Τέχνης. Δες για παράδειγμα στη Μήδεια ή στο Σετσουάν, ποιοι είμαστε: εγώ, ο Νικορέστης, η Λήδα Πρωτοψάλτη, η Πέγκυ Τρικαλιώτη, ο Γιάννης Καλατζόπουλος, όλοι «ΘεατροΤεχνίτες». Και οι συντελεστές των παραστάσεων, αλλά ακόμη και τα παιδιά που δουλεύουν ως υπάλληλοι στο θέατρο. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Η υπεύθυνη στο «Θησείον, ένα θέατρο για τις Τέχνες», η Αναστασία Γεωργοπούλου, η οποία είναι και ηθοποιός, ήταν υπεύθυνη στη Φρυνίχου όταν εγώ μπήκα στο πρώτο έτος. Ο Φάνης Μιλλεούνης, ένας εξαιρετικός ηθοποιός, είναι υπεύθυνος και αυτός στο «Θησείον, ένα θέατρο για τις Τέχνες» ήταν του «Θεάτρου Τέχνης». Όλοι οι άνθρωποι που δουλεύουμε στο «Θησείον, ένα θέατρο για τις Τέχνες» προέρχονται από το «Θεάτρο Τέχνης». Είτε είναι άνθρωποι που έχουν διοικητικά πόστα, είτε είναι άνθρωποι που είναι ηθοποιοί. Αυτή είναι η αλήθεια. Και το «Θησείον, ένα θέατρο για τις Τέχνες» το λειτουργούμε σαν το «Θέατρο Τέχνης» σε όλα. Δηλαδή εμείς κουβαλάμε, εμείς στήνουμε και ξεστήνουμε. Έχουμε ένα θέατρο του οποίου του αλλάζουμε τέσσερις μορφές φέτος. Το κάνουμε από τετράγωνο σε πι, από πι σε πασαρέλα και από πασαρέλα σε μετωπικό και το κάνουμε με τα χέρια μας. Δεν το κάνουμε με συνεργείο, δεν πληρώνουμε εργάτες, το κάνουμε εμείς εκεί, η ομάδα μας. Η «Μυθωδία» είναι μια ομάδα «ΘεατροΤεχνιτών», ανθρώπων δηλαδή του «Θεάτρου Τέχνης» οι οποίοι έκαναν τη «Μυθωδία».
Και επειδή η «Μυθωδία» έχει μπει τώρα στη διαδικασία να ψάξει να βρει χώρο, μακάρι να μας γινόταν πρόταση να πάμε στο «Θέατρο Τέχνης». Εμείς, μέχρι και να αναλάβουμε πλήρως όλη τη Φρυνίχου θα μπορούσαμε. Όχι μόνο οικονομικά, εννοώ καλλιτεχνικά. Δηλαδή, αν η Μαριάννα μας έλεγε, παιδιά ελάτε εδώ εσείς σαν εταιρεία και να είναι το «Θέατρο Τέχνης» από πίσω και κάντε εσείς τη βασική παραγωγή της οδού Φρυνίχου. Εμείς πρώτα από όλα έχουμε κάποιες παραστάσεις προίκα: «Η Γίδα», «Μήδεια», του Μπόστ, «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν». Ξέρουμε πως να λειτουργήσουμε ένα θέατρο. Μακάρι να έρθει κάποιος να μας πει ελάτε ρε παιδιά να το κάνουμε όλοι μαζί! Εγώ ξέρω την κάθε γωνιά στο «Θεάτρο Τέχνης», τον κάθε τοίχο του στη Φρυνίχου. Ήμουν εκεί πέντε χρόνια και τα δυόμισι χρόνια, μάλιστα, υπεύθυνος. Δεν χρειάζεται να μου δείξει κανείς τίποτα αν πάω στη Φρυνίχου. Δε ζητάω διοικητικό πόστο, ζητάω να μπορέσουμε αυτά τα πράγματα που κάνουμε να τα κάνουμε στο «σπίτι μας». Σκέψου πως πολλοί μας λένε: «ρε παιδιά, αυτά τα πράγματα που κάνετε μας θυμίζουν το παλιό «Θέατρο Τέχνης», Και στενοχωριόμαστε γιατί εμείς θα μπορούσαμε να είμαστε στο «Θέατρο Τέχνης».
Γεράσιμε κάνουμε θέατρο για την ψυχή μας, όπως έλεγε ο Κουν; Και σε ρωτάω γιατί μέσω των θεατρικών παραγωγών δεν πλούτισε ποτέ κανείς, αντιθέτως θα έλεγα. Και βέβαια θυμάμαι που πρόσφατα ο Νικορέστης δήλωσε σε μια συνέντευξη πως η «Μυθωδία», φέτος, δεν έλαβε ούτε ένα ευρώ επιχορήγηση από το υπουργείο πολιτισμού, εν αντιθέσει με άλλους εξήντα θεατρικούς θιάσους. Γιατί αυτό;
Κατ' αρχάς ναι, προφανώς κάνουμε θέατρο για την ψυχή μας όπως έλεγε ο Κουν και για να φτιάξουμε έναν πολιτισμό ακέραιο στον τόπο μας. Ο βασικός λόγος που κάνουμε θέατρο είναι γιατί θέλουμε να επικοινωνήσουμε με το κοινό, με τους ανθρώπους και για να μπορέσουμε να τους κάνουμε να φύγουν πιο πλούσιοι ψυχικά από το χώρο του θεάτρου από ότι όταν ήρθαν. Το θέατρο δε γίνεται χωρίς θεατές έτσι κι αλλιώς. Για να μπορέσει να υπάρξει πρέπει να υπάρχουν θεατές. Τώρα, η «Μυθωδία» είναι μια εταιρεία όπως στην περιέγραψα πριν, η οποία βρέθηκε από μία μικρή εταιρεία, που απασχολούσε 3-4 ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων εμού και του Νικορέστη, να απασχολεί, πέρυσι, σταθερά 25-30 ανθρώπους. Ε, λοιπόν μια τέτοια εταιρεία η οποία πήρε δύο χρόνια επιχορήγηση αντί να την επιβραβεύουν, της στερούν τη δυνατότητα να συνεχίζει. Αυτό είναι πάρα πολύ λυπηρό, ειδικά όταν έχεις επενδύσει πολλά χρήματα και πέρυσι, για παράδειγμα, έκανες παραγωγές που ξεπέρασαν τις διακόσιες χιλιάδες ευρώ. Και ειδικά όταν δεν είσαι ο επιχειρηματίας που έχει τίποτα εκατομμύρια πίσω του. Εμείς με ένα κεφάλαιο δύο-τριών χιλιάδων ευρώ τα ξεκινήσαμε όλα αυτά, από τα δικά μου προσωπικά έξοδα. Και εδώ, να το πω αυτό, γιατί πρέπει να τα λέμε αυτά σε καμιά συνέντευξη, το γεγονός ότι έχω έναν πατέρα από πίσω, ο οποίος μου λέει αγόρι μου κάνε αυτό που θέλεις και όσο μπορώ εγώ να είμαι εδώ θα σε βοηθάω. Γιατί αν εγώ δεν είχα τον πατέρα μου από πίσω να μου πει κάνε αυτό που θες να κάνεις και αν πάνε όλα στραβά ή γίνει οτιδήποτε και χρωστάς, θα στα δώσω εγώ, τότε δε θα γινόταν τίποτα. Άρα παίρνω μεν ένα ρίσκο, έχοντας έναν άνθρωπο πίσω ο οποίος με στηρίζει, αλλά δεν έχω λεφτά από πίσω για να επενδύω.
Όταν, λοιπόν, μια τέτοια μη κερδοσκοπική εταιρεία μπαίνει στη διαδικασία να επενδύσει σε αυτή τη δουλειά, να απασχολήσει κάποιους ανθρώπους και αντί να την επιβραβεύσεις, που από 5 υπαλλήλους έφτασε να απασχολεί 15 και μετά 35, εσύ δεν της δίνεις επιχορήγηση και δίνεις επιχορήγηση σε άλλους, χωρίς να θέλω να πω κάτι για τους ανθρώπους που πήραν επιχορήγηση, καλά έκαναν και την πήραν, αλλά πρέπει να υπάρχουν κάποια κριτήρια. Δεν μπορεί κάποιος να παίρνει επιχορήγηση και να μην ελέγχεται το που επενδύονται τα λεφτά αυτά. Υπάρχουν άνθρωποι που παίρνουν επιχορηγήσεις και δεν επενδύουν καν τα λεφτά της επιχορήγησης στην παραγωγή που κάνουν. Βάζουν ένα μέρος ...και τα υπόλοιπα στην τσέπη τους. Ε, δε γίνεται αυτό το πράγμα. Και εμείς να παίρνουμε μια επιχορήγηση και να επενδύουμε τριάντα φορές τα λεφτά αυτά και την επόμενη χρονιά να μην επιβραβευόμαστε καν για αυτό, έστω συμβολικά. Η ουσία της επιχορήγησης ποια είναι; Ότι σε επιχορηγώ γιατί δημιουργείς θέσεις εργασίας. Εμείς δημιουργούμε θέσεις εργασίας. Αυτό δεν είναι η επένδυση και η περιβόητη ανάπτυξη; Ανάπτυξη σημαίνει, σου δίνω μια ώθηση για να δημιουργήσεις θέσεις εργασίας και να λειτουργεί όλο αυτό το πράγμα. Αυτή είναι η ουσία της. Όταν λοιπόν εγώ δημιουργώ θέσεις εργασίας και δε με επιβραβεύεις, με αυτό, τι μου λες δηλαδή; Όλο αυτό είναι λυπηρό.
Και είναι επίσης λυπηρός ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί το υπουργείο σε αυτά τα θέματα, όπως είναι και λυπηρό το γεγονός ότι το υπουργείο δεν έχει καμία μέριμνα για τις παραστάσεις που γίνονται για εφήβους και για παιδιά. Είναι δυνατόν στην Ελλάδα να μην επιχορηγείται επί της ουσίας το εφηβικό θέατρο; Είναι δυνατόν να μην υπάρχουν χώροι στους δήμους που να μπορούν να ανέβουν παραστάσεις; Να μην υπάρχει μέριμνα από το υπουργείο πολιτισμού, τις περιφέρειες και τους δήμους; Όλα αυτά τα έχουμε προτείνει εμείς εδώ και τόσα χρόνια, σαν «Μυθωδία». Τι να κάνουν; Να δώσει η περιφέρεια της Αττικής ή του Πειραιά για παράδειγμα, ένα κονδύλι και να πουν ότι θα έχουμε έναν χώρο στον οποίο θα κάνουμε κάποιες παραστάσεις για να δουν θέατρο τα παιδιά. Χωρίς καν να πάρουμε εμείς λεφτά σαν «Μυθωδία». Δε θέλουμε λεφτά! Θέλουμε να υπάρξει μια μέριμνα. Υπάρχουν παιδιά που δεν έρχονται στο θέατρο γιατί δεν έχουν να πληρώσουν το σχολικό και πηγαίνουμε εμείς στα σχολεία να κάνουμε τις παραστάσεις. Αλλά πολλές φορές δεν γίνεται να πάμε εμείς, διότι τα παιδιά είναι σε μικρές τάξεις διδασκαλίας και δεν μπορούμε να μπούμε σε μια τάξη να κάνουμε θέατρο. Δεν υπάρχουν καν χώροι στα σχολεία. Δε θα έπρεπε λοιπόν το κράτος, οι δήμοι και οι περιφέρειες να έχουν χώρους για παράδειγμα 500-600 θέσεων που να μπορούν τα παιδιά να πηγαίνουν να δουν θέατρο; Όχι μόνο τη «Μυθωδία», όλες τις παραστάσεις, παιδικές και εφηβικές. Πρέπει να δημιουργήσουμε τους αυριανούς θεατές! Να εντρυφήσουμε στους ανθρώπους το μικρόβιο του πολιτισμού, το οποίο είναι η γενεσιουργός δύναμη αυτής της χώρας. Το θέατρο γεννήθηκε στην Ελλάδα. Και να το πάμε και ένα βήμα παρακάτω; Είναι δυνατόν στη χώρα που γεννήθηκε το αρχαίο δράμα, να μην υπάρχει σχολή αρχαίου δράματος ευρωπαϊκών προδιαγραφών, ώστε να έρχονται εδώ να σπουδάσουν από όλον τον κόσμο; Αυτό δηλαδή είναι μόνο δική μου ιδέα; Δεν μπορεί το υπουργείο πολιτισμού τόσα χρόνια να φτιάξει μια σχολή που να καλεί ανθρώπους από όλον τον κόσμο να σπουδάσουν; Πως πάμε εμείς δηλαδή και σπουδάζουμε μιούζικαλ στην Αγγλία ή πάμε και σπουδάζουμε κινηματογράφο στην Αμερική; Αντίστοιχα έπρεπε να υπάρχει στην Ελλάδα σχολή αρχαίου δράματος, να έρχονται εδώ οι άνθρωποι, να τους πηγαίνουμε στα αρχαία θέατρα, να γίνεται χαμός! Να μία πρόταση ανάπτυξης του πολιτισμού! Δηλαδή, τι είναι ο πολιτισμός; Να αλλάζουνε οι καλλιτεχνικοί διευθυντές στα κρατικά θέατρα και στα ΔΗΠΕΘΕ και να κάνουμε εξυπηρετήσεις σε φίλους; Όχι! Είναι να δίνουμε ώθηση σε ανθρώπους που δημιουργούν θέσεις εργασίας, να έχουμε όραμα για να μπορέσουμε να κάνουμε τη χώρα αυτή γνωστή και να μπορούμε να κάνουμε τους νέους ανθρώπους να πιστέψουν σε αυτό που κάνουν. Όλα τα υπόλοιπα που γίνονται είναι εξυπηρετήσεις και εμείς δεν μπαίνουμε σε αυτή τη διαδικασία, τελεία και παύλα!
Αυτό που συμβαίνει πάνω στη σκηνή σε κάθε παράσταση του «Θησείον, ένα θέατρο για τις Τέχνες» είναι πραγματικά υπερπαραγωγή, είναι η κυριολεκτική έννοια του τίτλου "ένα θέατρο για τις τέχνες". Οι παραστάσεις είναι ντυμένες με υπέροχες μουσικές που όμως παίζονται ζωντανά από τους ηθοποιούς πάνω στη σκηνή. Πόσο δύσκολο είναι αυτό το εγχείρημα, γιατί σίγουρα θα ήταν πιο εύκολο και βολικό από πολλές απόψεις το να αναλαμβάνει αυτόν τον ρόλο ένα ηχοσύστημα.
Ναι ισχύει αυτό, προφανώς! Είναι επιλογή μας εμένα και του Νικορέστη, όπως και πέρυσι για παράδειγμα με τη μουσική του Βασίλη Παπακωνσταντίνου που παίζαμε με τα όργανα εμείς και χορεύαμε και τραγουδούσαμε, όπως και φέτος με τη μουσική της Monika. Θεωρούμε ότι είναι πολύ ωραίο το να μπορούν οι θεατές να βλέπουν ότι ο ηθοποιός είναι ένα πολυτάλαντο ον το οποίο μπορεί να παίξει μουσική, να τραγουδήσει, να χορέψει, να αλλάξει διάφορους ρόλους. Έτσι κι αλλιώς αυτή είναι και η λειτουργία του θεάτρου. Όταν πάμε στο θέατρο εμείς λέμε «πάω να παίξω παράσταση». Το θέατρο είναι ένα παιχνίδι που έχει ως απαραίτητο στοιχείο τους συναδέλφους γιατί είναι τένις, πρέπει να πετάξεις τη μπάλα και να σου έρθει πίσω, δεν μπορείς να παίζεις με τον τοίχο μόνος σου. Όπως, επίσης, είναι απαραίτητο στοιχείο και οι θεατές. Άρα, λοιπόν, όλο αυτό το πράγμα είναι μία πολύ ζωντανή κατάσταση που δίνει στον ηθοποιό μια πολύ μεγάλη δυνατότητα να παίζει, να τραγουδάει, να χορεύει. Είναι πολύ ωραίο, πολύ σπουδαίο αυτό! Και παρότι το «Θησείον, ένα θέατρο για τις Τέχνες» είναι ένας χώρος πολύ ψηλοτάβανος και έχει δυσκολία με τον ήχο του, αυτό δε μας φρέναρε, μπήκαμε και είπαμε ότι θα το κάνουμε και νομίζω ότι εν τέλει πολύ καλά κάναμε, γιατί και ο κόσμος το ευχαριστιέται και μπαίνει στη διαδικασία να δει ότι υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν με απλά πράγματα να κάνουν τα πάντα. Έτσι κι αλλιώς το θέατρο είναι η τέχνη που ενώνει τις τέχνες, ενώνει την υποκριτική, τη ραπτική, τη ζωγραφική, τη μουσική, τα πάντα. Ενώνει όλες τις τέχνες. Το θέατρο είναι κάτι που παίρνει όλες τις τέχνες και τις κάνει ένα ενιαίο πράγμα, το οποίο όμως πρέπει να αποτελεί ένα σύνολο και γι’ αυτό πρέπει να υπάρχει σωστή συνεργασία. Είναι μια ομαδική δουλειά, σαν να παίζεις μπάσκετ, που πετάς τη μπάλα πίσω και ο άλλος πρέπει να την πιάσει και να τη βάλει στο καλάθι, χωρίς να βλέπει. Αυτό είναι το θέατρο.
Είσαι από τους ανθρώπους που κάνουν θέατρο από όλα τα πόστα. Από αυτούς που οι πιθανότητες να τους πετύχεις στο ταμείο, στο ηλεκτρολογείο, στο φουαγιέ, στο καμαρίνι ή στη σκηνή είναι εξίσου κατανεμημένες. Πόσο βαθιά αγαπάς το θέατρο και πως είναι να το ζεις από κάθε μετερίζι του;
Η αλήθεια είναι ότι το έχω ζήσει λόγω του «Θεάτρου Τέχνης», όπως είπα και πριν από όλα τα μετερίζια, το αγαπάω πολύ και πράγματι ένα πράγμα, το οποίο το αγαπάς, θέλεις να το γνωρίσεις και να το υπηρετήσεις από όλες τις πλευρές. Εγώ, αισθάνομαι πολύ τυχερός και πολύ γεμάτος, στην ηλικία που είμαι, για τα πράγματα που έχω κάνει ως τώρα. Έχω παίξει δύο φορές στην Επίδαυρο, έχω ζήσει κάποια πράγματα που ήταν όνειρά μου να τα ζήσω και έχω δουλέψει με σπουδαίους ανθρώπους, ηθοποιούς, σκηνοθέτες κλπ. Το αγαπώ πάρα πολύ το θέατρο, θα ήθελα πάντα να μπορώ να κάνω αυτήν τη δουλειά, γιατί είναι αυτό που με γεμίζει και νομίζω πως ο μεγαλύτερος φόβος μου, γι’ αυτό άλλωστε και επενδύουμε τόσο πολύ στη δουλειά μας, είναι να μην υπάρξει ποτέ η στιγμή που δε θα μπορούμε να κάνουμε αυτό που αγαπάμε. Τώρα από εκεί και πέρα όταν είσαι στη ζωή μόνος σου, εννοώ όσο δεν έχεις κάνει οικογένεια, παιδιά κλπ. είσαι πολύ πιο δοσμένος σε αυτό. Εγώ, τώρα που έχω ένα παιδί και μια γυναίκα, μια οικογένεια, καταλαβαίνω πως δεν είναι μόνο το θέατρο στη ζωή μου. Θέλω να πω πως αλλάζει ξαφνικά η αξιολογική σου κλίμακα, σαφώς αγαπάς τη δουλειά σου πάντα, αλλά μαθαίνεις να αγαπάς κι άλλα πράγματα, που εντάξει είναι και πιο σημαντικά, για να λέμε την αλήθεια. Δηλαδή αν μου έκανες αυτή την ερώτηση πριν από 4-5 χρόνια μπορεί να σου απαντούσα διαφορετικά, τώρα όμως δε θα σου απαντήσω έτσι.
Θεατρικές παραστάσεις με έργα του Ουίλιαμς, του Μπρεχτ και του Μποστ, μουσικές του εξόριστου Μίκη και του Μάνου Λοϊζου, έργα ανθρώπων που δημιουργούν τέχνη στρατευμένη σε μια άλλη πολιτική, σε μια άλλη ιδεολογία, σε μια άλλη κοινωνία. Σαν άτομο και σαν πολιτικός επιστήμονας, είσαι πολιτικοποιημένος, σε απασχολεί η πολιτική και η παρακμή της κοινωνίας μας;
Ναι, είμαι πολιτικοποιημένος! Και πολιτικοποιημένος είμαι και άποψη έχω και ανακατεύτηκα πολύ με τα κοινά όταν ήμουν φοιτητής. Δεν γίνεται να μην είσαι, ειδικά ένας άνθρωπος που κάνει μια τέτοια δουλειά πρέπει να είναι συνέχεια σε επαγρύπνηση, να διαβάζει, να ενημερώνεται, να υπάρχει. Η δουλειά του ηθοποιού προϋποθέτει να ζεις πρώτα στην κοινωνία, να καταλαβαίνεις τι γίνεται, να λες σύγχρονα πράγματα, να μπορείς να αντιλαμβάνεσαι και να αφουγκράζεσαι την κοινωνία, τον παλμό της. Είμαι πολιτικοποιημένος και θεωρώ ότι όλοι οφείλουμε να είμαστε και σαν νέοι άνθρωποι και γενικώς όλοι. Θεωρώ επίσης ότι ο καθένας πρέπει να έχει άποψη και να τη λέει, ανεξάρτητα αν αρέσει ή δεν αρέσει στους άλλους. Τώρα από εκεί και πέρα στα χρόνια της κρίσης όλοι απογοητευτήκαμε, σε σχέση με αυτά που πιστεύαμε πριν, μετακινηθήκαμε ή μπήκαμε σε μια διαδικασία μετακίνησης. Ιδεολογικά εγώ δε μετακινήθηκα, απλώς άρχισα να σκέφτομαι λίγο διαφορετικά. Εγώ έχω ένα περίεργο που μου συμβαίνει με τα χρόνια, το οποίο είναι λίγο αντίθετο με αυτό που συμβαίνει συνήθως, δηλαδή όσο μεγαλώνω είναι σαν να ριζοσπαστικοποιούμαι όλο και πιο πολύ, δηλαδή πηγαίνω όλο και πιο αριστερά, αλλά είναι πάντα στη βάση ενός πολύ συγκεκριμένου ιδεώδους που πιστεύω, απλώς μερικές φορές αμφιβάλλω και ψάχνω πιο βαθιά. Και πιστεύω πως είναι πολύ ωραίο να συμβαίνει όλο αυτό.
Όλη αυτή την κατάσταση που ζήσαμε στο χρόνια της κρίσης, με την άνοδο του φασισμού και του νεοναζισμού, όλην αυτή την οπισθοδρόμηση, πως τη βίωσες εσύ;
Εντάξει αυτό ήταν πραγματικά τρομακτικό που έγινε. Θεωρώ, όμως, ότι ήταν αναμενόμενο, με την έννοια ότι μια κοινωνία η οποία βυθίζεται στο τέλμα, ενώ υπάρχει μια κρίση αξιών και αρχών και γκρεμίζεται πλήρως ένα ολόκληρο οικοδόμημα στο οποίο είχαν συνηθίσει να ζουν οι άνθρωποι, εκεί υπάρχουν πάντα οι επιτήδειοι που θα εκμεταλλευτούν τις καταστάσεις, όπως συμβαίνει σε κάθε κρίση και θα βρουν την ευκαιρία να κινητοποιήσουν έναν κόσμο, του οποίου ουσιαστικά εκμεταλλεύονται το πρόβλημά του, για να μπορέσουν να δημιουργήσουν μια συγκεκριμένη ομάδα. Και προφανώς στην Ελλάδα αυτές οι τάσεις υπήρχαν πάντα, το πολιτικό σύστημα το ίδιο τις εξέθρεψε. Όταν ας πούμε στα πρώτα χρόνια της κρίσης που ξεκινούσαν τα μνημόνια, αντί να υπάρχει μια οργανωμένη πάλη του κόσμου προς μια κατεύθυνση, μαζεύονταν κάποιοι σε κάποιες πλατείες και απλά φωνάζανε, εννοώ τους «αγανακτισμένους». Αυτά τα φαινόμενα τα εξέθρεψε μια μερίδα του πολιτικού κόσμου πολύ συγκεκριμένη. Από εκεί μέσα ξεπήδησαν όλα αυτά τα φαινόμενα.
Γιατί όταν επιτρέπονται κάποια πράγματα, όπως η μούντζα και το γιαούρτι, σε έναν ευρύτερο μηδενισμό της πολιτικής, όχι ότι αυτά είναι κάτι το τρομερό, αλλά όταν αυτά δεν καταδικάζονται ευθέως και όταν οι αντιδράσεις δεν εντάσσονται σε μια συγκεκριμένη και οργανωμένη κατάσταση, τότε γίνονται χύμα και σε μια βάση «ελάτε όλοι εδώ πέρα απλά να φωνάξουμε». Δεν είναι ότι απλά λέμε όλοι όχι, το θέμα είναι τι όχι λέει ο καθένας μας, διότι η υφή του όχι έχει διαφορά. Άλλο όχι λέει ο δεξιός και άλλο ο αριστερός. Δεν μπορούμε να μαζευτούμε λοιπόν όλοι σε μια πλατεία και να λέμε απλά όχι. Όλο αυτό το απολιτίκ δημιούργησε αυτούς τους χώρους και πέταξε αυτές τις ομάδες πάνω. Και ο κόσμος πήγε εκεί που θεωρούσε ότι ήταν πιο πιασάρικα. Γιατί αυτοί δεν ήταν μια οργανωμένη μερίδα κόσμου, όπως για παράδειγμα το ΚΚΕ που πήγαινε και έλεγε κάτι συγκεκριμένο. Είτε συμφωνείς μαζί του, είτε διαφωνείς έλεγε κάτι συγκεκριμένο, αυτό που ήθελε να πει το έλεγε, οργανωμένα. Εκεί, λοιπόν, δε θα έμπαινε ποτέ κανείς από αυτούς τους δήθεν αγανακτισμένους, με τίποτα, γιατί; Γιατί οι άνθρωποι ήξεραν τι θέλουν και τι λένε. Αντίστοιχα και σε άλλους χώρους. Αλλά όταν απλά μαζεύεται ένας συρφετός κόσμου να πει όχι, αυτό δημιουργεί τέτοιες τάσεις οι οποίες είναι λυπηρές.
Τώρα, όσον αφορά στο φασισμό, δυστυχώς σήκωσε κεφάλι στην Ελλάδα, και μη γελιόμαστε τώρα, το ότι η Χρυσή Αυγή βγήκε από τη βουλή, δε σημαίνει ότι όλα αυτά εξαλείφθηκαν. Και όπως λέμε συχνά και με τον αγαπημένο μου Γιάννη Καλατζόπουλο -τον αγαπάω και τον λατρεύω πραγματικά αυτό τον άνθρωπο- στις εφηβικές παραστάσεις που κάνουμε μαζί, πρέπει να καταλάβουμε όλοι πως αυτά τα οποία συνέβησαν πριν από 45-50 χρόνια στο Πολυτεχνείο ή αυτά που συνέβησαν πριν 75-80 χρόνια από τους ναζί, με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης κλπ. μπορεί να φαίνονται μακρινά, αλλά δεν είναι, ο κόσμος πρέπει να είναι σε επαγρύπνηση, διότι ο φασισμός δε σήκωσε κεφάλι μόνο στην Ελλάδα, σήκωσε κεφάλι σε όλην την Ευρώπη και στον κόσμο και πρέπει απέναντι σε αυτό το πράγμα να είμαστε σε συναγερμό. Και μην πάμε μακριά, αυτή τη στιγμή που μιλάμε, πολύ κοντά μας σήμερα το 2020, υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να πάνε σχολείο, που δεν έχουν βασικά δικαιώματα, υπάρχουν γυναίκες που πετροβολούνται, υπάρχουν παιδιά που δεν έχουν νερό. Αυτούς δεν τους έχει φτωχοποιήσει κάποιος εξωγήινος, τους έχει φτωχοποιήσει ένα σύστημα. Πρέπει να κοιτάμε τη μεγάλη εικόνα. Και πρέπει να δούμε πώς αυτό το σύστημα μπορεί να γίνει πιο ανθρώπινο – αν μπορεί – ή πώς μπορεί να ανατραπεί. Αλλά πρέπει να το δούμε τώρα αυτό, είτε το να βελτιωθεί -αν γίνεται, είτε να ανατραπεί. Και πρέπει να καταλάβουμε ότι οι άνθρωποι που για παράδειγμα είναι αυτή τη στιγμή στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στη Μόρια και στα νησιά και όπου αλλού, γιατί αυτό είναι, στρατόπεδα συγκέντρωσης, αλλά και όλοι αυτοί οι άνθρωποι στη Μέση Ανατολή και στην Αφρική έχουν φτωχοποιηθεί δυστυχώς από τη Δύση. Δεν φτωχοποιήθηκαν μόνοι τους. Πρέπει αυτό ο κόσμος να το αντιληφθεί. Είναι ο καπιταλισμός και έτσι λειτουργεί.
Γεράσιμε συνηθίζω να αποκαλώ τους ηθοποιούς ως προτεστάντες της κοινωνίας μας, μύστες και λειτουργούς μιας αλλιώτικης εκκλησίας, μιας εκκλησίας του Δήμου. Κάπως έτσι αντιλαμβάνομαι εγώ το θέατρο. Εσείς, οι "μύστες" μας, νιώθετε διαμαρτυρόμενοι;
Εγώ αισθάνομαι πως πρέπει οι άνθρωποι που κάνουμε αυτή τη δουλειά να είμαστε συνεχώς ανήσυχοι και πρέπει να είμαστε συνεχώς ανοιχτοί στην κοινωνία και στο μυαλό. Δεν πρέπει να έχουν στρεβλώσεις και αυταπάτες, πρέπει να μπορούν να βλέπουν τα πράγματα με έναν τρόπο πιο καθαρό και να λειτουργούν για τον κόσμο με έναν τρόπο όχι μόνο ψυχαγωγικό αλλά και ψυχοθεραπευτικό. Το θέατρο είναι ψυχοθεραπεία και για εμάς τους ηθοποιούς αλλά και για το κοινό, για τον κόσμο. Η πραγματική επιτυχία μιας παράστασης και ενός ηθοποιού είναι αν καταφέρει να επικοινωνήσει με τους θεατές και αν τελικά φύγει ο θεατής από το θέατρο πιο πλούσιος ψυχικά απ' όσο ήρθε. Θα προβληματιστεί, θα συγκινηθεί, θα κλάψει, θα γελάσει και ύστερα θα πάει σπίτι του και θα αισθανθεί κάπως διαφορετικά. Έτσι αισθανόμαστε εμείς στη σκηνή και έτσι πρέπει να αισθανθεί και ο θεατής. Οι ηθοποιοί πρέπει να είναι πάντα ανήσυχοι, να μην επαναπαύονται.
Πες μου κάτι ακόμα πριν τελειώσουμε την κουβέντα μας. Κάτι που θες να πεις, κάτι που δε ρώτησα, κάτι εκτός του σεναρίου τέλος πάντων.
Το μόνο που θέλω να πω είναι ότι οι άνθρωποι που τώρα ξεκινούν αυτή τη δουλειά ή που το σκέφτονται και έχουν την ανησυχία ότι αυτή η δουλειά μπορεί να είναι δύσκολη, πρέπει να αποκτήσουν πίστη. Και γενικά όλοι οι νέοι άνθρωποι πρέπει να αποκτήσουν πίστη στον εαυτό τους και να μην είναι απαισιόδοξοι. Θεωρώ ότι όταν έχεις πίστη στον εαυτό σου, γερά θεμέλια και καλούς συνεργάτες μπορείς να κάνεις τα πάντα. Και εμείς κάπως έτσι ξεκινήσαμε, απλώς είχαμε κάποιους σπουδαίους ανθρώπους που πίστεψαν σε εμάς και μας βοήθησαν. Νομίζω ότι υπάρχουν άνθρωποι που είναι εδώ να βοηθήσουν τους νέους και εκείνοι πρέπει απλώς να έχουν πίστη.
Και μακάρι το επάγγελμα αυτό να γίνει πιο επάγγελμα, με την έννοια πως πρέπει κάποια στιγμή να αποφασίσουμε πως η δουλειά του ηθοποιού είναι μια συγκεκριμένη δουλειά που δεν μπορούν να την κάνουν όλοι και δεν μπορούν να την κάνουν άνθρωποι που δεν έχουν καμία σχέση με αυτή και που δεν έχουν σπουδάσει. Αυτό δεν είναι δυνατόν να γίνεται και ειδικά στο θέατρο. Στην τηλεόραση ας κάνουν ότι θέλουν, αλλά στο θέατρο δε γίνεται να παίζει όποιος θέλει, ότι θέλει. Ειδικά σε κλασσικά κείμενα. Δεν μπορεί ο καθένας να κάνει ότι θέλει, δεν μπορεί ο καθένας να παίρνει έναν τραγουδιστή, ένα μοντέλο, έναν οποιονδήποτε και να τον βάζει να παίζει το οτιδήποτε. Αυτά είναι απαράδεκτα, είναι ντροπή το να συμβαίνουν και πραγματικά λυπάμαι πολύ, διότι υπάρχουν συνάδελφοι οι οποίοι αναγκάζονται να παίξουν στις παραστάσεις αυτές για βιοποριστικούς λόγους και είναι κρίμα να γίνεται αυτό. Δεν έχει να πει τίποτα αυτό. Μπορείς αν θες να πάρεις ένα έργο, να το διασκευάσεις, να του αλλάξεις τα φώτα, αλλά να είσαι καθαρός στο κοινό ότι το κάνεις. Θες να διαφημίσεις την παράστασή σου; Διαφήμισέ την, αλλά δεν είναι ο τρόπος αυτός. Το θέατρο πρέπει να έχει καθαρές γραμμές, δεν είναι όλοι για όλα. Υπάρχουν ηθοποιοί οι οποίοι λένε: εγώ είμαι για να κάνω αυτό και εκείνο και φτάνω μέχρις εδώ. Ωραία! Αυτοί είναι ξεκάθαροι ρόλοι. Δεν μπορεί να έρθει όμως ο οποιοσδήποτε και να παίξει κλασσικά κείμενα επειδή απλά είναι ένα πιασάρικο πρόσωπο.
Και να πω κι αυτό και να κλείσω έτσι, η Μαρία Κίτσου που είναι πραγματικά μια συγκλονιστική ηθοποιός, τώρα έγινε γνωστή και την έμαθε όλη η Ελλάδα. Η Μαρία όμως είναι 15 και πλέον χρόνια ηθοποιός, εγώ είχα την τιμή να δουλέψω μαζί της στη «Λυσσασμένη Γάτα». Η Μαρία είναι η καλύτερη ηθοποιός της γενιάς της! Λοιπόν πες μου, ποιος την ήξερε μέχρι χθες; Δεν την ήξερε κανείς. Και ξέρεις γιατί δεν την ήξερε; Γιατί δεν είχε κάνει τηλεόραση. Ωραία, αλλά η Μαρία Κίτσου δεν είναι μόνο η «Λενιώ», έχει παίξει ρόλαρους στο θέατρο, ρόλαρους! Και είναι μια γυναίκα η οποία της αξίζει όλο αυτό το πράγμα που της συμβαίνει αυτή τη στιγμή, όλη αυτή η δημοσιότητα που έχει πάρει. Είναι ένα καθαρό κορίτσι, με πολύ ταλέντο που έχει κάνει αυτή τη σπουδαία πορεία από το μηδέν. Αυτή η γυναίκα είναι μια πρωταγωνίστρια για το θέατρο. Δεν είναι οποιοσδήποτε άλλος τυχαίος.
Το θέατρο πρέπει να παραμείνει στους ανθρώπους του θέατρου, δε γίνεται να το κάνουν όλοι. Ας διαχωριστούν λίγο τα πράγματα. Αφήστε το θέατρο στους ανθρώπους που το έχουν σπουδάσει, που το αγαπούν και που βλέπουν το θέατρο σαν την ψυχοθεραπευτική και τη διαδραστική έννοια που λέγαμε πριν. Αφήστε το θέατρο στους ανθρώπους που αγαπούν αυτόν το χώρο και τον πονάνε. Δεν είναι γκλαμουριά, δημόσιες σχέσεις και celebrities. Το θέατρο είναι μια βαθιά ψυχική διαδικασία και πρέπει να τη σεβαστούμε. Ακριβώς όπως σεβόμαστε, όταν μπαίνουμε σε μια εκκλησία, τη λειτουργία, είτε πιστεύουμε, είτε όχι. Έτσι πρέπει να σέβεσαι και το θέατρο, το οποίο γεννήθηκε εδώ. Δεν έχουμε το δικαίωμα να το αλλοιώνουμε εμείς.
Δε γίνεται στην Αγγλία και στην Αμερική να υπάρχουν σωματεία επαγγελματιών ηθοποιών που για να γραφτείς σε αυτά πρέπει να έχεις ήδη κάποια συγκεκριμένα ένσημα. Στην Αγγλία, θα πάει να παίξει όποιος θέλει στο θέατρο; Όχι, απαγορεύεται! Και στην Ελλάδα που γέννησε το θέατρο όποιος γουστάρει ανεβαίνει σε μια σκηνή και παίζει ότι γουστάρει; Δεν είναι έτσι. Και επαναλαμβάνω, στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο κάντε ότι θέλετε, που και πάλι διαφωνώ, αλλά κάντε ότι θέλετε. Και αν θέλεις ίσως και σε μερικά πράγματα πιο εμπορικά στο θέατρο, κάντε και εκεί ότι θέλετε, αλλά αφήστε τα κλασσικά κείμενα στην ησυχία τους και στους ανθρώπους που αγαπάνε το θέατρο. Μόνο έτσι θα δημιουργηθούν οι αυριανοί θεατές και οι θεατρόφιλοι και το θέατρο θα συνεχίσει να υπάρχει, αλλιώς δεν θα υπάρχει. Αυτή είναι η δική μου άποψη.
«Μήδεια», του Μποστ, λοιπόν και έχουμε τη χαρά και την τύχη να σας απολαμβάνουμε Τετάρτη με Κυριακή στο Θέατρο Θησείον, ένα θέατρο για τις τέχνες που βρίσκεται στο Θησείο στην οδό Τουρναβίτου 7. Μαζί σου επί σκηνής οι εξαιρετικοί Κώστας Τριανταφυλλόπουλος, Γιάννης Δρακόπουλος, Νίκος Πουρσανίδης, Μπέτυ Αποστόλου, Άννα Κλάδη, Μίνα Αδαμάκη και στο πιάνο ο Γιάννης Μαθές!
Γεράσιμε σε ευχαριστώ θερμά για τη σημερινή μας συζήτηση, για τον πολύτιμο χρόνο σου που καταχράστηκα, για τη χαρά και την τιμή που μας έκανες να συζητήσω μαζί σου. Εύχομαι ολόψυχα σε σένα και στους συνεργάτες σου καλή επιτυχία και αυτή τη σεζόν, να είστε πάντα γεροί και δημιουργικοί όπως είστε τώρα, γεμάτοι όνειρα και ιδέες!
Να είσαι καλά, ευχαριστώ πάρα πολύ εγώ! Ήταν μια συζήτηση που νομίζω τα είπα όλα!