ΟΙ ΠΑΓΙΔΕΣ ΘΑΝΑΤΟΥ, ΟΙ ΠΥΞΙΔΕΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ Ο ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
- Ημερομηνία: Τρίτη, 04/10/2016 17:36
H Αλεξία Φωτιάδου μιλάει για τον Παπαδιαμάντη και το δάσκαλό της Δήμο Αβδελιώδη, με αφορμή την παράσταση ΤΟ ΜΥΡΟΛΟΓΙ ΤΗΣ ΦΩΚΙΑΣ – ΤΟ ΚΑΜΙΝΙ.
Τι συνδέει τα δύο αυτά κείμενα του Παπαδιαμάντη «Το Μυρολόγι της Φώκιας – Το Καμίνι» που θα δούμε φέτος στο Θέατρο της Σχολής Καλών Τεχνών;
Ο Παπαδιαμάντης και στα δύο αυτά διηγήματα δεν περιορίζεται στην περιγραφική απεικόνιση, αλλά εισχωρεί, με τρόπο ποιητικό και απόλυτα λυρικό, στο δράμα της ανθρώπινης ψυχής. Στο πρώτο διήγημα, ερχόμαστε σε επαφή με το πένθος για τις απώλειες του παρελθόντος, το οποίο δεν προστατεύει, αλλά παραπλανά και δεν μας επιτρέπει να βιώνουμε με καθαρή ματιά το παρόν, ώστε να αποτρέψουμε τυχόν νέες ''παγίδες θανάτου'', ενώ στο δεύτερο διήγημα, το «Καμίνι της χαράς και του έρωτα», κατακαίει τις κοινωνικές συμβάσεις και αποτελεί δυνατή πυξίδα προς τη ζωή.
Στα κείμενα αυτά συνυπάρχουν και συλλειτουργούν πολλά αντιθετικά στοιχεία, που όλα μαζί εκφράζουν τη ζωή στην ολότητά της, στη χαρούμενη, αλλά και στην πένθιμη διάστασή της. Πρόκειται για μια αντίστιξη θλίψης και χαράς, ζωής και θανάτου.
Στην παράσταση σας παρουσιάζονται αυτόνομα ή υπάρχει ένας συνδετικός κρίκος;
Στην παράστασή μας, η σύνδεση των δύο έργων του Παπαδιαμάντη προκύπτει από την αντιπαραβολή τους, η οποία εκφράζει την αντίστιξη μεταξύ της ζωής και των μορφών της απώλειας. «Το Μυρολόγι της Φώκιας» αναφέρεται στην πένθιμη πλευρά της ζωής, ενώ «Το Καμίνι» υμνεί τον έρωτα για τη ζωή.
Τι σας συγκινεί σε αυτά τα κείμενα;
Η τόσο προσωπική γλώσσα του Παπαδιαμάντη, η οποία μέσα από μια μαγευτική ατμόσφαιρα, υπερβαίνοντας το ηθογραφικό πλαίσιο, δεν περιορίζεται στην περιγραφική γοητεία, αλλά εισχωρεί στα βάθη του ψυχικού κόσμου των ηρώων του.
Τα διηγήματα «Το μυρολόγι της Φώκιας» και «Το Καμίνι» διαποτίζονται από τον ποιητικό του οίστρο και μας μεταδίδουν τον αισθησιασμό και το πάθος που διαπνέουν τη σκέψη και τον ψυχισμό του.
Μας αποκαλύπτουν μια συμφωνία ήχων και εικόνων που περιέχουν απίστευτη ομορφιά σύνθεσης και αγγίζουν τις λεπτότερες αποχρώσεις της ανθρώπινης ύπαρξης, των δυνατοτήτων της και της τραγικότητάς της.
Πολύ συγκινητικό είναι επίσης το γεγονός, ότι παράλληλα με τις κύριες νοηματικές γραμμές του έργου, μέσα από μία προσεκτικότερη ανάγνωση, μας αποκαλύπτονται νοήματα και ιδέες που αποκρυπτογραφούν, με τρόπο αληθινό (ποιητικό ή ρεαλιστικό), τη ζωή. Είναι σαν μια περιπλάνιση στους «νόμους» και στις «αρχές» του φαινομένου της ζωής, η οποία μέσω της ενσυναίσθησης συγκινεί βαθιά. Κατανοούμε αυτό που, μέσω της εμπειρίας μας, γνωρίζουμε και συγκινούμαστε-δονούμαστε συναισθηματικά από αυτό.
Στην παράσταση λειτουργείτε ως ρόλος ή ως αφηγητής που μπαίνει μέσα σε ρόλους προκειμένου να πει την ιστορία;
Στην παράστασή μας, χρησιμοποιούμε την αφηγηματική γραμμή του συγγραφέα, μη παραλλάσσοντας κάποιο στοιχείο του κειμένου. Λειτουργώ ως αφηγητής ο οποίος είναι έξω από τη δράση. Πρόκειται για έναν αφηγητή-παντογνώστη, που γνωρίζει και παρακολουθεί απ’ έξω τα πράγματα και μας τα αφηγείται. Ο αφηγητής μπαίνει μέσα στους ρόλους-δρώντα πρόσωπα του κάθε διηγήματος, προκειμένου να μας αφηγηθεί την ιστορία, η οποία εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας στον παρόντα χρόνο.
Πόσο δύσκολο είναι για έναν ηθοποιό σήμερα να μιλήσει αυτή τη γλώσσα;
Βασικό μέρος της δουλειάς ενός ηθοποιού είναι η ενασχόλησή του με τη γλώσσα, είτε σε επίπεδο νοηματικό (ερευνώντας και ερμηνεύοντας το κείμενο), είτε σε επίπεδο πιο πρακτικό (βιωματικής επαφής με τη γλώσσα ως φορέας αυτής).
Η εμπειρία μου μου λέει πως για έναν ηθοποιό είναι δύσκολο να μιλήσει οποιαδήποτε γλώσσα, εάν πριν δεν έχει επικοινωνήσει σε βάθος και με συνέπεια μαζί της. Αν καταλάβουμε ότι δεν καλούμαστε να δώσουμε τη δική μας ερμηνεία στα πράγματα (γεγονός που από αμηχανία ή άγνοια μπορεί να οδηγήσει σε παρερμηνείες), αλλά καλούμαστε να υπηρετήσουμε το πνεύμα του συγγραφέα, τα πράγματα αρχίζουν και γίνονται ευκολότερα. Αυτό που έχουμε να κάνουμε ως ηθοποιοί, είναι να προσπαθήσουμε να ξεκλειδώσουμε τη γλώσσα του συγγραφέα και να είμαστε πιστοί στις προθέσεις του, στα αισθήματα και στις ιδέες του.
Στην περίπτωση αυτή, ο ηθοποιός παύει να νιώθει αμηχανία και ανασφάλεια και όντας καλός αγωγός μεταξύ συγγραφέα και θεατών, απολαμβάνει ένα βαθύ αίσθημα συγκίνησης και βαθιάς απόλαυσης.
Η περίπτωση βέβαια της καθαρεύουσας έχει μια ιδιαίτερη σημασία και πολύ περισσότερο η γλώσσα του Παπαδιαμάντη, λόγω του ιδιαίτερου τρόπου που την έχει συνθέσει. Πρόκειται κατά τη γνώμη μου, για μια μορφή της ελληνικής γλώσσας (που σαν εξέλιξη της αρχαίας γλώσσας εμπεριέχει αρχαϊκά στοιχεία) που ως φορέας δυνατότερων ενεργειών δονεί εντονότερα από άλλες -απλούστερες γλώσσες- το ανθρώπινο σώμα, συμπεριλαμβανομένης της ψυχής και του νου.
Πέρα από τα νοήματα, μας δίνει τη δυνατότητα να επικοινωνήσουμε μαζί της και να υπηρετήσουμε τις ιδέες που εμπεριέχει, με έναν τρόπο πιο βιωματικό. Πρέπει όμως να ξεπεραστεί η παγίδα της «λογολαγνείας» και να παραμείνει η κάθε λέξη φορέας νοήματος, μέσω της δικής μου πνοής, δηλαδή της πνοής του ηθοποιού.
Όπως τα μουσικά όργανα ακολουθούν το ρυθμό και τη μελωδία της παρτιτούρας, τις παύσεις και τα κρεσέντα της, έτσι και η γλώσσα του Παπαδιαμάντη δίνει τη δυνατότητα στον ηθοποιό, με την ίδια μέθοδο, να εκτελέσει μια πραγματική ερμηνεία.
Σε αυτή τη συνειδητοποίηση και στη «μύησή» μου σ’αυτό τον τρόπο δουλειάς, η παρουσία του Δήμου Αβδελιώδη έπαιξε καθοριστικό ρόλο για εμένα.
Ο Δήμος Αβδελιώδης έχει μια ιδιαίτερη μέθοδο σχετικά με τη χρήση της γλώσσας. Ως ηθοποιός πώς την προσλαμβάνετε;
Στη μέθοδο του Δήμου του Αβδελιώδη, όλα στηρίζονται στην εκφορά του λόγου, στην ερμηνεία της φωνής του κειμένου με λογικές και μουσικές παραμέτρους (σαν μια παρτιτούρα) που απελευθερώνουν το νόημα, με αποτέλεσμα η επαφή με το κείμενο να γίνεται μία βιωματική εμπειρία, καθώς τα πάντα ενσαρκώνονται μπροστά στο κοινό ζωντανά. Αυτό μεταδίδει σαφώς ισχυρότερη συγκίνηση. Όπως ο ίδιος ο σκηνοθέτης έχει πει: «Αν ο σκοπός κάθε έντεχνου έργου είναι η βαθιά συγκίνηση, μέσα από την κατανόηση μιας μεγάλης η μιας μικρής αλήθειας, τότε οι όροι και οι κανόνες που τίθενται γι' αυτόν ακριβώς το σκοπό ενυπάρχουν μέσα στο ίδιο το έργο και όχι έξω από αυτό, αρκεί να τους αναγνωρίσουμε», καθώς και ότι «Οι γλώσσες δεν φταίνε που είναι νεκρές , αλλά εμείς που δεν ξέρουμε να τις διαχειριστούμε, έτσι ώστε να αποκτήσουν σημασία και νόημα».
Ως ηθοποιός είναι μεγάλη μου χαρά να μπορώ να μετέχω σ’αυτή τη διαδικασία.
Πώς δέχεται ο θεατής το κείμενο;
Η προσπάθεια μεταφοράς τέτοιων κειμένων στο θέατρο δεν θεωρώ πως είναι εύκολη υπόθεση.
Παρόλα αυτά, ο πλούσιος κόσμος του Παπαδιαμάντη και η ευαισθησία και υψηλή αισθητική του Δήμου Αβδελιώδη φαίνεται πως συνδυάζονται με τρόπο που καταφέρνει να μεταφέρει τον θεατή σε άλλο χρόνο και άλλο τόπο από τον φυσικό, στο χρόνο και τον τόπο της σκηνικής δράσης. Υπάρχουνε στιγμές υψηλής ποιητικής αξίας, που ο θεατής ακόμη και αν δυσκολεύεται να παρακολουθήσει με λογικούς όρους το έργο, το κατανοεί μέσω της συναισθηματικής δόνησης που του προκαλείται. Πρόκειται για μια μυσταγωγία, όπου ηθοποιός και θεατές καλούμαστε να κοινωνήσουμε στον μυστηριώδη και μαγευτικό κόσμο του Παπαδιαμάντη.
Μετά το τέλος της παράστασης οι θεατές μας ανταποδίδουν τη συγκίνηση που έχουν λάβει κατά τη διάρκεια της παράστασης και αυτή η ανταλλαγή είναι ένα από τα σημαντικά πράγματα της δουλειάς μας.
Τι άλλο ετοιμάζετε φέτος;
Υπάρχουν κάποιες σκέψεις, αλλά δεν έχουμε ακόμη καταλήξει. Προς το παρόν η ενέργειά μου είναι προσανατολισμένη στην παράστασή μας «Το Μυρολόγι της Φώκιας-Το Καμίνι» που περιμένουμε με χαρά, σε λίγες μέρες, να παρουσιάσουμε και στο κοινό της Αθήνας.
Θα ήθελα να συμπληρώσω πως νιώθω πολύ τυχερή γιατί δουλεύω πάνω στις σκέψεις και την ευαισθησία ενός σπουδαίου συγγραφέα, εμπλουτισμένες με το λεπτό και καθαρό άγγιγμα ενός σπουδαίου σκηνοθέτη.