Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΚΟΥΡΤΗ ΣΤΗ ΣΕΜΙΝΑ ΔΙΓΕΝΗ
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 19/11/2018 14:33
Έφυγε από τη ζωή μετά από βαριά επιδείνωση στην υγεία του, σε ηλικία 78 ετών, ο συγγραφέας Γιώργος Σκούρτης.
Ακολουθεί η τελευταία του συνέντευξη, στη Σεμίνα Διγενή:
Στον Γιώργο Σκούρτη -πάντα πίστευα πως-χρωστάμε πολλά. Μας δώρισε σπουδαία έργα, μεγάλα τραγούδια, συναρπαστικά βιβλία. Εμείς τι του δώσαμε;
Συνέντευξη στη Σεμίνα Διγενή.
Είναι ο δημιουργός του ''Θρίλερ του Έρωτα'', του ''Παραληρήματος'', των ''Ιστοριών με τα πολλά στρας'', του ''Συμποσίου της Σελήνης'', του ''Μανιφέστου'', του ''Έτσι κι αλλιώς κι αλλοιώτικα'', του ''Κίλερ'', των ''Μονολόγων πληγωμένων ανδρών'', της ''Εκποίησης'', των ''Ασκήσεων Έρωτα'', του ''Μπάτσου'', των ''Μουσικούς'', των ''Εκτελεστών''... Δικά του και το ''Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί'', οι ''Μετανάστες'', τα ''Κομμάτια και θρύψαλα'' οι 'Νταντάδες'' και τόσα ακόμη.
Πιστεύει πως τα τελευταία χρόνια έχουμε μάθει να ζούμε σαν νεκροζώντανοι και πως το χάχανο που προβάλλεται από παντού, είναι η χείριστη δημαγωγία! Έτσι έχει πει. Σήμερα, σ αυτήν την συνέντευξη, λέει περισσότερα.
-Έχετε πει ότι η οργή σας έκανε συγγραφέα. Παραμένετε οργισμένος;
Ακόμη χειρότερα, γιατί τώρα είμαι οργισμένος και ενάντια στον χρόνο. Καλά δεν ήμουνα 69 χρονών; Γιατί να πάω 70; Αυτό μου τη δίνει.
-Η λέξη «καθάρματα» υπάρχει πολλες φορές στα κείμενά σας. Στους «Μουσικούς» τους λέτε «τομάρια». Και μάλιστα γράφετε: «Κοίταξέ τους. Φοράνε γραβάτες και φουλάρια για να κρύψουν τη θηλειά στο λαιμό τους, όμως κοίταξέ τους. Πνίγονται.» Το πιστεύετε πάντα;
Απολύτως. Και για τα θεατρικά και για τα πεζά. Αλλά και για τη ζωή μας. Δεν πνίγουν μόνο εμάς τα τομάρια, πνίγονται και τα ίδια κι ας βγαίνουν στις τηλεοράσεις χαμογελαστοί και στιβαροί. Τα καθάρματα καίγονται μέσα τους, όπως εμείς καήκαμε στο Μάτι. Καθημαγμένες προσωπικότητες.
-Ξεκινήσατε το 1970 με τους «Νταντάδες» στο Θέατρο Τέχνης κι από τότε είστε ο πιο πολυπαιγμένος Έλληνας συγγραφέας στο Υπόγειο του Κουν. Πώς ξεκίνησε η συνεργασία σας;
Το΄γραψα στο Παρίσι, ζούσαμε τότε εκεί με τη γυναίκα μου, την Αγγελική Ελευθερίου (άλλο μεγάλο ταλέντο στην υποκριτική και στην ποίηση, αδελφή του Μάνου) και τον γιο μας τον Σπύρο, δύσκολη ζωή οικονομικά, αλλά εγώ δεν κώλωνα, μετά το (όποιο) μεροκάματο καθόμουν κι έγραφα, στο ένα και μοναδικό δωμάτιο κι έπαιζα ταυτόχρονα κάποιες στιγμές με τον γιο μου ή τσακωνόμουν με τη μάνα του για ψύλλου πήδημα, όμως το έργο το τέλειωσα και το έστειλα στο Θέατρο Τέχνης, χωρίς να ξέρω ή να με ξέρει κανείς, το διάβασαν και μου απάντησαν πως θα το ανεβάσουν. Πλάκα είχε – τι πλάκα, για κλάματα ήταν – το κουτσομπολιό στο σινάφι που δεν με ήξερε. «Ποιος ειν΄αυτός ο Σκούρτης απ΄το Παρίσι…!» (Ο Λαζάνης μου είχε πει ότι επέλεξαν τους «Νταντάδες» ανάμεσα σε 36 έργα που τους είχαν καταθέσει άλλοι συγγραφείς). Έχω καμπουριάσει απ΄τα πολλά «πισώπλατα». Εφτά έργα μου έχουν παιχτεί στο Θ.Τ. και μία μετάφραση-απόδοση των «Ιππέων» του Αριστοφάνη στην Επίδαυρο, σε σκηνοθεσία Λαζάνη, με καταπληκτική μουσική του Μίκη και σκηνικά- κουστούμια του Διονύση Φωτόπουλου. Δυστυχώς, ο Μίκης ξεπούλησε στην κυριολεξία τα δικαιώματα της μουσικής σ΄έναν σαλτιμπάγκο της τότε δισκογραφίας κι έτσι χαντάκωσε και τον εαυτό του – καλλιτεχνικά και οικονομικά – αλλά και τη δική μου δουλειά. Δεν έχει ξανανέβει από τότε.
-Πώς ήταν οι σχέσεις σας τότε με το Θ.Τ. και πώς σήμερα;
Τους θαύμαζα, τους σεβόμουν και τους αγαπούσα όλους, με πρώτο τον μεγάλο Δάσκαλο. Το ίδιο πιστεύω κι αυτοί. Το Θ.Τ. ήταν το θεατρικό μου σπίτι, η θεατρική μου οικογένεια. Σήμερα είναι… αλλιώς. Κάποιος «καπέλωσε» τα πάντα στο Θ.Τ. και μ΄έκοψε εντελώς! Το πάει ο νους σου; Τώρα γράφω ασταμάτητα καινούργια και πρωτοποριακά έργα και θέλω να τα δω να παίζονται.
-Σας αρέσει να παρακολουθείτε τις πρόβες έργου σας; Παρεμβαίνετε;
Γράφω τις εντελώς απαραίτητες οδηγίες για την κατανόηση στην πρώτη ανάγνωση. Να σκεφτείς κάποτε συναντηθήκαμε με έναν σκηνοθέτη που θα ανέβαζε έργο μου κι αμέσως μου πετάει «έχω μια άποψη που θα τρελαθείς!» Κάτσε, ρε μάγκα, του λέω, εγώ το έγραφα πέντε χρόνια κι εσύ με μια ανάγνωση σχημάτισες και άποψη; Αποτέλεσμα; Μια οικτρή, ακατανόητη παράσταση, ούτε εγώ δεν καταλάβαινα τι γινόταν που είχα γράψει το έργο, φαντάσου οι άμοιροι οι θεατές. (Και με ρωτάς αν είμαι οργισμένος ακόμα και τώρα που μπήκα στην… ακμή των γηρατειών;) Εγώ θέλω ο σκηνοθέτης να με έχει ανάγκη στις πρόβες. Υπάρχει καλύτερος φίλος της παράστασης από τον συγγραφέα; Ποιος ξέρει καλύτερα τα «μυστικά»; Έτσι ήταν και η συνεργασία με τον Κουν, τον Λαζάνη, τον Κουγιουμτζή. Τους ηλίθιους υπερόπτες σκηνοθέτες τους έχω χεσμένους, γιατί την έχω πατήσει 2-3 φορές, ναι, εγώ ο έμπειρος έπεσα στην παγίδα τους και πλέον δεν δίνω έργο μου – πόσο μάλλον καινούργιο κι άπαιχτο – σε τέτοιους σκηνοθέτες Για τα ήδη παιγμένα έργα ή τα παλιά κλασικά δέχομαι μια καινούργια εμπνευσμένη επέμβαση του σκηνοθέτη, όχι όμως να αλλάζουν το έργο γράφοντας άλλο οι ίδιοι!
-Υπάρχουν κάποιες άλλες παραστάσεις έργων σας που έχετε ξεχωρίσει;
Η πρώτη παράσταση του Αρμένη με τα «Κομμάτια και θρύψαλα» - η δεύτερη ήτανε για πέταμα – «Το θρίλερ του έρωτα» στο Εξαρχείων» -στο Άλσος Παγκρατίου, με το Ελεύθερο Θέατρο και, οπωσδήποτε, η ΑΠΕΡΓΙΑ από το Εργαστήρι Θεσσαλονίκης, στο ΚΘΒΕ. Είχε γίνει το σώσε!
-Σας έχουν κατατάξει σε κάποια φόρμα θεάτρου μέχρι τώρα ή αυτά είναι θέματα που θα απασχολήσουν τους μέλλοντες σχολιαστές του ελληνικού θεάτρου;
Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος που είχε προλογίσει στην πρεμιέρα το έργο μου ΟΙ ΗΘΟΠΟΙΟΙ είχε πει κάτι πολύ πολύ σημαντικό. Είπε κατά λέξη «με το έργο αυτό του Σκούρτη, το θέατρό μας φτάνει στην κορύφωσή του.» Έχω ένα πολύ βαρύ φορτίο πετυχημένων θεατρικών, πεζών και κάπου δύο χιλιάδες άρθρα σε εφημερίδες και διαδικτυακούς τόπους. Έχω και λίγα τραγούδια π.χ. το «Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί» και την ενότητα «Μετανάστες» με μουσική του Μαρκόπουλου.
-Απορώ πώς και η Ακαδημία δεν σας έχει τιμήσει, για το σύνολο του έργου σας;
Με ξέρουν; Δεν νομίζω. Πενήντα χρόνια είμαι στις επάλξεις του θεάτρου και της λογοτεχνίας, με έργα μου που θα μείνουν ξεχωριστά στο ρεπερτόριο του πολιτιστικού μας γίγνεσθαι και η Ακαδημία με αγνοεί. Ήθελα να΄ξερα, ούτε ο Θανάσης Βαλτινός ξέρει το κάτι τις για μένα;
-Τι ακριβώς είναι το ''Σοκ'';
Το ΣΟΚ είναι σπονδυλωτό που παίζεται σαν ένα έργο, όπως τα «Κομμάτια και θρύψαλα» και οι «Εφιάλτες» κι από δω και πέρα μπορεί ένας θίασος να «μοντάρει» ένα έργο με κομμάτια κι από τα τρία. Θα παιχτεί τον χειμώνα στο Στούντιο Κυψέλης, οπότε θα ξανασυναντηθώ με τους θεατές μου ύστερα από δέκα χρόνια – πολλά, ε; Το χειμώνα θα παιχτεί και δεύτερο θεατρικό μου έργο και θα εκδοθούν δύο πεζογραφήματα.
-“Σκούρτης reloaded”, δηλαδή.
Κάπως έτσι. Το ΣΟΚ είναι τολμηρό έργο και σοκαριστικό. Κι ο θίασος Θεατρίνων Θεατές με τον Γιώργο Λιβανό πιστεύω πως θα κάνουν δυνατή παράσταση γιατί μόνο έτσι μπορεί να «σταθεί» η τολμηρή θεματογραφία και γλώσσα. Το δεύτερο θεατρικό είναι το ρέκβιεμ της Αριστεράς, ο θάνατος της Αριστεράς απ΄την μεταπολίτευση μέχρι…χτες και σήμερα.
Όσο για τα πεζά μου, μ΄έχουν χαρακτηρίσει «κοινωνικό χειρουργό». Πιστεύω ότι θέλουν δυνατούς αναγνώστες.
-Τα πιο πολλά έργα σας «εμπνέονται» από τους δικούς μας αρχαίους. Γιατί;
Απ΄αυτούς έμαθα σ΄αυτούς επιστρέφω, για να εμπνευστώ και να εκφράσω τις σημερινές τραγικές καταστάσεις που περνάμε εξ αιτίας της ηλίθιας δημοκρατικής ψήφου μας και της υπακοής στα «τέσσερα» των ανάξιων πολιτικών μας στη Νέα Τάξη Πραγμάτων.
-Το έργο σας ''Μπεκεκέτ'', τι ακριβώς είναι;
Εμπνευσμένο απ΄τον Μπέκετ και το Περιμένοντας τον Γκοντό. Το΄στειλα στο ΚΒΘΕ και μου απάντησαν πως θα ανεβάσουν τον ΓΚΟΝΤΟ του Μπέκετ. Και όμως, πιστεύω πως σε πολλούς θα άρεσε πιο πολύ από του Μπέκετ, γιατί είναι δικό μας, μιλάει για μας, το χάλι μας….Τους είπα να τα ανεβάσουν και τα δυο, άλλωστε πρωτότυπη κίνηση θα ήταν, δεν έχει ξαναγίνει….Μπα. Τίποτα. Μ΄έγραψαν.
-Και σήμερα; Τι κάνετε εσείς, ένας δάσκαλος – πολλοί συνάδελφοί σας διδάσκουν, εσείς ποτέ.
Στην….ελευθερία μου να είμαι καταδικασμένος να γράφω κάθε μέρα. Τελειώνω ένα θεατρικό κι ένα πεζό. Ας μείνουν στο κομπιούτερ, αφού όλοι ψάχνουν για ξένα μπεστ σέλερς και γνωστά έργα παιγμένα από διάσημους ξένους πρωταγωνιστές. Όσο για το διδασκαλίκι δεν κάνω εγώ. Ούτε λεφτά θέλω να παίρνω από άσχετους, που τους τη βάρεσε, ότι ντε καλά είναι θεατρικοί συγγραφείς, ούτε να τους μιλάω για τα «μυστικά» και να μην καταλαβαίνουν. Θέλω σπουδαστές πιο έξυπνους από μένα.
Άντε τώρα γεια σου και σ΄ευχαριστώ για την εκ βαθέων κουβέντα μας.