Η ΛΕΝΑ ΚΙΤΣΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟ ΟNLYTHEATER

Η ΛΕΝΑ ΚΙΤΣΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟ ΟNLYTHEATER


3.4/5 κατάταξη (7 ψήφοι)

Η Λένα Κιτσοπούλου είναι αναμφίβολα μια ιδιαίτερη καλλιτέχνις, που σε λίγες μέρες θα αναμετρηθεί με μια ιδιαίτερη ηρωίδα του Αριστοφάνη, τη Λυσιστράτη, μια γυναίκα που ανέτρεψε την καθεστηκυία τάξη των πραγμάτων, διεκδικώντας το αυτονόητο.

«Στην παράστασή μας η Λυσιστράτη είναι ένα πρόσωπο που παρατηρεί τα γεγονότα, μία απόμακρη φυσιογνωμία που δρα έντονα στις καίριες στιγμές, στις απαραίτητες στιγμές. Πιστεύω ότι, όπως όλες οι ηγετικές φυσιογνωμίες, είναι σιωπηλή και εκρήγνυται απρόσμενα, ταράζοντας τα νερά. Ο λόγος της ανατρέπει το αναμενόμενο. Κι αυτό την κάνει ελκυστική. Δεν συμπαθεί ιδιαίτερα κανέναν. Είναι μόνη. Αυτό την κάνει να βλέπει καθαρά. Δεν ανήκει σε ομάδα, ούτε είναι, κατά τη γνώμη μου, υπέρ των γυναικών. Είναι υπέρ ενός λίγο καλύτερου κόσμου, ενός πιο υγιούς πολιτικού συστήματος και ενός πιο υγιούς οικογενειακού πυρήνα, ο οποίος θα στηρίξει την εξυγίανση του κράτους. Ουσιαστικά προσπαθεί να αλλάξει τα αρρωστημένα μυαλά τόσο των αντρών όσο και των γυναικών», λέει η Λένα Κιτσοπούλου.

Μοιάζει με μια σύγχρονη ακτιβίστρια άραγε; «Είναι ένας άνθρωπος που κάνει κάτι ανατρεπτικό, ρισκάροντας τη ζωή του. Κάνει δηλαδή μία αληθινή επανάσταση», συνεχίζει.

Κάτι μου λέει ότι αυτή η Λυσιστράτη της μοιάζει, αφού κι αυτή με το προσωπικό της ύφος χαράσσει το δικό της δρόμο στο θέατρο. Η ίδια λέει: «Θα αναγκαστεί να μου μοιάσει, αλλιώς δεν θα μπορέσω να την παίξω. Αυτοί οι ρόλοι είναι ωραίοι ρόλοι, γιατί σου δίνουν τη δυνατότητα να τους βρεις μέσα σου. Αυτοί οι ρόλοι σε ξέρουν καλύτερα απ’ ό,τι τους ξέρεις εσύ. Προσωπικά, δεν πιστεύω σε ένα καλύτερο αύριο, ούτε πιστεύω στις ομαδικές επαναστάσεις. Πιστεύω μόνο στις προσωπικές επαναστάσεις, οπότε μπορεί και να παίξω το ρόλο έτσι. Σαν μία προσωπική επανάσταση, σαν ένα προσωπικό μου ψώνιο, επειδή ένα βράδυ βαρέθηκα να κάθομαι και να υπομένω τα ίδια και τα ίδια και είπα να ρισκάρω τη ζωή μου, μήπως και η θέα του θανάτου με ξυπνήσει. Ταυτόχρονα, ο Αριστοφάνης μου χαρίζει ωραία λόγια και χτίζει για μένα ένα γερό οικοδόμημα λόγου και σκέψης. Έτσι λοιπόν, λέγοντας σοφά πράγματα και με μία σωματική διάθεση ανάτασης, ίσως και να πείσω ότι κάπως έτσι θα ήταν και η Λυσιστράτη αν υπήρχε».

Η Λυσιστράτη διεκδικεί ειρήνη, μια ειρήνη που και τότε αλλά και σήμερα, μοιάζει τόσο ανέφικτη. Κι εκείνη θεωρεί ότι η ηρωίδα της μάχεται για το ανέφικτο, όμως, όπως λέει: «για μένα η πίστη στο ανέφικτο, είναι η μόνη πίστη που μπορεί να σε σηκώσει από τον καναπέ σου. Και η μόνη πίστη για την οποία αξίζει να ζεις».

Και συνεχίζει: «Με ενδιαφέρει η πορεία της σκέψης της, και η διαδρομή της μέσα στην συγκεκριμένη παράσταση. Θέλω να αναπνέω και να γεύομαι κάθε μου λέξη και κάθε μου βήμα. Να πω μία προσωπική ιστορία και κάποιοι να την καταλάβουν».

- Ίσως σήμερα μας χρειάζονται «Λυσιστράτες», αλλά αναρωτιέμαι πώς να ζήσουν σε αυτή την κοινωνία. «Φυσικά υπάρχουν και δυστυχώς η κοινωνία μας δεν τις έχει ανάγκη, όπως έχει αποδειχτεί μέχρι σήμερα. Εάν η Αμερική ψηφίσει τον Τραμπ, καταλαβαίνουμε ποιον έχει ανάγκη η κοινωνία. Η κοινωνία δυστυχώς, έχει ανάγκη αυτό που της μοιάζει. Και αυτό αποδεικνύει ότι η κοινωνία ήταν, είναι και θα παραμείνει άρρωστη. Οι εξαιρέσεις θα πορεύονται μόνες τους και ο κόσμος δεν θα αλλάζει. Όποιος ανήκει στις εξαιρέσεις, το ξέρει καλά μέσα του και περνάει καλά με την μοναξιά του και ευχαριστεί κάθε μέρα τον Θεό που είναι μόνος», απαντάει στη σκέψη μου η Λένα Κιτσοπούλου, που θεωρεί ότι αν σήμερα έγραφε ο Αριστοφάνης, μπορεί «η ηρωίδα του να ήταν ένα περιστέρι στο Σύνταγμα, ζωσμένο με εκρηκτικά, ή μπορεί να ήταν ένα θαλάσσιο κήτος στο Αιγαίο, που θα ρουφούσε όλη τη θάλασσα, έτσι ώστε η χώρα μας να γίνει έρημος και κανείς να μην θέλει να την αγοράσει. Και να πάψουμε κι εμείς να την λυπόμαστε. Ξέρω κι εγώ;»

Η συνάντησή της με τον Μιχάηλ Μαρμαρινό πάντως, υπόσχεται μια διαφορετική προσέγγιση του Αριστοφάνη. «Ο Μαρμαρινός έχει μία ποιητικότητα, μία μουσικότητα, φτιάχνει ατμόσφαιρες στις σκηνοθεσίες του, φτιάχνει χώρους και επιτρέπει τόσο την απλότητα, όσο και την εξέγερση, αφήνει την κυκλοφορία των ανθρώπινων σωμάτων μέσα στην παράστασή του, χωρίς να εκβιάζει το συναίσθημα του θεατή, ή να βιάζει το αποτέλεσμα. Έχει άρσεις και ερωτηματικά και όχι λύσεις στα πράγματα. Αυτό που κάνει, φωτίζει πολύ την σκοτεινή και μελαγχολική πλευρά του Αριστοφάνη, η οποία για μένα είναι εξίσου πολύτιμη, όσο και το αιχμηρό του χιούμορ. Και απαραίτητη, ώστε να φωτιστεί το πραγματικά κωμικό του Αριστοφάνη, το οποίο πηγάζει από την απελπισία του και όχι από κάποια επιφανειακά αστεία, τα οποία δυστυχώς τονίζονται πολύ σε παραστάσεις που όλοι έχουμε δει και “μικραίνουν’’ το μεγαλείο αυτού του συγγραφέα».

Η ίδια είναι και σκηνοθέτης και δημιουργός, μια ισχυρή καλλιτεχνική προσωπικότητα που τώρα καλείται να προσαρμοστεί στο όραμα ενός άλλου καλλιτέχνη που έχει επίσης το δικό του ύφος. Τη ρωτάω αν είναι εύκολη αυτή η διαδικασία. «Δεν είναι καθόλου εύκολη, απλώς στην συγκεκριμένη συνεργασία, ο Μ. Μαρμαρινός μου άφησε πολύ ελευθερία, ώστε να φέρω προσωπικούς τρόπους έκφρασης στον ρόλο και μπόρεσα να λειτουργήσω, όπως και στα δικά μου πράγματα. Αισθάνομαι μεγάλη ευγνωμοσύνη γι’ αυτό και μεγάλο κέρδος, γιατί είδα και εγώ πώς και αν τελικά μπορώ να συνδιαλλαγώ με έναν δημιουργό διαφορετικής αισθητικής από την δικιά μου, κρατώντας ακέραιο τον δικό μου τρόπο έκφρασης. Ασχέτως αποτελέσματος, για μένα η διαδικασία ήταν ένα προχώρημα, με έχει ήδη μετατοπίσει και ευχαριστώ τον Μαρμαρινό για την γενναιοδωρία του», μου απαντάει αφοπλιστικά.

Μετά τη Λυσιστράτη δεν πρόκειται να ξεκουραστεί, αφού την περιμένει ένας γεμάτος χειμώνας. Το φθινόπωρο θα σκηνοθετήσει μία παράσταση για το Ωνάσειο της Νέας Υόρκης, στα πλαίσια ενός φεστιβάλ που διοργανώνεται με θέμα την Αντιγόνη και την επανάσταση στην εφηβεία, θα κάνει μία έκθεση με σχέδια και γλυπτά στην γκαλερί Breeder, ενώ θα επαναλάβει το τελευταίο της έργο «...η ανουσιότητα του να ζεις» για μία εβδομάδα στο θέατρο Saint Gervais της Γενεύης. Mετά ετοιμάζει κάτι καινούργιο για την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού. Πέρσι μάλιστα βρέθηκε στη Γερμανία σκηνοθετώντας την "Έντα Γκάμπλερ". Είναι από τους λίγους δημιουργούς που καταφέρνουν να περάσουν τα σύνορα της χώρας. «Αυτό που μας εμποδίζει είναι η οργάνωση. Στο εξωτερικό υπάρχει πλαίσιο στήριξης και θεσμοί που ασχολούνται μόνο με τον τομέα της εξαγωγής και της προώθησης. Εδώ δεν υφίσταται κάτι τέτοιο. Οπότε, δυστυχώς πάνε χαμένες πολλές παραστάσεις, που κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε να ταξιδεύουν», εξηγεί. «Το ελληνικό θέατρο είναι αυτό που πρέπει να είναι. Το θέατρο καθρεφτίζει την πραγματικότητα. Αν τώρα, αρχίσουμε να οραματιζόμαστε ιδανικές συνθήκες πολιτικές, νομικές, οικονομικές, οι οποίες μπορούν να στηρίξουν τον πολιτισμό όπως πρέπει, αν δηλαδή, θελήσουμε να μας φανταστούμε ως ένα πολιτισμένο και υγιές κράτος, τότε θα πάμε όλοι να αυτοκτονήσουμε. Το γεγονός είναι, ότι σύμφωνα με τις υπάρχουσες συνθήκες, το ελληνικό θέατρο βρίσκεται σε μία απόλυτα φυσιολογική κατάσταση. Συμβαίνουν υπέροχα πράγματα, συμβαίνουν μέτρια πράγματα και συμβαίνουν και κάκιστα πράγματα. Όπως άλλωστε σε κάθε χώρα».


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.