'Η ΕΠΙΜΟΝΗ ΕΙΝΑΙ Η ΜΟΝΗ ΕΛΠΙΔΑ'

'Η ΕΠΙΜΟΝΗ ΕΙΝΑΙ Η ΜΟΝΗ ΕΛΠΙΔΑ'


4.7/5 κατάταξη (3 ψήφοι)

Έρωτες, συγκρούσεις, πάθη, πειρασμοί, ντίβες της νύχτας, σουξέ, ψέμματα, ζημιές, κίνδυνοι, μυστικά, φιλοδοξίες, ίντριγκες, λαμέ, σαμπάνια και βαρύ μακιγιάζ. Σε ένα οδοιπορικό στη μακριά Νύχτα, της άσωτης δεκαετίας του '80, μας προσκαλεί η παράσταση «Αυτή η νύχτα μένει», βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Θάνου Αλεξανδρή, σε σκηνοθεσία Κίρκης Καραλή, που παρουσιάζεται στο ανακαινισμένο θέατρο «Δημήτρης Ροντήρης».

Η θεατρική παράσταση «Αυτή η νύχτα μένει», που σκηνοθετεί η Κίρκη Καραλή και βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Θάνου Αλεξανδρή, ανατρέχει στα θρυλικά σκυλάδικα της επαρχίας και ζουμάρει σε ένα κολάζ ανθρώπων που μαγνητίζεται από λαϊκά τραγούδια και παρασύρεται σε ένοχες νύχτες. Άγρια πάθη, που αποκτούν σκηνική υπόσταση, με αφορμή τα ερωτικά τραγούδια της πίστας, αλλά και τα «Αποσπάσματα ερωτικού λόγου» του Ρολάν Μπαρτ. Ιστορίες που έχουν κάτι από τη μαγεία του «Ονείρου καλοκαιρινής νύχτας» του Σαίξπηρ και από την ψυχρότητα ενός αστυνομικού ρεπορτάζ. Υλικά που κάνουν μια «χημική» αντίδραση με το αλκοόλ της Νύχτας.
Μια παράσταση για την παρηγοριά των σκυλάδικων, για τους ανθρώπους που στα σκοτάδια δείχνουν ομορφότεροι και για τη νύχτα - που όπως κι ο έρωτας- έχει μεταμορφωτική επίδραση σε όσους κοινωνήσουν τα μαγικά της φίλτρα. Ο έρωτας, γράφει κάπου ο Μπαρτ, δεν είναι παρά ένα πρόγραμμα που πρέπει να διανυθεί. Αυτό είναι το έργο. Τρίπολη, Πύργος, Σπάρτη, Καλαμάτα, Πάτρα, Άργος, Καστοριά, Αλεξανδρούπολη, Βέροια, Ορεστιάδα, Λαμία, Τρίκαλα, Λάρισα, Θεσσαλονίκη, Αθήνα και άλλες πόλεις σε ένα road trip στα ΄80s. Aπ' την πρώτη κρυάδα μέχρι την οριστική μεταμόρφωση: την εθιστική ντόπα της Νύχτας. Η σκηνοθέτις της παράστασης, Κίρκη Καραλή, μιλάει στο ethnos.gr για το πώς έφτασε στο βιβλίο, για τα σκυλάδικα που γνώρισε εξ αφορμής της παράστασης, για τον κόσμο της νύχτας αλλά και για την Ελλάδα που δημιουργεί.

Ως νέα σκηνοθέτις μοιάζει να αναζητάτε να ανακαλύψετε την σημερινή Ελλάδα μέσα από μια δεκαετία που άλλαξε τα πάντα για τη χώρα. Ισχύει;

Σωστά. Η διαδικασία της έρευνας, των προβών και της παράστασης, δεν είχε μια προκαθορισμένη απόφαση εκ μέρους μου ως προς τον συσχετισμό των δύο εποχών. Όλοι μαζί, ηθοποιοί και συνεργάτες, βλέπαμε στις πρόβες τα σημεία που η εποχή της παράστασης θυμίζει τη σημερινή ή τα σημεία στα οποία έχει τεράστια απόκλιση. Ανατρέξαμε στην πρόσφατη ιστορία μας, μόλις 30 χρόνια πίσω, και ως «μελετητές» δεν είμαστε ακόμη σε θέση να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα. Απλώς ψαχουλεύουμε μέσω της τέχνης μας. Το κοινό, αποδέκτης της ατμόσφαιρας που φέρει η παράσταση, μπορεί να εισπράξει μια αίσθηση της δεκαετίας του ’80 και να σκεφτεί ατομικά τι μας συνέβη τα τελευταία 30 χρόνια.

Βαριά η κληρονομιά του Νίκου Παναγιωτόπουλου. Σας φόβισε η σύγκριση;

Δεν το σκέφτηκα ποτέ. Για να υπάρξει σύγκριση χρειάζονται τρία δεδομένα. Ο «κριτής» να έχει δει την ταινία του Παναγιωτόπουλου, να έχει διαβάσει τονβιβλίο του Αλεξανδρή και να έχει δει την παράστασή μας. Αν το έκανε αυτό, θα βρισκόταν μπροστά σε τρία ασύγκριτα μεγέθη. Ο Θάνος Αλεξανδρής έγραψε ένα βιβλίο με τις εμπειρίες του από τα σκυλάδικα της επαρχίας της δεκαετίας του ’80, με εκατοντάδες χαρακτήρες, με δεκάδες πόλεις, με πολλές τρελές ιστορίες που συμπυκνώνονται σε δυο γραμμές ή σε δέκα σελίδες. Είναι ένα βιβλίο που μπορείς να βγάλεις πάμπολες θεατρικές παραστάσεις και άλλα τόσα κινηματογραφικά σενάρια. Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος πήρε ορισμένα στοιχεία, έστησε μια δική του ερωτική ιστορία, μετέθεσε χρονικά την περίοδο αναπαράστασης και δημιούργησε μια σπουδαία ταινία. Εμείς, πήραμε διάφορες ιστορίες απ’ το βιβλίο, ερωτικές και όχι, πολλούς χαρακτήρες που τους πυκνώσαμε σε 10 θεατρικούς ήρωες, προσθέσαμε κάτι απ’ το «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» του Σαίξπηρ και κάτι απ’ τα «Αποσπάσματα ερωτικού λόγου» του Ρολάν Μπαρτ, και κάναμε ένα οδοιπορικό, με στοιχεία ντοκυμαντέρ, σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, καθ’ όλη την περίοδο της δεκαετίας του ΄80. Η ταινία και η παράσταση είναι δύο τελείως διαφορετικές εκδοχές έργου, εμπνευσμένες απ’ το ίδιο βιβλίο. Κι ο επόμενος, που τυχόν καταπιαστεί με το ίδιο κείμενο, θα βγάλει, είμαι σίγουρη, ένα εντελώς νέο αποτέλεσμα, εξαιτίας του πλήθους των ιστοριών που υπάρχουν στο βιβλίο του Θάνου Αλεξανδρή.

Τι σας οδήγησε στο βιβλίο; Πώς το εντοπίσατε;

Το είχα ήδη! Γνωριζόμουν με τον Θάνο (Αλεξανδρή) από μικρή, καθώς υπήρξε συνεργάτης με τη μητέρα μου, σε τηλεοπτικές εκπομπές. Θυμάμαι πως πάντα μου έκανε εντύπωση ο καταπληκτικός συνδυασμός εσωστρέφειας και εξωστρέφειάς του. Τον παρακολουθούσα στα τηλεοπτικά backstage τότε και μου φαινόταν ντροπαλός. Έβγαινε, όμως, μπροστά απ’ τις κάμερες και νόμιζες πως όλη του τη ζωή είναι ένας σόουμαν. Το ίδιο και στις πρόβες μας, όπου κρατούσε χαμηλές ενέργειες, αλλά στη σκηνή, την ώρα της παράστασης, ξεσπαθώνει και το ζει με όλη του την ένταση. Μου έχει αναφέρει ότι και οι δάσκαλοί του στο Θέατρο Τέχνης, όταν σπούδαζε, ήταν το ίδιο εντυπωσιασμένοι μ’ αυτή τη διπλή του θεατρική προσωπικότητα!

Είστε παιδί δύο δημοσιογράφων, την έρευνα και την καταγραφή την φέρετε στο DNA σας. Πιστεύετε ότι στις σκηνοθεσίες σας υπάρχει έντονα το δημοσιογραφικό στοιχείο;

Η αλήθεια είναι ότι αυτό που αγαπάω περισσότερο στο θέατρο είναι η δυνατότητα της μείξης μιας πραγματικής ιστορίας με τη μυθοπλασία. Μου αρέσει να κάνω focus σε μια εποχή, να αναζητώ στοιχεία για ανθρώπους που υπήρξαν πραγματικά και να προσθέτω σ’ αυτή την αλήθεια κάτι που να τους μεταμορφώνει σε θεατρικούς ήρωες. Αυτό, όντως, μοιάζει με μικρόβιο που κόλλησα απ’ τους γονείς μου. Είναι μια ανάγκη να ξαναδούμε την Ιστορία με έναν τρόπο που προσεγγίζεται περισσότερο από τις αισθήσεις, παρά απ’ τη ρεαλιστική αντικειμενική ματιά πάνω στα γεγονότα.

Τι εκπλήξεις έκρυβε η έρευνα σας στα σκυλάδικα, χάριν της παράστασης;

Όταν την περασμένη Άνοιξη, βρέθηκα σε ένα αληθινό σκυλάδικο, κάπου έξω απ’ τη Θεσσαλονίκη, ένιωσα λες και μπήκα από μια πόρτα σε μια άλλη δεκαετία. Η αισθητική του χώρου, των ανθρώπων πάνω στην πίστα και στα τραπέζια, η «τελετουργία» με τα ποτά που καίγονται στην πίστα, τα λουλούδια και τα πιάτα που σπάνε, είχαν τη μυρωδιά μιας άλλης εποχής. Το χρήμα των θαμώνων, έφευγε απ’ τις τσέπες τόσο εύκολα, λες και βρισκόμαστε κάπου γύρω στο 1985 κι όχι στο 2016, που τα 10 ευρώ για ένα πανεράκι λουλούδια είναι σπατάλη αδικαιολόγητη, για τον μέσο Έλληνα. Η ατμόσφαιρα εκείνο το βράδυ ρούφηξε σε τέτοιο βαθμό την παρέα μου, που βγήκαμε ξανά στο φως της μέρας και δεν πιστεύαμε πώς πέρασαν έξι ώρες εκεί μέσα. Σ΄ αυτά τα μαγαζιά προκύπτει ένα μεθύσι, όχι τόσο εξαιτίας του αλκοόλ όσο εξαιτίας ενός συνδυασμού παραγόντων, τον οποίο προσπαθήσαμε να ανασυνθέσουμε στη θεατρική μας παράσταση.

Τελικά πώς είναι αυτός ο κόσμος της νύχτας;

Είναι οι ώρες που πολλές λειτουργίες του οργανισμού βρίσκονται σε καταστολή. Πολλές απ’ τις αντιστάσεις μας πέφτουν, το ίδιο και κάποιες ηθικές αναστολές. Άλλος το βράδυ μπορεί να δώσει ένα φιλί που την άλλη μέρα θα το ξανασκεφτεί κι άλλος μπορεί να κλέψει μια τράπεζα. Η νύχτα είναι όμορφη όταν σε βοηθάει να εξωτερικεύσεις όσα διστάζεις τη μέρα και επικίνδυνη όταν σε καθησυχάζει πως το άλλο πρωί δεν θα υποστείς τις όποιες συνέπειές της.

Σας ελκύει η καλλιτεχνική προσέγγιση του περιθωρίου;

Μ’ αρέσει όταν μου δίνεται η ευκαιρία θεατρικά να απαλλαγώ από στερεότυπα που έχω κι εγώ κι ο κόσμος για πρόσωπα και πράγματα που λέμε πως ανήκουν στο «περιθώριο». Η «Γκάμπυ», που ήταν μια παράσταση εμπνευσμένη απ’ τη ζωή της περίφημης ιερόδουλης Γαβριέλλας Ουσάκοβα, με βοήθησε να καταδείξω πως κανένας μας δεν είναι αυτό που του ορίζει η ταμπέλα που του τοποθετεί ο κόσμος. Έτσι, και στους ήρωες της «Νύχτας», μ’ αρέσει που οι τραγουδίστριες των σκυλάδικων, για παράδειγμα, δεν παρουσιάζονται μόνο ως εύκολες γυναίκες, που νοιάζονται για κονσομασιόν, χρήμα και δόξα, αλλά ως γυναίκες που κρύβουν ευαισθησίες και πόνο, αντίστοιχο με οποιονδήποτε από εμάς. Μ’ αρέσει όταν αυτό που ονομάζουμε «περιθώριο» μας κάνει να ταυτιστούμε. Μας χρειάζεται, σήμερα ίσως περισσότερο από ποτέ, μια κοινωνία χωρίς στεγανά, χωρίς αφορισμούς σε κοινωνικές ομάδες και μειονότητες.

Αν και η Ελλάδα βρίσκεται σε ύφεση, υπάρχουν πολλοί ακόμη που αντέχουν, που έχουν το ψυχικό σθένος να πουν ότι υπάρχει και άλλη χώρα, αυτή που δημιουργεί. Εσείς πού ανήκετε;

Η γενιά μου, που με την ενηλικίωσή της και την έναρξη της επαγγελματικής της σταδιοδρομίας, δεν βρήκε τίποτα εύκολο, δεν έχει πάψει να πιστεύει σ’ αυτή την άλλη χώρα. Όλα γύρω της προσπαθούν να τη συνθλίψουν κι αυτή επιμένει να δημιουργεί, να φαντάζεται και να δουλεύει ατέλειωτες ώρες για κάτι καινούριο και βιώσιμο. Το χάος τριγύρω σε βοηθάει να καλλιεργήσεις τη φαντασία σου, να αναδυθείς απ’ το βυθό με όλες σου τις δυνάμεις. Είναι πάρα πολύ δύσκολο, πάντα ήταν. Σε όλες τις εποχές της Ιστορίας. Η επιμονή είναι η μόνη ελπίδα.

Ποια θα ήταν η ωραιότερη έκπληξη για σας στην αρχή της νέας χρονιάς;

Να ξυπνήσουμε σε ένα κόσμο χωρίς σύνορα και χωρίς χρήματα.

 

Η ταυτότητα της παράστασης:

Συγγραφέας: Θάνος Αλεξανδρής.
Σύλληψη - Σκηνοθεσία - Μουσική επιμέλεια: Κίρκη Καραλή.
Δραματουργική επεξεργασία: Κίρκη Καραλή, Αναστασία Τζέλλου.
Χορογραφίες: Δήμητρα Χαραλάμπους.
Μουσική: Κώστας Βόμβολος.
Σκηνικά: Ζωή Μολυβδά – Φάμελη.
Κοστούμια: Απόστολος Μητρόπουλος.
Φωτισμοί: Ελίζα Αλεξανδροπούλου.
Φωτογραφίες παράστασης: Σταύρος Χαμπάκης.
Παίζουν: Θάνος Αλεξανδρής, Μυρτώ Γκόνη, Μαρία Διακοπαναγιώτου, Νίκος Λεκάκης, Νίκος Μαγδαληνός, Νικόλας Μακρής, Λίλα Μπακλέση, Μάγδα Πένσου, Ιωσήφ Πολυζωίδης, Όμηρος Πουλάκης, Ρένος Ρώτας.

Αντιγόνη Καράλη - ethnos.gr


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.