ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΤΖΗΔΑΚΗΣ: 'ΕΘΝΙΚΟΣ ΜΑΣ ΠΛΟΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ'
- Ημερομηνία: Τετάρτη, 11/04/2018 11:15
Συγγραφέας, κριτικός θεάτρου, blogger, εκδότης των θεατρικών περιοδικών «Τόπος Θεάτρου» και «Θεατρικά», ο Γιώργος Χατζηδάκης αρθρογραφεί εδώ και μισό αιώνα, καταγράφοντας τη θεατρική πραγματικότητα ακάματα, αμερόληπτα και δεόντως δηκτικά. Σήμερα φιλοξενείται στη «Νέα Σελίδα», μοιράζεται μαζί μας τις πολύτιμες γνώσεις και εμπειρίες του και μιλά για τους πάντες και τα πάντα: την υπουργό Πολιτισμού, Λυδία Κονιόρδου, τους κρατικούς θεατρικούς φορείς και τους καλλιτεχνικούς διευθυντές τους, το Θεατρικό Μουσείο.
Εχει αλλάξει η αθηναϊκή θεατρική σκηνή από τότε που αρχίσατε να την καταγράφετε μέχρι σήμερα;
Αναπόφευκτα, τα θεατρικά δεδομένα έχουν αλλάξει κατά το χρονικό διάστημα που αρθρογραφώ. Σε μια χρονική περίοδο που αγγίζει τον μισό αιώνα -όσο είναι το διάστημα που ασκώ μια εποπτεία στον ελληνικό βίο- η ιστορία μας έχει μεταβληθεί στο σύνολό της, τόσο στα ήθη όσο και στη φιλοσοφία της, στη συμπεριφορά και τις ανθρώπινες σχέσεις, φυσικά και στα πολιτικά μας χαρακτηριστικά, αναπόφευκτα και στα πολιτιστικά και, κατ’ επέκταση, στο θέατρο. Κάθε γενιά διαμορφώνει ανάλογα την ψυχολογία της και την αισθητική της. Από το 1970, μια ορμητική μεταδικτατορική γενιά, και μέχρι σήμερα, που κυριαρχεί μια συναινετική παθητικότητα, αντίστοιχες είναι και οι διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται στο θέατρο.
Πώς έχει διαφοροποιηθεί η καταγραφή της θεατρικής παραγωγής από πολιτιστικούς συντάκτες και θεατρικούς κριτικούς αυτά τα χρόνια;
Οι καλλιτεχνικές επιλογές που διαπιστώνονται, καθώς και οι διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται στην καταγραφή και την πληροφόρηση γύρω απ’ τη θεατρική δημιουργία είναι μεγάλες και σοβαρές σε όλες τις παραμέτρους και ευθέως ανάλογες της κοσμογονικής εξέλιξης των μέσων επικοινωνίας και πληροφόρησης. Οταν το 1980 καταργήθηκε η λινοτυπία και άρχισε να εφαρμόζεται η φωτοσύνθεση και οι εφημερίδες να υιοθετούν το σχήμα ταμπλόιντ, το κόστος των εντύπων μειώθηκε και άρχισε η αθρόα έκδοση εφημερίδων και περιοδικών. Την ίδια περίοδο ξεκίνησε και η ελεύθερη ραδιοφωνία με την ανεξέλεγκτη λειτουργία ραδιοφωνικών σταθμών. Τότε εισέβαλε στον χώρο της δημοσιογραφίας, με προτίμηση στα πολιτιστικά, ένας συρφετός ανεκπαίδευτων και εν πολλοίς αγράμματων παιδιών που κάλυψαν τα κενά και τις ανάγκες που προέκυψαν. Αποτέλεσμα, ένα νέο ήθος, μια καινούρια αντίληψη και, φυσικά, μια νέα στάση απέναντι στο έργο και την ενημέρωση του κοινού. Υπολογίστε τώρα τη νέα εισβολή των ηλεκτρονικών μέσων, την ασυδοσία που επικρατεί και ολοένα εξαπλώνεται και την κατάληψη του λειτουργήματος της πληροφόρησης και θα έχετε μια πολύ κατατοπιστική απάντηση. Η παλιά αξιοπρεπής και ενημερωμένη καλλιτεχνική δημοσιογραφία νοθεύτηκε και αλλοτριώθηκε και μόνο ελάχιστα δείγματά της παραμένουν.
Τι σας αρέσει στο ελληνικό θέατρο του 21ου αιώνα και τι δεν αντέχετε;
Ολα μου αρέσουν στο θέατρο. Δεν μου αρέσουν απλώς. Με συναρπάζουν. Νομίζω πως μόνο με μια τέτοια εκστατική διάθεση μπορεί να παραμένει κάποιος απέναντι στο θεατρικό φαινόμενο για καιρό, όπως εγώ, με οποιαδήποτε ιδιότητα κι αν συμμετέχει, είτε του δημιουργού είτε του απλού θεατή. Τώρα, τι δεν αντέχω στο θέατρο. Δεν αντέχω τους βλάκες, τους πονηρούς, τους καιροσκόπους, τους εκμεταλλευτές και τους αμόρφωτους. Αλλά αυτό δεν μου συμβαίνει μόνο με το θέατρο, μιας και όλα αυτά τα είδη υπάρχουν σε υπερεπάρκεια και σε πολλούς άλλους χώρους.
Ποιες νέες δυνάμεις βλέπετε να διαθέτουν αξιόλογο στίγμα σήμερα;
Δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσεις και να αναφερθείς σε κάποιες εξαιρέσεις, γιατί μέσα σε αυτό τον πανζουρλισμό παρελαύνουν πολλές νέες δυνάμεις που δεν προλαβαίνεις να γνωρίσεις. Αυτό δεν αφορά σε ηθοποιούς, συγγραφείς και σκηνοθέτες μόνο, αφορά και σε θεωρητικούς και κριτικούς και οραματιστές και παραγωγούς και δημοσιοσχεσίτες. Νέες δυνάμεις, άνθρωποι με δυνατότητες, ταλέντο, μόρφωση, ήθος και αποτελεσματικότητα υπάρχουν πολλοί, είναι όμως δύσκολο να αναφερθείς ξεχωριστά σε κάποιους, ενώ η πληθυσμιακή έκρηξη στον χώρο του θεάτρου είναι συνεχόμενη.
Ποιους καλλιτέχνες θεωρείτε υπερεκτιμημένους σήμερα και γιατί;
Πάντα υπήρχαν υπερεκτιμημένοι στο θέατρο και πάντα θα υπάρχουν. Αυτό το φαινόμενο δεν περιορίζεται μόνο στους ηθοποιούς και τους σκηνοθέτες, επεκτείνεται και στους κριτικούς, τους θεωρητικούς, τους πανεπιστημιακούς. Συνήθως αυτοί οι υπερεκτιμημένοι είναι τα ευνοούμενα παιδιά της εξουσίας, των κομμάτων, του Τύπου, του συστήματος. Τώρα που οι εποχές μας είναι λιγότερο περιπετειώδεις, υπερεκτιμημένοι είναι συνήθως πολλοί που ανήκουν σε διάφορες μυστικές ή φανερές αδελφότητες και εταιρείες.
Τι εικόνα έχετε για τους κρατικούς πολιτισμικούς μας φορείς – Εθνικό Θέατρο, Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, ΚΘΒΕ;
Είναι γνωστό ότι δεν πολιτεύομαι και δεν κολακεύω, κι αυτό όχι μόνο λόγω ακεραιότητας χαρακτήρα, αλλά κυρίως διότι δεν έχω τίποτα να χάσω. Για το Εθνικό Θέατρο, εκτός από τη μεροληπτική και αήθη διαδοχή Λιβαθινού από τον προκάτοχό του, Χατζάκη, το μόνο που θεωρώ μελανό στίγμα είναι πως ευνοεί σκηνοθεσίες που προσβάλλουν και βανδαλίζουν τα κείμενα των συγγραφέων με το πρόσχημα τάχα του πειραματισμού και της θεατρικής έρευνας. Βαρύ ατόπημα και επαναλαμβανόμενο. Δυστυχώς. Εξαιρετικές οι εντυπώσεις από την πρώτη φάση της λειτουργίας του Ελληνικού Φεστιβάλ υπό τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο. Εκφράζονται επικρίσεις, ίσως όχι αδικαιολόγητα, δεν είμαι σε θέση να ξέρω. Οπωσδήποτε όμως, συνοπτικά κρίνοντας, θεωρώ το έργο του σημαντικό και με τολμηρά και ουσιαστικά ανοίγματα.
Τα τελευταία χρόνια έχει απαξιωθεί το Θεατρικό Μουσείο και μαζί το πολύτιμο αρχειακό υλικό που φιλοξενεί. Πώς κρίνετε τις πρόσφατες κινήσεις της υπουργού Πολιτισμού, Λυδίας Κονιόρδου, πάνω σε αυτό το ζήτημα;
Το ζήτημα του Θεατρικού Μουσείου με έχει απασχολήσει αρκετά τον τελευταίο καιρό. Του έχω αφιερώσει αρκετές ραδιοφωνικές ώρες στην εκπομπή μου «Τόπος Θεάτρου» στο ιντερνετικό ΜΕΤΑΔΕΥΤΕΡΟ, όπως και άρθρα στο blog μου ΘΕΑΤΡΟΚΡΙΣΙΑ, δεν βλέπω όμως καμιά πιθανότητα να λειτουργήσει σύντομα και οπωσδήποτε όχι με τη μορφή που λειτουργούσε όλα αυτά τα χρόνια. Δεν μπορώ, ωστόσο, να είμαι κατηγορηματικός. Κατηγορηματικά μπορώ να τονίσω ότι δεν είναι θέμα υπουργού. Ούτε καν κυβέρνησης. Αυτό που προκύπτει είναι ότι χρειάζεται άμεσα ένα ποσό της τάξης των 2 εκατ. ευρώ για να καλυφθούν οι υποχρεώσεις του και μια καινούρια, βιώσιμη νομική μορφή και παράλληλα κεφάλαιο για την επανεγκατάσταση, ακθώς και πόροι σταθεροί για την επαναλειτουργία του. Τα βλέπετε εσείς εφικτά όλα αυτά;
Πλειστάκις γίνεται λόγος για το «τεράστιο πολιτιστικό μας κεφάλαιο» από τους διαχειριστές του σε θέσεις εξουσίας. Θεωρείτε ότι έχει αξιοποιηθεί αυτό το «κεφάλαιο»;
Σοβαρό το θέμα που θίγετε. Σοβαρότατο. Η αξιοποίηση του πολιτιστικού κεφαλαίου που ως χώρα διαθέτουμε είναι από τα μέγιστα που θα έπρεπε να απασχολεί τις κυβερνήσεις μας. Δυστυχώς, κατά κανόνα οι κυβερνώντες όλων των περιόδων του ελεύθερου εθνικού βίου δεν κατανόησαν το μέγεθος και την αξία αυτού του κεφαλαίου, είτε από ανεπάρκεια είτε επειδή τους απασχολεί η κατοχύρωση της εξουσίας τους. Η Ελλάδα είναι μια χώρα με εθνικό πλούτο την παράδοση και τον πολιτισμό της. Δεν στέκομαι στο παρελθόν, αλλά επικεντρώνω στο παρόν. Θα αναφερθώ μόνο στην ποίηση και μόνο στον 20ό αιώνα. Είμαστε μια χώρα με δύο Νόμπελ στην ποίηση, του Σεφέρη και του Ελύτη, με έναν ακόμη ποιητή, τον Ρίτσο, τον οποίο ο Αραγκόν χαρακτήρισε τον σπουδαιότερο ποιητή του κόσμου, και με τον Καβάφη, που όλοι ξέρουμε τη διεθνή του αναγνώριση. Κι όμως, η υπεροχή μας αυτή, αντί να μας έχει εξασφαλίσει μια υψηλή θέση στην παγκόσμια κοινότητα, μας έχει μεταβάλει σε παρίες που εισπράττουμε την περιφρόνηση και τη χλεύη ακόμα και πολύ υποδεέστερων λαών. Ολα αυτά είναι γνωστά, γνωστότατα, αλλά ποτέ κανένα όραμα μιας άλλης στρατηγικής δεν έχει εκφραστεί από κανέναν. Δυστυχώς!
Δημοσιεύθηκε στο ένθετο «Τέχνη» στο φύλλο 43 της «Νέας Σελίδας» την Κυριακή 1 Aπριλίου.