ΕΦΗ ΘΕΟΔΩΡΟΥ: ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΚΛΗΡΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 13/03/2017 15:30
H Έφη Θεοδώρου είναι μια από τους τρεις σκηνοθέτες που έχουν αναλάβει να μεταφέρουν σκηνή τις «Ακυβέρνητες πολιτείες» του Στρατή Τσίρκα.
- Ποιό είναι το βασικό θέμα της τριλογίας του Στρατή Τσίρκα, αλλά και συγκεκριμένα της «Λέσχης», που έχεις αναλάβει να σκηνοθετήσεις φέτος στο θέατρο Τέχνης;
Το κεντρικό θέμα είναι η συνάντηση του ανθρώπου με την Ιστορία. Οι ηθικοί και ιδεολογικοί προβληματισμοί του κεντρικού ήρωα, τα διλήμματα του, οι αμφιθυμίες του, ο αντιφασιστικός αγώνας, που στο πρόσωπο του πρωταγωνιστή αντικατοπτρίζει την ιδέα του κομμουνισμού. Η περιπέτεια του ελληνισμού της παροικίας και η τύχη όλου αυτού του αγώνα στη Μέση Ανατολή που τελείωσε άδοξα το 1944. Με αυτό όμως ασχολούνται περισσότερο οι δυο επόμενοι τόμοι. Μια τοιχογραφία της ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος στη Μέση Ανατολή, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι αυτή η τριλογία. Στη «Λέσχη» συγκεκριμένα κυριαρχεί η μοναξιά, το βίωμα της προσφυγιάς, όπως το ίδιος ο Τσίρκας το έζησε. Το 1942 που γράφει το βιβλίο, η Ιερουσαλήμ μετατρέπεται από ιερή πόλη σε πόλη προσφυγιάς. Εκεί μετακινούνται οι άνθρωποι από την Αίγυπτο, αυτό το βίωμα της προσφυγιάς είναι βασικό στο έργο. Αλλά κι ολόκληρη η Ευρώπη είναι ένας κινούμενος πληθυσμός, χωρίς πατρίδα ουσιαστικά. Καταλαβαίνεις, λοιπόν ότι δεν χρειάζεται και κανένας συσχετισμός με το σήμερα, γιατί η σύνδεση είναι προφανής. Πέρα από το στενό πολιτικό ζήτημα, την προδοσία της Αριστεράς, εδώ βρισκόμαστε μέσα σε μια αβεβαιότητα που παροξύνει τα πάθη. Και τα ερωτικά κι άλλα, γι’ αυτό η «Λέσχη» είναι ένα μυθιστόρημα πάθους.
- Πώς δούλεψες τη διασκευή, γιατί η λογοτεχνία έχει μια δική της δυναμική που είναι δύσκολο να μεταφερθεί;
Είναι δύσκολο το εγχείρημα και λόγω της γραφής, γιατί ο Τσίρκας παίρνει όλα τα ρίσκα σε αυτή την τριλογία. Χρησιμοποιεί αφηγηματικές τεχνικές πολύ προχωρημένες για την εποχή, εντάσσει αφηγηματικές τεχνικές του Τζόυς, ή της Βιρτζίνια Γουλφ. Έχουμε λοιπόν αφήγηση σε πρώτο, δεύτερο και τρίτο πρόσωπο, αποσπασματική πλοκή, έχουμε επαναλήψεις στη δομή, που σημαίνει ότι τελικά καταλήγουμε σε μια πολυφωνική αφήγηση, την οποία έχω σεβαστεί στη διασκευή. Οπότε η αφήγηση μοιράζεται στα πρόσωπα, γιατί πιστεύω ότι πρέπει να σεβαστούμε τον κάθε συγγραφέα. Έχουμε μια απόδοση όλων των πλευρών- και συχνά αντιφατικών- της πραγματικότητας μέσα από την πολυφωνία. Επίσης ακολουθώ τη δομή, όσο πολύπλοκη κι αν είναι, γιατί ο Τσίρκας σταδιακά ξεδιπλώνει τον κάθε χαρακτήρα κυρίως μέσα από τα βλέμματα των άλλων χαρακτήρων. Είχα καταπιαστεί και παλιότερα με τη «Λέσχη» στα πλαίσια του μαθήματος Δραματουργίας στη Δραματική Σχολή του Εθνικού. Το μάθημα το έκανε ο Σάββας Κυριακίδης, ο οποίος μου ζήτησε να δουλέψω με τους φοιτητές του Εθνικού. Έτσι τότε ανεβάσαμε τη «Λέσχη» στα πλαίσια του μαθήματος, αλλά δεν είχα ακολουθήσει τη δομή, εδώ το πήρα το ρίσκο.
Χρησιμοποιώ επίσης αποσπάσματα από τα ημερολόγια του Τσίρκα που είχαν εκδοθεί από τις εκδόσεις Κέρδος και κάποια αποσπάσματα της αλληλογραφίας του την περίοδο που έγραφε τη «Λέσχη».
- Η παράσταση λοιπόν κινείται ανάμεσα στην αφήγηση και τη δραματοποίηση;
Ακριβώς, υπάρχει εναλλαγή ανάμεσα στην αφήγηση και στους διαλόγους, κρατώντας όμως αυτούσιο το κείμενο του συγγραφέα. Μέσα σε έναν χώρο, η αφηγηματική κοινότητα των ηθοποιών περνούν από την αφήγηση στη δράση. Υπάρχουν οι δώδεκα βασικοί χαρακτήρες της Λέσχης, όλοι οι ηθοποιοί είναι παρόντες στη σκηνή καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης και κάποιοι επωμίζονται παραπάνω από έναν ρόλο. Λειτουργούν και ως αφηγητές, ενώ σε ορισμένα σημείο, όπως για παράδειγμα στους εσωτερικούς μονολόγους, η αφήγηση μπορεί να μοιράζεται ανάμεσα σε χαρακτήρες. Κάποιος μπορεί να ξεκινήσει, ας πούμε, έναν μονόλογο και να τον συνεχίσει ο άλλος. Αυτό είναι δύσκολο, αλλά νομίζω ότι αξίζει κι εδώ να πάρει κανείς το ρίσκο. Υπάρχει επίσης ζωντανή μουσική, που έχει γράψει ο Νίκος Πλάτανος και παίζεται κυρίως από τους ηθοποιούς, κυρίως από τον Θανάση Βλαβιανό, που εκτός από ηθοποιός είναι και καλός μουσικός. Έμαθε μάλιστα για την παράσταση πιάνο, ενώ ο Μανώλης Μαυροματάκης παίζει ακορντεόν.
- Διατηρείς την εποχή του βιβλίου;
Δεν κρατάμε την εποχή του βιβλίου αναπαραστατικά, άλλωστε η σημερινή εποχή δανείζεται στοιχεία από εκείνες τις δεκαετίες. Όμως έχουμε κάποια τραγούδια της εποχής που τα ακούμε κατά την είσοδο των θεατών, πέρα από τη πρωτότυπη μουσική του Νίκου που ακολουθεί τη δραματουργία.
- Πώς συνεργάζεστε οι τρεις σκηνοθέτες μεταξύ σας; Έχετε κοινό άξονα, ή θα έχουμε τρεις εντελώς διαφορετικές παραστάσεις με κοινό θέμα;
Η συνεργασία καταρχάς είναι ένα ευτυχές γεγονός, ειδικά σε τέτοιες εποχές. Εγώ πρότεινα στον Στάθη Λιβαθινό τη «Λέσχη» κι εκείνος είχε την ιδέα του όλου εγχειρήματος, που το δέχτηκε και η Μαριάνα Κάλμπαρη. Ο Άρης Τρουπάκης, που επίσης είχε ασχοληθεί με την «Λέσχη», θα κάνει τη «Νυχτερίδα» και την « Αριάγνη» ο Γιάννης Λεοντάρης. Έγινε ακρόαση, από την οποία επιλέχτηκαν παραπάνω από τους μισούς ηθοποιούς του θιάσου. Χρειάστηκε και οι τρεις να κάνουμε παραχωρήσεις, έτσι ώστε οι επιλογές μας να καλύπτουν και τις τρεις παραγωγές. Οι ηθοποιοί αποτελούν μια ομάδα για δυο χρόνια. Οπότε αυτό το μαζί έχει σημασία. Δεν έχουμε κοινό άξονα στις σκηνοθεσίες μας, δεν θα παίζουν οι ηθοποιοί τους ίδιους ρόλους, και δεν υπάρχει λόγος άλλωστε για κάτι τέτοιο, γιατί είναι διαφορετική η πλοκή και το ύφος του κάθε βιβλίου.
- Το κείμενο του Τσίρκα είναι βαθιά αριστερό, αλλά ταυτόχρονα ασκεί και κριτική στην αριστερά. Εσύ σήμερα τι θεωρείς αριστερό;
Οι ρήξεις που επέφερε το έργο ήτα τεράστιες την εποχή εκείνη, γιατί θεωρήθηκε ότι υπονομεύει το κίνημα και ότι άσκησε κριτική στους σταλινικούς. Αυτό μάλιστα στοίχισε στον Τσίρκα τη διαγραφή του από το κόμμα. Με έναν τρόπο το αποκατέστησε αυτό στους δυο τελευταίους τόμους. Ο ίδιος έλεγε μάλιστα: «Γιατί δεν περιμένετε να ακούσετε και τη συνέχεια;» Τώρα αριστερό σήμερα είναι ό, τι πασχίζει κόντρα σε αυτή τη λαίλαπα που ζούμε. «Είμαστε παιχνίδια στα χέρια σκληρών ανθρώπων», όπως λέει και η κεντρική ηρωίδα. Έτσι ήταν και τότε τα πράγματα, αλλά και σήμερα, παρόλο που δεν έχουμε ένα τέτοιον πόλεμο. Ζούμε όμως έναν άλλου τύπου πόλεμο. Αριστερά λοιπόν είναι οτιδήποτε αντιμάχεται αυτή τη λογική. Αισθάνομαι ότι αυτό τον πόλεμο τον αντιμετωπίζουν πολλοί άνθρωποι, δεν λέω ότι κερδίζουμε, αλλά η μάχη δίνεται και μάλιστα είναι πολύ σκληρή. Πράγματι η Αριστερά κυβερνά σε δύσκολες συνθήκες, αλλά δίνει κι αυτή τη δική της μάχη. Κάθε μέρα αισθανόμαστε παγιδευμένοι, έχουμε πέσει στην τρύπα και δεν ξέρω πως θα βγούμε από αυτή την ιστορία. Όλοι όμως αγωνιζόμαστε, ο καθένας από τη θέση του. Πάντως ο κεντρικός ήρωας του Τσίρκα αναλαμβάνει την ευθύνη και εφαρμόζει την αξία της συντροφικότητας. Στο τρίτο βιβλίο θυσιάζεται ουσιαστικά, είναι ένας ιδεολόγος και ανθρωπιστής, η φιλία και το κόμμα είναι πάνω απ’ όλα, δεν ξέρω αν υπάρχουν σήμερα τέτοιοι ήρωες.
- Εσύ τι θεωρείς ότι προέχει σήμερα;
Να σώσουμε τον άνθρωπο. Περιέργως, αυτό το λέει και ο δεξιός Σεφέρης. Βρίσκεται την ίδια περίοδο με τον Τσίρκα στην Παλαιστίνη, βλέπει την κατάσταση κι αναρωτιέμαι τι είδους πολιτισμός είναι αυτός που επιτρέπει να γίνονται όλα αυτά. Δεν έχει σημασία, θέλω να πω, σε ποια παράταξη ανήκει κάποιος. Αν είσαι ευαίσθητος άνθρωπος και διανοούμενος, μπορείς να δεις καθαρά τα πράγματα από όποια πλευρά κι αν στέκεσαι. Η λεγόμενη πρόοδος πρέπει να διασώσει κάτι και το πιο σημαντικό είναι η ανθρώπινη ζωή. Αν σωθεί ο άνθρωπος, από εκεί θα ξαναξεκινήσουν όλα.
- Έχουμε επίσης μια συνεργασία του Εθνικού με το θέατρο Τέχνης. Τι ακριβώς σημαίνει αυτό και γιατί έγινε αυτή η επιλογή;
Δεν ξέρω σε ποιο βαθμό μοιράζονται οι δυο οργανισμοί τις ευθύνες. Τους ηθοποιούς τους αναλαμβάνει το Εθνικό, το κόστος της παραγωγής το Τέχνης. Επίσης μοιράζονται τους χώρους, αλλά γενικά υπάρχει ένα ωραίο κλίμα συνεργασίας - καθένας προσφέρει όπως μπορεί, στο μέτρο των δυνατοτήτων του. Σίγουρα το Εθνικό έχει περισσότερες, γιατί το Τέχνης είναι ένα θέατρο που δεν επιχορηγείται τόσα χρόνια. Γι’ αυτό είναι σημαντική η επανεκκίνηση του θεσμού των επιχορηγήσεων, που εξήγγειλε η κυρία Κονιόρδου, γιατί από το 2011 έχει αποχωρήσει το δημόσιο θέατρο από το σκηνικό. Η δυναμική που η τέχνη μας κέρδισε επί σαράντα χρόνια, από τότε δηλαδή που η Μελίνα θέσπισε το θεσμό των επιχορηγήσεων και μας αποφέρει σήμερα καρπούς, είναι μια κατάκτηση του πολιτισμού, η οποία αν επανέλθει θα σημάνει και την επανεκκίνηση του θεάτρου.
- Φέτος ήταν μια δύσκολη χρονιά για το θέατρο. Ποιο θεωρείς κατά τη γνώμη σου το μεγαλύτερο πρόβλημα;
Είναι λογικό αυτή τη στιγμή να μην έχουμε παραστάσεις με προσανατολισμό, αφού όλα γίνονται με πενιχρά μέσα. Γι’ αυτό θεωρώ θετικό που κάποιος ξαναμίλησε μετά από τόσα χρόνια για τις επιχορηγήσεις, πρέπει να το τονίσουμε και να την υποστηρίξουμε αυτή τη κίνηση. Εξαντλήθηκαν τα αποθέματα των καλλιτεχνών και από την άλλη στενεύουν και τα οικονομικά όρια των θεατών. Άρα πρέπει να τους προσφέρουμε ένα σημαντικό γεγονός. Αυτό θα ξαναφέρει το κοινό ξανά στις αίθουσες, αλλά πιστεύω ότι κι αυτό περνάει μέσα από το δημόσιο θέατρο. Άλλωστε ξέρουμε τι σημασία έχει ο πολιτισμός για ένα κοινωνικό κράτος, αυτές είναι αξίες, όπως και η παιδεία ή η υγεία, που δεν πρέπει να απαρνηθούμε.