• BUZZ
  • Άρθρο
  • ΤΕΛΙΚΑ ΣΕ ΠΟΙΟΝ ΔΕΝ ΑΡΕΣΕ Η ΟΡΕΣΤΕΙΑ;
ΤΕΛΙΚΑ ΣΕ ΠΟΙΟΝ ΔΕΝ ΑΡΕΣΕ Η ΟΡΕΣΤΕΙΑ;

ΤΕΛΙΚΑ ΣΕ ΠΟΙΟΝ ΔΕΝ ΑΡΕΣΕ Η ΟΡΕΣΤΕΙΑ;


3.4/5 κατάταξη (17 ψήφοι)

Νομίζω πως δεν έχω χάσει καμία παράσταση του Γιάννη Χουβαρδά, τα τελευταία χρόνια, από το Πένθος Ταιριάζει στην Ηλέκτρα, στις Παραλλαγές Θανάτου, τον Άμλετ, την Όπερα της Πεντάρας και την πρόσφατη Ορέστεια, που ήρθε να «ξυπνήσει» τις αισθήσεις, ακόμη και ατόμων που δεν θα έμπαιναν στη διαδικασία να εκφράσουν την άποψή τους δημόσια, για μια παράσταση –ακόμη κι αυτοί ταρακουνήθηκαν και συμμετείχαν στη μάχη της υπεράσπισης ή απόρριψης ενός έργου τέχνης, ξεχνώντας πως μέχρι και οι κριτικοί (άχαρος ρόλος αν με ρωτάτε), είναι άνθρωποι με υποκειμενική άποψη, αισθητική και γούστο. Λένε τη γνώμη τους, την ερμηνεία τους, δεν μπορούν και δεν χρειάζεται να σε εκπροσωπούν. Όσο για εμάς τους υπόλοιπους -μη ειδικούς- θεατές, αναρωτιέμαι με πόση ευκολία αποθεώνουμε ή αποδοκιμάζουμε κάτι ή κάποιον, πώς ακόμη και με αφορμή την Τέχνη –ναι, την Τέχνη- επιβεβαιώνουμε πως «δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα», όπως έγραφε ο Ελύτης.

Ναι, αυτή η Ορέστεια που περιοδεύει ανάμεσά μας, αυτό το καλοκαίρι και θα επιστρέψει στην Αθήνα –στο Ηρώδειο, στις 7/9- δεν είναι μια κλασσική Ορέστεια.
(Αλλά και πάλι πώς ορίζεται το κλασσικό;)

Ας πούμε πως είναι μια μοντέρνα Ορέστεια, μια Ορέστεια που έρχεται λίγο πιο κοντά στο σήμερα, παρά στο τότε, πιο κοντά στους Έλληνες παρά γενικά στους ανθρώπους, μια Ορέστεια που πιστεύω πως αν είχε κάποιον συγκεκριμένο σκοπό, αυτός ήταν να αγγίξει τον καθένα από εμάς και όχι λίγους εκλεκτούς, που θα την «κατανοούσαν» ή θα ταυτίζονταν με τη νέα της, εξελιγμένη ματιά. Άλλωστε, πόσες φορές θα μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε με τον ίδιο τρόπο δοσμένο ένα κλασσικό κείμενο; Προσωπικά, έχοντας ακούσει και διαβάσει αμφιλεγόμενες απόψεις πριν τη δω, αποφάσισα να την παρακολουθήσω χωρίς προκατάληψη ή προσμονή, ακολουθώντας μόνο το ένστικτό μου. Ένστικτο που δεν μπορούσε να μην συγκινηθεί από το σπουδαίο κείμενο του Αισχύλου, από θέματα που κυμαίνονται από τον θρίαμβο και την εξαπάτηση, στη δολοφονία, την εκδίκηση, τις Ερινύες, τη δικαιοσύνη και πάνω από όλα την ατέλεια της ανθρώπινης φύσης, τότε και τώρα και πάντα. Και φυσικά, από τον σπουδαίο θίασο των πρωταγωνιστών –Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Στεφανία Γουλιώτη, Νίκος Κουρής, Νίκος Ψαρράς…- που δεν θα μπορούσαν να προδώσουν, αλλά μόνο να αναδείξουν ένα μεγάλο έργο. (Προς στιγμήν, αναρωτήθηκα αν σε αυτό το έργο οι συντελεστές ήταν νέοι και ανερχόμενοι, θα ήμασταν πιο επιεικείς μαζί τους; Υπήρχε ίσως και το ενδεχόμενο να μιλήσουμε για ένα πολύ δυνατό ξεκίνημα; Για ένα υποσχόμενο μέλλον; Μόνο και μόνο γιατί στο νέο δίνουμε χώρο; Απλά λέω…)

Το θέατρο –και κάθε μορφή Τέχνης- νιώθω πως πετυχαίνει τον στόχο του όταν καταφέρει να σε μετακινήσει έστω και λίγο από τη θέση και τη στάση σου, αν σου προκαλέσει οποιοδήποτε συναίσθημα, καλό ή κακό, θετικό ή αρνητικό, αν καταφέρει να κερδίσει το ενδιαφέρον σου, ακόμη κι αν στο τέλος το απορρίψεις. Από ότι μου έχουν μεταφέρει, αλλά και όπως διαπίστωσα η ίδια, όταν παρακολούθησα την Ορέστεια, οι θεατές στις 2,5 ώρες της διάρκειάς της, παρακολουθούσαν σαν υπνωτισμένοι, ακόμη κι αν αυτό που έβλεπαν τους ενοχλούσε ή τους δυσαρεστούσε, όσο διαρκούσε αυτό, ήταν υπό την επήρρειά του.

Το θέατρο οφείλει να έχει σασπένς. Να ταράζει, να ξυπνάει, να συγκινεί, να προβληματίζει, ακόμη και να θυμώνει. Γι’ αυτό, όπως έγραψα στην αρχή, δεν χάνω τις παραστάσεις του Χουβαρδά –αλλά και πολλών ακόμη δημιουργών- γιατί μου προκαλούν τουλάχιστον κάποιο από αυτά τα αισθήματα.
Γι’ αυτό σου λέω, δες την Ορέστεια.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.