ΣΤΟ ΚΟΣΜΟΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΣΙΜΠΙΟΥ
- Ημερομηνία: Τρίτη, 21/06/2016 17:40
Είναι αυτή τη στιγμή ένα από τα πλουσιότερα θεατρικά φεστιβάλ στην Ευρώπη. Γίνεται τον Ιούνιο στο Σιμπιού, μια πόλη 150.000 κατοίκων, στην κεντρική Ρουμανία, στο πέρασμα από τη Βλαχία στην Τρανσυλβανία, μια πόλη πανέμορφη, γραφική, με τη μεσαιωνική οχύρωσή της, τους πύργους, τις πλατείες, τα πλακόστρωτα σοκάκια να κερδίζουν τις εντυπώσεις. Ιδρύθηκε από Γερμανούς, για ένα διάστημα πέρασε στην κυριαρχία της Αυστρο-ουγγαρίας και από το 1919 ανήκει στη Ρουμανία. Το 2007 επιλέχτηκε για πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης μαζί με την πόλη του Λουξεμβούργου.
Σε αυτήν την πόλη, λοιπόν, για δέκα μέρες οργιάζει ο Διόνυσος. Υπαίθριες παραστάσεις, ζογκλέρ, ξυλοπόδαροι, ταχυδαχτυλουργοί, μπάντες και χορευτικά από δεκάδες χώρες πλέκουν ένα μωσαϊκό που κάνει την πόλη να φαντάζει σαν μια πολύχρωμη σκηνή, ένα κοσμοθέατρο.
Φέτος ο Κωνσταντίν Κίριακ, ο δραστήριος καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ και ηθοποιός στο επάγγελμα (είναι αυτός που υποδύθηκε τον Οιδίποδα στην παράσταση που φιλοξένησαν πέρυσι τα “Δημήτρια”), έσπασε κάθε ρεκόρ. Απολογισμός: 452 δρώμενα, σε 67 διαφορετικούς χώρους (110 σε πεζόδρομους, 44 σε μικρές πλατείες, 20 στη μεγάλη πλατεία, 25 σε εκκλησίες και 24 δράσεις για παιδιά), με 2850 καλλιτέχνες από 70 χώρες και 65.000 θεατές, ανάμεσά τους πάρα πολλοί ξένοι. Έχει σημασία. Γιατί χωρίς ξένους τι σόι διεθνοποίηση επιτυγχάνεις;
Παράλληλα, δεκάδες άλλα events, όπως παρουσιάσεις βιβλίων συνεντεύξεις, συζητήσεις, μικρά συνέδρια, στρογγυλά τραπέζια κ.λπ. γέμιζαν όλα τα πρωινά στον εξαιρετικό χώρο του βιβλιοπωλείου Librari Ηabitus και αλλού.
Φέτος, επίσης, εγκαινιάστηκε σ’ ένα γραφικό δρομάκι που ενώνει το πρώτο θέατρο που χτίστηκε στη Ρουμανία (1788) και το καινούργιο που θα χτιστεί οσονούπω, το, κατά τα αμερικανικά πρότυπα, Walk of Fame, με τα ονόματα κορυφαίων θεατρανθρώπων χαραγμένα σε μεγάλες μεταλλικές πλάκες. Με αυτό τον τρόπο η πόλη θέλησε να ευχαριστήσει όλους αυτούς για την προσφορά τους στην ποιοτική άνοδο του φεστιβάλ και βεβαίως στη διεθνή προβολή της πόλης.
Από την αρχή (το 1995) η επιλογή της καλλιτεχνικής διεύθυνσης ήταν να λειτουργήσει το φεστιβάλ θεματικά. Εναρκτήριο λάκτισμα το θέμα: “Ανοχή”, για να ακολουθήσουν αμέσως μετά τα υπόλοιπα, όπως: Βία, Σύνδεσμοι, Δημιουργικότητα, Γέφυρες, Κληρονομιές, Ενέργεια, Καινοτομίες, Απορίες, Κοινότητα, Κρίση, Διάλογος κ.ά.. Για φέτος, στην 23η διοργάνωση, το θέμα ήταν: Χτίζοντας εμπιστοσύνη.
Μου αρέσουν τα φεστιβάλ που έχουν έναν άξονα, ένα σκεπτικό, γιατί γύρω από αυτόν μπορούν να γίνουν ενδιαφέρουσες προτάσεις. Παράλληλα, ο πλουραλισμός των προσεγγίσεων δημιουργεί και την αίσθηση του καινούργιου και του απρόβλεπτου, βασικά στοιχεία στην επιτυχία της φιλοσοφίας ενός φεστιβάλ.
Επίσης, εστιάζοντας σ’ ένα θέμα που αφορά όλο τον πλανήτη, το φεστιβάλ δείχνει ότι σκέφτεται παγκόσμια και δρα τοπικά. Δείχνει ότι έχει τις αγωνίες του ντόπιου πολίτη αλλά και την ψυχολογία και φιλοσοφία του κοσμοπολίτη.
Δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή πρωτοκλασάτος καλλιτέχνης ή ποιοτική ομάδα που να μην έχει επισκεφτεί το φεστιβάλτου Σιμπιού. Η εμπιστοσύνη (πολύ βασική παράμετρος) ανάμεσα στο φεστιβάλ και τη διεθνή καλλιτεχνική κοινότητα φαίνεται πια δεδομένη. Αρκεί μια ματιά στους φετινούς καλεσμένους και θα καταλάβετε: Νεκρόσιους, Κορσουνόβας, Μαρτάλερ, Μπάρμπα, Μίλερ, Ντελμπόνο, Κορντόσκι, Όστερμαγιερ, Πουρκαρέτε, Χερμάνις, Περσιβάλ, Ρέυ, Νταμπίγια, Ζίμερμαν, Zar, La Comedie de Reins, Pollak Dance Company, Odin Teatret και το κερασάκι στην τούρτα, ο βραβευμένος με δύο Οσκαρ ηθοποιός Tim Robbins με το “Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας”.
Αυτά είναι μόνο ορισμένα από τα ονόματα που θυμάμαι καθώς γράφω το σημείωμα. Δυστυχώς κανένα ελληνικό όνομα. Πέρυσι έκανε ένα πέρασμα ο Λιβαθηνός με την “Ιλιάδα”, αλλά γενικά η ελληνική παρουσία σπανίζει.
Όπως μου είπε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ, από τα περίπου επτά-οκτώ εκατομμύρια του φετινού προϋπολογισμού, το 25% καλύφθηκε απότην κρατική επιχορήγηση και το υπόλοιπο από τον ιδιωτικό τομέα. Μάλιστα, αναγνωρίζοντας την τεράστια προσφορά του φεστιβάλ στην ανάδειξη της πόλης σε διεθνές σημείο συνάντησης, το κράτος υποσχέθηκε ότι θα χτίσει ειδικά για τις ανάγκες του ένα σύγχρονο θέατρο με πολλές σκηνές.
Αναπόφευκτες συγκρίσεις
Με αφετηρία τέτοιες περιπτώσεις, έλεγα ότι η Θεσσαλονίκη είναι ένας ιδανικός χώρος να επιχειρήσει κάτι ανάλογο. Πάντα υποστήριζα, και υποστηρίζω, ότι τα «Δημήτρια» πρέπει να κινηθούν προς αυτήν την κατεύθυνση, ώστε ν’ αποδώσουν σύμφωνα με τις απαιτήσεις των καιρών. Κι αν δεν μπορούν να κάνουν το άνοιγμα ένεκα της ιδιόμορφης νομικής τους υπόστασης, ας το κάνει με δική του πρωτοβουλία το ΚΘΒΕ. Κι αν δεν μπορεί ούτε αυτό, ας το ρισκάρουν τολμηροί ιδιώτες. Σημασία έχει να γίνει. Έχουμε μείνει πίσω, πολύ πίσω.
Τώρα, σε ό,τι αφορά την Αθήνα, οι συνθήκες είναι εντελώς διαφορετικές σε σχέση με τη Θεσσαλονίκη. Η Αθήνα είναι πολύ μεγαλύτερη πληθυσμιακά, άρα το χωροταξικό ύφος που ζητά ένα φεστιβάλ ώστε να κάνει την παρουσία του αισθητή δεν το έχει. Και αυτό είναι ένα πρόβλημα.
Επίσης, το ότι η Αθήνα είναι πολύ ζωντανή και πληθωρική θεατρικά όλο τον χειμώνα, δημιουργεί ένα επιπλέον πρόβλημα. Όταν μια πόλη έχει 1000 και βάλε παραστάσεις τον χρόνο, δεν είναι εύκολο πράγμα να αντιμετωπίσει, φεστιβαλικά, τις απαιτήσεις ενός ενημερωμένου κοινού. Θέλει ψάξιμο, συνέπεια, τόλμη και στόχευση.
Και σαν να μην φτάνει αυτό, η Αθήνα έχει και άλλους θεσμούς που κάνουν ό,τι και ένα φεστιβάλ. Η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, για παράδειγμα. Αργότερα ίσως και το Ίδρυμα Κακογιάννη. Το Ίδρυμα Νιάρχος. Το Εθνικό Θέατρο επίσης (φέτος, για παράδειγμα, τρεις καθαρά φεστιβαλικές παραστάσεις έρχονται από την Αγία Πετρούπολη). Είναι και τα δεκάδες μικρά φεστιβάλ που ξεφυτρώνουν κάθε λίγο και λιγάκι και μπουκώνουν ακόμη πιο πολύ το τοπίο. Πού να χωρέσει και πώς να ξαφνιάσει ένα φεστιβάλ όταν τις δυνάμει επιλογές του τις μοιράζονται κι άλλοι όλο το χειμώνα;
Γι’ αυτό λέω ότι η περίπτωση της Αθήνας είναι πιο σύνθετη σε σχέση με της Θεσσαλονίκης, δεδομένου ότι πρέπει να παλέψει σε πολλά μέτωπα για να επιβάλει τη διαφορετικότητα και τη χρησιμότητα του φεστιβάλ της, ώστε να μην είναι ένα φεστιβάλ σαν όλα τ’ άλλα.
Οι παραστάσεις
Ας επιστρέψω, όμως, στο φετινό φεστιβάλ στο Σιμπιού, το πλουσιότερο από συστάσεως του θεσμού. Στέκομαι επιλεκτικά σε κάποιες μόνο παραστάσεις που πρόλαβα να δω (3-4 κάθε μέρα και δεν αρκούσαν).
Αρχίζω με τη δουλειά ενός σκηνοθέτη που θαυμάζω: Σίλβιου Πουρκαρέτε. Φέτος, σ’ ένα ειδικό αφιέρωμα στο έργο του, φιλοξενήθηκαν τρεις σκηνοθεσίες του. Τις δύο τις είχα δει πιο παλιά («Φάουστ» και «Μεταμορφώσεις»), όχι όμως και τη «Λούλου» (2008), την οποία παρουσίασε σε έναν ειδικά διαμορφωμένο βιομηχανικό χώρο, μπροστά σε ένα κοινό περίπου 300 ατόμων. Δεν θα σχολιάσω την παράσταση στο σύνολό της. Θα σταθώ μόνο σε αυτό το δαιμόνιο πλάσμα που έπαιξε τη Λούλου, την αγαπημένη πρωταγωνίστρια του, την Οφηλία Πόπιι. Μια θεϊκή παρουσία ακομπλεξάριστη, γεμάτη ενέργεια, εκρηκτική, κυτταρική, κινήθηκε στα όρια του απόλυτου ερωτισμού χωρίς να γίνει σε καμιά στιγμή χυδαία. Έπαιξε έναν άγγελο με μαύρες φτερούγες, ένα πειρασμό θανατηφόρο, που την αμέσως επόμενη μέρα θα έπαιζε στον επικών (και μοναδικών) διαστάσεων «Φάουστ» τον Μεφιστοφελή. Δίπλα της ο Κωνσταντίν Κίριακ, σαρωτικός, σίγουρος για τον εαυτό του, επικοινωνιακός και άμεσος.
Το έργο του Κάφκα, “Ο καλλιτέχνης της πείνας” σκηνοθέτησε για λογαριασμό του Meno Portas Theatre ο Λιθουανός Νεκρόσιους. Η όλη παράσταση έμοιαζε με μουσική παρτιτούρα, γεμάτη εικόνες, ποίηση, ρυθμικότητα, κομψότητα και βαθιά αγωνία, με πρωταγωνίστρια τη Βικτόρια Κουοντάιτ, μια ηθοποιό με φοβερή φωνή, ωραία κίνηση και άριστη χημεία με τους τρεις άνδρες που μπαινόβγαιναν στη ζωή της.
Τι να πω για το “Armine”, παράσταση ή μάλλον καλύτερα περφόρμανς που κατατάσσω στις καλύτερες που κυκλοφορούν αυτή τη στιγμή στο ευρωπαϊκό θεατρικό κύκλωμα. Από το Βρότσλαβ, μια πανομοιότυπη περίπτωση με το Σιμπιού. Και αυτή η πόλη, μικρή το δέμας, υπήρξε κάποια στιγμή πολιτιστική πρωτεύουσα, άρπαξε την ευκαιρία, καβάλησε το άρμα του θεάτρου και τώρα είναι στην κορυφή. Και για να μην ξεχνιόμαστε, και η Θεσσαλονίκη πέρασε από αυτό το θεσμό. Έγινε πολιτιστική πρωτεύουσα και κανείς δεν θυμάται πού πήγαν τα λεφτά, ποιος τα ‘φαγε, τι άφησε πίσω του ο θεσμός. Κατά τ’ άλλα θέλουμε να ονομαζόμαστε πολιτισμένοι και φιλότεχνοι.
Η ομάδα Zar, λοιπόν, από το όμορφο Βρότσλαβ, έφερε μια περφόρμανς κυριολεκτικό ρεσιτάλ ψυχής, ένα δρώμενο απόκοσμο και συνάμα έντονα πολιτικό, σε σκηνοθεσία Γιάροσλαβ Φρετ. Θέμα της, η γενοκτονία των Αρμενίων από τους Τούρκους. Ένα έργο μνήμης, χωρίς διάλογο. Μόνο τραγούδια. Παραδοσιακά αρμένικα. Τραγούδια που σκαλίζουν μνήμες, διώχνουν τη στάχτη, ζωντανεύουν νεκρούς, προκαλούν σκέψεις. Μια περφόρμανς-πρόκληση που μας μετατρέπει σε μάρτυρες μιας γενοκτονίας. Μια περφόρμανς που θέλει να προκαλέσει τη σιωπή της Ευρώπης μπροστά στο γεγονός. Τι φοβάται και δεν μιλά; Πήρε δύο χρόνια για να μάθουν τα τραγούδια οι ηθοποιοί και να τα μετατρέψουν σε μουσικό δράμα. Και πέτυχαν διάνα. Σε πιο παλιές δουλειές τους που έχω δει, η μουσική είχε μια αυτονομία. Όχι εδώ. Τώρα είναι ενσωματωμένη στο δράμα, γίνεται βιωμένη εμπειρία. Ένα θαύμα. Εάν σας δοθεί η ευκαιρία αυτή την περφόρμανς εννοείται ότι δεν την χάνεται. Το απόλυτο must see.
Να σημειώσω και άλλη μία παράσταση που βρήκα ενδιαφέρουσα, αυτή τη φορά από το γερμανόφωνο τμήμα του εθνικού θεάτρου του Σιμπιού (Radu Stanca), σε σκηνοθεσία του ταλαντούχου λουξεμβουργιανού Σαρλς Μίλερ. Αναφέρομαι στο έργο του Τζ. Ταμπόρι «Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ», φάρσα από τη μια, εβραϊκή μοραλιστική ιστορία από την άλλη, με αποσπάσματα από την Βίβλο, την ποίηση του Σέξπηρ και του Μίλτον. Η δράση εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια των προβών ενός θεατρικού έργου που αντανακλά τις έγνοιες και τα ενδιαφέροντα του σκηνοθέτη και του καστ που αφορούν την ελευθερία έκφρασης. Έχει έντονη ειρωνεία και εμφανή εβραϊκή αίσθηση χιούμορ. Βέβαια, ο Ταμπόρι δεν γράφει σαν Εβραίος, όπως ο ίδιος επανειλημμένα έχει πει. Δεν βγαίνει να υποστηρίξει κάποια δεδομένη θέση.
Μάλλον ανατρέπει τις προσδοκίες, όπως εδώ, όπου ο τρόπος που σατιρίζει τα βιβλικά δεδομένα είναι πολύ ιδιαίτερος. Η σκηνοθεσία του Μίλερ, με τις μεταδραματικές λύσεις της γερμανικής σχολής, ανέδειξε τη θεατρικότητα, την ειρωνεία και τη σοβαρότητα του θέματος, έχοντας συνεργάτες μια δεκάδα ταλαντούχων ηθοποιών.
Ισχνά θεάματα
Στα ισχνά θεάματα συγκαταλέγω τη συμπαραγωγή των θεάτρων Welminski & Third Arrangement, “Σελίδες από το βιβλίο…”, σε σκηνοθεσία των Andrzei & Teresa Welminski. Θέμα του η δολοφονία του Μπρούνο Σουλτς το 1942 από την Γκεστάπο. Εβδομήντα χρόνια μετά οι δύο αυτές ομάδες έστησαν μια περφόρμανς εμπνευσμένη από τις ιστορίες και τα σκίτσα του. Καθώς ο αφηγητής γυρίζει τις σελίδες του βιβλίου του, ζωντανεύει και κάποιο στιγμιότυπο από τη ζωή του, άλλοτε στο σανατόριο, άλλοτε στο σιδηροδρομικό σταθμό, στο δρόμο, στο σπίτι. Χωρίς να είναι κακή, η παράσταση αυτή δεν είχε φαντασία. Οι λύσεις ήταν προβλέψιμες και μάλλον εύκολες.
Βρήκα άχρωμη και επίπεδη την παράσταση του έργου του Μάγιενμπουργκ “Μάρτυρας”. Αρχή του κακού, το ίδιο το έργο. Παλιό, επιφανειακό, και εύκολο εστιάζει στη ζωή ενός νεαρού, ο οποίος ξαφνικά ανακαλύπτει όλες τις απαντήσεις στα αδιέξοδα της ζωής του διαβάζοντας τα ιερά βιβλία της χριστιανικής εκκλησίας. Ακολουθεί κατά γράμμα τις εντολές τους και γίνεται ο τιμωρός όλων εκείνων που θεωρεί ότι είναι κακοί.
Το έργο μπήκε στο ρεπερτόριο της Σαουμπίνε το 2012, την ίδια χρονιά που γράφτηκε. Η σκηνοθεσία του Κορσουνόβας, για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου της Λιθουανίας, χωρίς έμπνευση, στεγνή, αδιάφορη και εύκολη, απογοήτευσε. Εάν κάποιος δεν γνώριζε ποιος ήταν ο Κορσουνόβας θα έφευγε στη μέση.
Ακόμη πιο απογοητευτική η παράσταση των τσεχωφικών αδερφών από τη πολύ γνωστή γιαπωνέζικη ομάδα Hauyu-Za, σε σκηνοθεσία Χαξίμε Μόρι. Χώρος δράσης ένας οίκος ευγηρίας. Είναι η 11η Μαρτίου στη Φουκουσίμα. Ημέρα των γενεθλίων της Μαγιούμι. Προσωπικό και ασθενείς τα γιορτάζουν δεόντως. Κάποια στιγμή η Σαχίκο, μια υπέργηρη, αρχίζει να πετάει ατάκες από το έργο του Τσέχοφ. Το κάνει κάθε μέρα. Ακολουθούν το παράδειγμά της και όλοι οι άλλοι. Και έτσι σιγά σιγά χτίζεται το έργο οι «Τρεις αδερφές». Ξαφνικά ακούγεται η έκρηξη από το πυρηνικό εργοστάσιο. Μετά τον πανικό συνεχίζεται η ίδια ιεροτελεστία., που λειτουργεί σαν μια αναζήτηση ζωής μέσα στη μαυρίλα της καθημερινότητας.
Η ιδέα γενικά καλή και υποσχόμενη, όμως η σκηνοθεσία του Μόρι αποδείχτηκε αδιάφορη, το παίξιμο αδέξιο, οι συνευρέσεις των χαρακτήρων διεκπεραιωτικές, η τσεχωφική ατμόσφαιρα ούτε για δείγμα.
Συμπέρασμα
Στο Σιμπιού φαίνονται τα αποτελέσματα που έχει η διεθνοποίηση και ο εμπλουτισμός ενός φεστιβάλ, το πώς μετατρέπεται σε ένα είδος γόνιμης διαπολιτισμικής εμπειρίας, μια ποικιλόμορφη αγορά απόψεων, μια πλατφόρμα επικοινωνίας στη σημερινή Γη-Google. Για το 2017 το πρόγραμμα έχει κλείσει κατά το 70%. Οι άνθρωποι που κάθονται στο τιμόνι ξέρουν τι θέλουν και πώς να το πετύχουν.