ΣΤΗ ΓΡΑΓΡΟΥ
- Ημερομηνία: Παρασκευή, 27/07/2018 12:29
- Στη Γραγρού. Εκεί το πρωτοσκέφτηκα. Σαν τώρα το θυμάμαι. Στη Γραγρού.
- Ποιο πράμα; Ποια Γραγρού;
- Έλα τώρα που δεν ξέρεις τη Γραγρού. Περιοδεία με το Κρατικό δεν έχεις πάει;
Τι να του πω; Πως παιδί του Κρατικού –αυτή τη σχολή τέλειωσα, πρώτη φουρνιά και μάλιστα υπότροφος– δεν δούλεψα ποτέ σ΄αυτό το θέατρο που το αισθάνομαι σα σπίτι πατρικό; Και πως στη Σαλονίκη αισθάνομαι σα ντόπιος. Είμαι ντόπιος. Πατρίδα είναι όπου άφησες κομμάτια απ΄την ψυχή σου. Όπου κι αν πας σου λείπουν. Τέλος πάντων. Δυο φορές που μου πρότειναν, τη μια παλιότερα ο Βολανάκης την άλλη πρόσφατα η Κοντούρη, δεν μπορούσα.
- Γραγρού είναι ένα χάνι –όχι, δεν είναι, ήταν, το γκρεμίσανε σαν άνοιξε η Εγνατία– έξω απ΄ τη Βέροια στο Βέρμιο, κοντά στην Καστανιά. Στο πουθενά. Μέσα στη φύση. Μη φανταστείς τίποτα φοβερό. Ένα παράπηγμα όλο κι όλο, πάτωμα ξύλινο, ξυλόσομπα στη μέση για το χειμώνα, τέτοια… Αλλά φτιάχνουν μια κοτόσουπα αλησμόνητη. Και φασολάδα ανεπανάληπτη. Γεύση και άρωμα που σπάνια τα βρίσκεις. Χάνι που έγινε μαγέρικο. Από τα λίγα που απόμειναν. Λοιπόν, θυμάσαι στα μαγέρικα και στα παλιά τα καφενεία που είχανε μια ζωγραφιά με δυο τύπους, τον έναν κακομοίρη που είχε το μαύρο του το χάλι και ήτανε για λύπηση και τον άλλο που ήταν χαμογελαστός και καλοζωισμένος με τα ράφια του γεμάτα με λεφτά και από κάτω έγραφε ο πωλών επί πιστώσει και ο πωλών τοις μετρητοίς ;
- Ε, ναι, μωρέ. Πώς δεν θυμάμαι; Όλα την είχανε και σε περίοπτο σημείο. Αλλά πού θες να καταλήξεις; Πού το πας;
Νόμιζα πως η κουβέντα θα κατέληγε στα δάνεια και στα μνημόνια… Μπορεί και στους ηθοποιούς που ουδέποτε πληρώνονται τοις μετρητοίς. Πάντα με πίστωση πληρώνονται. Με όνειρα. Χωρίς αντίκρισμα συνήθως.
- Κάτσε, ντε ! Περίμενε λιγάκι. Θυμάσαι που είχαν και μια άλλη ζωγραφιά –πηγαίνανε πακέτο αυτές οι δυό– που έλεγε ΄΄Η σκάλα στη ζωή ενός άντρα΄΄ κι ήτανε ένας τύπος που ανέβαινε μια σκάλα και κάθε σκαλοπάτι ήταν και μια δεκαετία και στην κορφή ο τύπος ήτανε πενήντα και μετά έπαιρνε τον κατήφορο;
Άρχισα να καταλαβαίνω πού το πάει. Άλλωστε εγώ την είχα ανοίξει την κουβέντα μ΄ αυτή τη μανία που έχω να λέω όλη την ώρα πως γέρασα κι οι άλλοι να νομίζουν πως το λέω για κακό και να μου λένε όχι, μην το λες αυτό, δεν είσαι γέρος και γω να πρέπει να εξηγώ κάθε φορά πως νιώθω τυχερός που είμαι ακόμα ζωντανός μ΄αυτά που έχω περάσει και τα λοιπά και τα λοιπά.
- Ε, λοιπόν, μπροστά σ΄αυτή τη χαζοζωγραφιά συνειδητοποίησα, ξαφνικά, πως είχα αρχίσει, θέλοντας και μη, να παίρνω τον κατήφορο. Βυθίστηκα, αδερφέ, μέσα στη σκάλα της ζωής… έτσι στα καλά καθούμενα. Και ήρθε στο μυαλό μου μια κουβέντα που είπε ο πεθερός μου τη μέρα που συμπλήρωνε τα ογδόντα. Ήταν φευγάτος κείνη την ημέρα… λίγο μελαγχολικός, λίγο συλλογισμένος, λίγο κάπως.... Τι έχεις τον ρωτάω. Δεν με άκουσε. Τον ξαναρώτησα. Τι έχεις; Με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια σα να μ΄έβλεπε πρώτη φορά και είπε ήρεμα κι απλά: Ογδόντα χρόνια είναι πολλά. Πάρα πολλά για να περάσουν ντούκου. Μετά έκανε μια παύση και συνέχισε. Ογδόντα χρόνια πέρασαν. Ογδόντα... Και γω πού ήμουν άραγε;
Για λίγο δε μιλήσαμε. Κοιτάζαμε τον ήλιο που βυθιζότανε στη θάλασσα. Ανέτελλε η γνώριμη σιωπή του απολογισμού. Στιγμή μοναχική. Και γω που ήμουνα; Που ήμουνα;
Στην κουπαστή ακουμπισμένοι, δυο άντρες… υπερώριμοι, αγναντεύαμε το πέλαγο που φόραγε τα χρώματα της νύχτας λίγο-λίγο. Πιάναμε όπου νάναι Τήνο, εκείνος θα κατέβαινε, έχει σπίτι στο νησί, εγώ συνέχιζα. Λόγια της πλώρης. Και σιωπές.
- Δεν μου λείπει, το πιστεύεις; Χόρτασα. Ειλικρινά στο λέω. Δεν θα πω όχι αν τύχει κάτι, αλλά και να μην τύχει… Χαίρομαι τη ζωή και τα εγγόνια μου.
Ηθοποιός πραγματικά καλός και καταξιωμένος στο σινάφι, δουλέψαμε μαζί με έναν φίλο σκηνοθέτη αξιόλογο, δεν διασταυρωθήκαμε στο γύρισμα, φίλοι δε γίναμε και να που βγάλαμε τα σώψυχά μας σ΄ένα κατάστρωμα εν πλω. Μετά ανταλλάξαμε τηλέφωνα που ξέραμε πως δεν θα τα χρησιμοποιήσουμε… είπαμε καλό καλοκαίρι και σαλπάραμε γι αλλού ο καθένας.
Μια ανηφόρα κακοτράχαλη με ατέλειωτες στροφές είναι η ζωή, το ξέρουμε όλοι. Βάζεις τα δυνατά σου και γρα-γρου παλεύεις να τα βγάλεις πέρα. Να μην κλατάρεις. Γρα-γρου, γρα-γρου. Όπως τα αμάξια που σκαρφάλωναν στο Βέρμιο. Αγκομαχώντας.
Η κατηφόρα έχει να κάνει με το σώμα μοναχά. Και την ψυχή σου όταν βρωμίζει από τις κάπνες. Σα νιώσεις ότι ΄΄βρίσκεις΄΄, ότι ΄΄μπούκωσες΄΄, κάνε μια στάση, ρούφα λίγο οξυγόνο και ξανά μανά στην ανηφόρα.
Σε περιμένει η Γραγρού με τα καλούδια της. Για ανάπαυλα. Μετά ξανά γρα-γρου.
Υ.Γ. Αφιερωμένο σ΄όλους αυτούς που πάλεψαν με τη φωτιά μέχρι θανάτου. Πάλεψαν με τη λαίλαπα που ξεπερνούσε τις δυνάμεις τους. Και στην Καρέζη που έφυγε σα σήμερα. Και στον Θόδωρο τον Μπογιατζή που βλέπει τώρα από την Τήνο το τελευταίο κόκκινο φεγγάρι του αιώνα.