ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ''ΚΙΤΡΙΝΟ ΥΠΟΒΡΥΧΙΟ'' ΤΗΣ ΣΕΜΙΝΑΣ ΔΙΓΕΝΗ
- Ημερομηνία: Κυριακή, 18/11/2018 08:30
Ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο της Σεμίνας (Εκδόσεις Πατάκη), που κυκλοφορεί σήμερα. Στη σελίδα 396 ξεκινάει αυτό που έζησε η ίδια, στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Μια κλοπή, 20 τυρόπιτες κι ο Νίκος Ξυλούρης.
«Did they get you to trade your heroes with ghosts?» ακούω τώρα τον στίχο από το «Wish you were here» των Pink Floyd και στήνομαι, με αυτή τη μελαγχολική χρονοκαταβύθιση, μπροστά στο μαύρο οικογενειακό ραδιόφωνο Τelefunken, γιατί κάτι πολύ περίεργο συμβαίνει στο σπίτι της οδού Σερρών 71. Κάπου στην τρίτη γυμνασίου, καταγοητευμένη από Μαρξ και Λένιν, εμπεδώνω (διαβάζοντας πολύ, δεδομένου και του ότι ο μπαμπάς δε με αφήνει να βγαίνω από το σπίτι μόλις βραδιάζει) πως το καπιταλιστικό σύστημα στηρίζεται στην αδικία και στην εκμετάλλευση. Δε δέχομαι ότι το κέρδος μπορεί να τεθεί πάνω από τον άνθρωπο. Με δυο τρεις συμμαθήτριές μου, έχουμε την πεποίθηση ότι είμαστε σωστές και συνειδητοποιημένες κομμουνίστριες. Χρησιμοποιούμε μεταξύ μας «κόκκινη» ορολογία και επαναστατικά τσιτάτα, και πιστεύουμε ότι έχουμε τη δυνατότητα οικοδόμησης ενός καλύτερου κόσμου, που θα χωράει όλους τους διαφορετικούς και ελεύθερους ανθρώπους.
Υποψιαζόμαστε πως όσοι προσπαθούν να μας πείσουν πως τίποτε άδικο γύρω μας δεν αλλάζει το κάνουν γιατί το συμφέρον τους είναι να μας έχουν υποταγμένους. Και αυτό εμείς δεν το δεχόμαστε, και μάλιστα μας θυμώνει πάρα πολύ. Είμαστε μικρές αφιονισμένες Λούξεμπουργκ και μισούμε με όλη μας τη δύναμη τη χούντα της Ελλάδας.
Είναι 16 Νοεμβρίου του 1973. Γίνεται κοσμογονία εδώ και δύο μέρες στο Πολυτεχνείο. Η μαμά μου και η γιαγιά μου έχουν αφήσει ό,τι κάνουν, κι ακούν, βουρκωμένες και αμήχανες, τις βραχνιασμένες φωνές να λένε: «Εδώ Πολυτεχνείο! Αδέλφια μας στρατιώτες, είμαστε άοπλοι!». Μέσα στο Πολυτεχνείο και έξω από αυτό, χιλιάδες πολίτες έχουν ξεσηκωθεί και διαδηλώνουν ενάντια στη δικτατορία. Οι φοιτητές έχουν στήσει ραδιοφωνικό πομπό που κατασκευάζουν σε χρόνο ρεκόρ, στα εργαστήρια της σχολής Ηλεκτρολόγων Μηχανικών: «Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο. Σας μιλάει ο ραδιοφωνικός σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων». Η φοιτητική κινητοποίηση έχει μετατραπεί σε λαϊκή εξέγερση, η χούντα πρώτη φορά βρίσκεται αντιμέτωπη με κάτι τόσο σφοδρό και μαζικό. Ακούμε τις συνεχείς εκκλήσεις για φάρμακα, ιατρικά εργαλεία, γιατρούς και ασθενοφόρα. Η γιαγιά μου δίπλα στο ραδιόφωνο, όχι μόνο τους ακούει με προσοχή, αλλά και, όπως πάντα, απαντάει: «Αχ, παιδάκια μου, τι είναι αυτό που πάθατε; Να προσέχετε, έχουν όπλα αυτοί, είναι άτιμοι άνθρωποι, να ’χετε τον νου σας» – η γιαγιά μου πάντα συνομιλεί και με το ραδιόφωνο και με την τηλεόραση. Έχει τη βεβαιότητα ότι την ακούν. Γι’ αυτό τους νουθετεί όλους, με πολλή αγάπη.
Εγώ αναρωτιέμαι τι μπορώ να κάνω. Πηγαίνω στο μπάνιο κι αδειάζω μέσα στη μεγάλη σχολική τσάντα όλο το φαρμακείο του σπιτιού. Τετράδια, βιβλία και μολύβια κρύβονται κάτω από το στρώμα. Διαπράττω και την πρώτη κλοπή: παίρνω από την καβάτζα της μαμάς 700 δραχμές. Σήμερα είμαι απογευματινή. Φοράω την μπλε ποδιά και φεύγω για το σχολείο. Έχω ήδη τηλεφωνηθεί με τη Χριστίνα και με περιμένει στη στάση του λεωφορείου. Κουβαλάει –όπως μ’ ενημερώνει– καμιά εικοσαριά τυρόπιτες, σοκολάτες και μπισκότα. Αγοράζω και εγώ ό,τι μπορώ από το φαρμακείο κι από το ζαχαροπλαστείο του κυρίου Γιώργου και πάμε στο Πολυτεχνείο. Κρυφά από τους δικούς μας.
Φοιτητές, μαθητές, εργαζόμενοι, βρίσκονται ήδη εδώ, για ν’ αγωνιστούν ως την τελική νίκη. Μόλις έχει φτάσει και επιτροπή αγροτών από τα Μέγαρα και συναντιέται με τη Συντονιστική Επιτροπή των φοιτητών. Πάμε και εμείς μέσα και ξεφορτώνουμε την πραμάτεια μας. Στο μεταξύ, έχω αγοράσει και όλα τα κουλούρια που είχε ένας πλανόδιος κουλουράς, οπότε η συνολική προσφορά μας κάνει μια άλφα εντύπωση στα παιδιά, που μας λένε ευχαριστώ και μας φιλούν σταυρωτά.
Ακριβώς πίσω μας, ακούω μια αγαπημένη φωνή και δυνατά χειροκροτήματα. Σε απόσταση αναπνοής, ο Νίκος Ξυλούρης! Τραγουδάει συγκλονιστικά (και μαζί του όλος ο κόσμος) το «Πότε θα κάνει ξαστεριά». Τον σηκώνουν στα χέρια. Είναι πραγματικά σαν Αρχάγγελος. Ένα παιδί με κρητική προφορά, από τη Συντονιστική, λέει πως «ο Ψαρονίκος είναι εδώ από το πρώτο λεπτό και δεν κρύφτηκε στιγμή. Θέλει να ξέρουν όλοι πως είναι μαζί μας». Ο Ξυλούρης τραγουδάει δίπλα μου γελαστός και αγέρωχος, κάνοντας το σήμα της νίκης.
Δεν ξέρω πώς περνάνε οι ώρες, δεν έχω επαφή με τον χρόνο, δεν είμαι πια με τη Χριστίνα, τη χάνω μες στον κόσμο, τρέμω στην ιδέα του τι θα γίνεται στο σπίτι, όπου θα αναρωτιούνται γιατί δεν έχω γυρίσει ακόμη από το σχολείο, υποτίθεται πως είχα πεντάωρο. Μαμά και γιαγιά θα ’χουν τρελαθεί, ψιλοζαλίζομαι, είναι πολύς ο κόσμος εδώ, δε χωράμε, με σπρώχνουν, προσπαθώ να μην πέσω, κρατιέμαι καλύτερα στα κάγκελα.
«Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία» φωνάζουμε εμείς
«Δε σε θέλει ο λαός, πάρ’ τη Δέσποινα και μπρος» λένε κάποιοι απέξω.
Θα με σκοτώσει ο πατέρας μου, σκέφτομαι, πρέπει να γυρίσω σπίτι. Πέφτει πολύ ξύλο τριγύρω. Σπασμένα πανό. Ματωμένα πρόσωπα. Οδοφράγματα. Έχει αγριέψει πολύ η αστυνομία. Φοβάμαι.
«Έξω τώρα οι Αμερικάνοι»
«Είμαστε άοπλοι, αδέλφια μας στρατιώτες, είμαστε άοπλοι!».
Πρέπει να βγω έξω. Βραδιάζει κι εδώ θα χυθεί πολύ αίμα σε λίγο. Το βλέπω το πράγμα. Σέρνομαι ανάμεσα στο πλήθος και κατορθώνω να βγω στην Πατησίων. Οι άνθρωποι γύρω από το Πολυτεχνείο ουρλιάζουν: «Κάτω η χούντα, η χούντα θα πέσει απ’ τον λαό». Οι αστυνομικοί κάνουν σαν λυσσασμένοι. Πέφτει ξύλο. Δακρυγόνα. Φωτιές. Παθαίνω σύγκρυο, τρέχω προς το θέατρο Άλφα, όταν κάποιο πολύ δυνατό χέρι μ’ αρπάζει από τη μέση.
«Ήρθε το τέλος μου» σκέφτομαι, και γυρίζω να δω τον προσωπικό μου Μάλλιο ή Μπάμπαλη.
Είναι ο μπαμπάς μου. Αλλόφρων! Το πρώτο πράγμα που σκέφτομαι, εκείνο το κλάσμα του δευτερολέπτου, έτσι όπως τον βλέπω ανήσυχο για μένα, είναι: «Μ' αγαπάει!». Οπότε, ας με χαστουκίσει, ας μου κάνει ό,τι θέλει, αρκεί που ανησύχησε τόσο πολύ για μένα κι έτρεξε σαν τρελός να με ψάξει, ποιος ξέρει πόσες ώρες με ψάχνει. Είναι κατακόκκινος, εκνευρισμένος, αγχωμένος, με σέρνει μέχρι το αυτοκίνητό του, από το χέρι, από τους ώμους, από τα μαλλιά, ούτε που θυμάμαι. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι μάλλον μου σώζει τη ζωή.
Μισή ώρα μετά, η Αστυνομία στα Χαυτεία χτυπά διαδηλωτές στο ψαχνό, εκτός από δακρυγόνα ρίχνει και πραγματικά πυρά. Νομίζω, κάπου τότε ανακοινώνεται και ο πρώτος νεκρός.
Σε όλη τη διαδρομή, μέχρι την Ακαδημία Πλάτωνος, τρέχει σαν τρελός, δε με κοιτάζει και δε μου μιλάει. Σταματάει μόνο σ’ ένα περίπτερο και παίρνει τηλέφωνο τη μαμά μου: «Τη βρήκα. Ερχόμαστε».
Τη στιγμή που παρκάρει κάτω από το σπίτι, με πιάνει από τους ώμους και μου λέει, ακουμπώντας σχεδόν τη μύτη του στη μύτη μου:
«Δε θα ξανακάνεις ποτέ κρυφά, ούτε κάτι κακό ούτε κάτι καλό. Συνεννοηθήκαμε;»
«Πώς με βρήκες;»
«Πήρε η Χριστίνα τηλέφωνο κατατρομαγμένη κι είπε πως σ’ άφησε όπως βλέπουμε την πύλη δεξιά».
«Κι εσύ αυτό δε θα ’κανες;»
«Άλλο είμαι εγώ, εγώ δεν είμαι εσύ κι εγώ το ’κανα το πρωί».
Καρυστιάνη, Τζουμάκας, Λάζος, Λαζαρίδης, Μπίστης, Χριστοδουλάκης, Βαλαβάνη, Χατζησωκράτης, Μωροπούλου, Λαλιώτης, Λογοθέτης, Δρογγάρης, Φιλιππάκης, Μαυρογένης, Ψαρράς, Ανδρουλάκης, Παπαχρήστος, Δαμανάκη, Ρηγοπούλου, Ρεβελάκης, Παυλάκης, Τζουβάνος, Τσαφαράκης, Δαφέρμος, Κατωπόδης, Παπαδημητράκης, Λυγερός, Βούτσης, Αλαβάνος, Λιντζέρης, Λαφαζάνης, Βερνίκος, Σταμέλος, Παπαδήμας, Νυσταζάκης.
Πολύ καλά και πολύ κακά παιδιά, που πρωταγωνίστησαν σ' εκείνες τις τρεις νύχτες του Νοέμβρη. Νιώθω περήφανη και τυχερή που με κάποια από τα παιδιά αυτά συμπορευτήκαμε κι αγαπιόμαστε ακόμη
Είναι οι ελεύθεροι κι ωραίοι. Ήταν οι άοπλοι. Τους άλλους, κανονίζω να μην τους θυμάμαι.