Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΕΤΡΟΥ ΓΡΑΦΕΙ ΓΙΑ ΤΟ SWEENEY TODD
- Ημερομηνία: Πέμπτη, 27/07/2017 16:43
Από τη στιγμή που ακούστηκαν οι πρώτες ανατριχιαστικές συγχορδίες από το Πρελούδιο του "Sweeney Todd", την 1η Μαρτίου του 1979 στο Uris Theater, δύο πράγματα έγιναν αμέσως σαφή:
α) Ότι πρόκειται για ένα έργο που παρόμοιό του δεν είχε γνωρίσει ως τότε το Broadway και
β) Ότι η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο ελαφρύ αμερικανικό μουσικό θέατρο και στην όπερα φάνηκε εξαιρετικά λεπτή. Μετά από την πρεμιέρα του έργου, ο διευθυντής της Metropolitan Opera δήλωνε μετανιωμένος που δεν έγινε το πρώτο ανέβασμα στη ΜΕΤ.
Το "Sweeney Todd" είναι ένα έργο σκοτεινό και φωτεινό μαζί. Ένα έργο στο οποίο η συνύπαρξη του τραγικού και του κωμικού γίνεται με τον πιο ευφυή τρόπο, ενώ οι έννοιες του μίσους και της εκδίκησης παίζουν κρυφτό με την πατρική αγάπη, τον έρωτα και το τυφλό πάθος. Για πολλούς, ένα έργο που μιλάει για την εμμονή. Για άλλους, μια πολιτική αλληγορία για την αιώνια πάλη των τάξεων.
Πάνω από όλα όμως, ένα μουσικοδραματικό έργο με αριστοτεχνική σύλληψη, με χαρακτήρες ειλικρινείς και ολοκληρωμένους. Με μια μουσική μεγαλειώδη και μια παρτιτούρα επικών διαστάσεων και απαιτήσεων. Με τον μουσικό σπόρο του γνωστού μεσαιωνικού ύμνου "Dies Irae" (Mozart: Requiem, Lizst: Totentanz, Mahler: Συμφωνία αρ. 2, Berlioz: Symphonie Fantastique) να επανέρχεται εμμονικά, θυμίζοντας μας ότι ο θάνατος είναι η μοίρα όλων των ανθρώπων. Με το τέχνασμα των βαγκνερικών leitmotiv (μικρές μουσικές μνήμες) να συνδέουν πρόσωπα και καταστάσεις. Με το στοιχείο της τονικότητας συχνά να χάνεται μέσα σε ένα μυστηριακό ηχητικό περιβάλλον, θυμίζοντας κάτι από Ravel, Prokofiev ή κάτι από τις μουσικές του Bernard Hermann για τις ταινίες του Alfred Hitchcock. Με φωνητικά μέρη γραμμένα σε ακραίες περιοχές, χωρίς διακοσμητικά στοιχεία, αλλά με μοναδικό σκοπό την ξεκάθαρη μουσική αφήγηση. Με μέρη συνόλων των οποίων τη μουσική δραματουργία θα ζήλευε και ο ίδιος ο Mozart. Με μια πλούσια και ευφάνταστη συμφωνική (35 ατόμων) ενορχήστρωση από τον μάγο του είδους Jonathan Tunick.
Κυρίως όμως ο λόγος! Τόσο στα ελάχιστα διαλογικά μέρη αλλά κυρίως στο μεγαλείο των στίχων του ίδιου του Sondheim.
Είναι το τρίτο έργο του αμερικανικού μουσικού θεάτρου που παρουσιάζουμε με την Καμεράτα. Στα δυο προηγούμενα (το "Kiss me Kate" και το "West Side Story") συνειδητά αποφασίσαμε να μην μεταφράσουμε στα ελληνικά τους στίχους των τραγουδιών, αλλά μόνο την πρόζα, η οποία στην ουσία προήγαγε την δράση. Έτσι, ο ήχος της αγγλικής γλώσσας πάνω στον οποίο έγινε και η σύλληψη της μουσικής θα παρέμενε ανέπαφος, ενώ πολυαγαπημένα τραγούδια (ή άριες όπως λέμε στην όπερα) όπως το ρομαντικό "Maria" ή τo τρυφερό "So in love" θα διατηρούσαν το χαρακτήρα τους.
Στην περίπτωση όμως του Sweeney Todd, δεν θα είχε νόημα κάτι τέτοιο. Γιατί εδώ τη δράση προάγει η ίδια η μουσική. Όπως ο ίδιος ο συνθέτης είπε, το Sweeney Todd είναι μια "ταινία για το θέατρο". Ο στίχος στην λεπτομέρεια του έχει απόλυτη σημασία για την κατανόηση και την εξέλιξη της δραματουργίας. Έπρεπε λοιπόν να μεταφραστεί όλο το έργο στα ελληνικά. Κάτι το οποίο αποτέλεσε μεγάλη πρόκληση και παρουσίασε μεγάλες δυσκολίες, εφόσον έπρεπε όχι μόνο να μείνουμε πιστοί στο νόημα και το πνεύμα των στίχων του Sondheim, αλλά να διατηρηθεί ακόμα και ο ήχος των φθόγγων, που είναι κι αυτός μέρος της μουσικής, αποφεύγοντας παράλληλα την εύκολη λύση της παράφρασης.
Ο αστικός μύθος του SWEENEY TODD ξεκίνησε από τα βικτωριανά εβδομαδιαία έντυπα με το όνομα "penny dreadful" του Λονδίνου, για να βρει σύντομα το δρόμο του στη θεατρική σκηνή της εποχής, και στη συνέχεια στη μαυρόασπρη οθόνη του κινηματογράφου. Η ιστορία του φονικού κουρέα που σκότωνε τους πελάτες του με ξυράφι και κατόπιν τους προμήθευε στη συνεργό του κα Lovett, προκειμένου να γίνουν γέμιση για τις... πεντανόστιμες κρεατόπιτές της διασκέδαζε ή και τρόμαζε γενιές ανθρώπων. Όσο μακάβριο κι αν ακούγεται αυτό το σενάριο, είναι τελικά το μαύρο χιούμορ αυτό που επικρατεί. Γιατί σε όλο αυτό το "παιχνίδι" με τις κρεατόπιτες, δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει κάνεις στοιχεία καρτούν ή comic book.
Φυσικά, η ουσία της ιστορίας του Sweeney δεν είναι οι κρεατόπιτες της κας Lovett, αλλά το κίνητρο που έδωσε στον κουρέα της Fleet Street o συγγραφέας Christopher Bond με το ομώνυμο θεατρικό του "μελόδραμα" του 1973, το οποίο αποτέλεσε και την αφορμή για τη δημιουργία του μιούζικαλ από τον Sondheim. O κατά Bond Sweeney είναι ένας κουρέας, το πραγματικό όνομα του οποίου ήταν Benjamin Barker. Ο Barker ζούσε ευτυχισμένος με τη σύζυγο του και τη νεογέννητη κόρη τους στην Fleet Street του βικτωριανού Λονδίνου. Ένας ανήθικος εκπρόσωπος της δικαιοσύνης, ο δικαστής Turpin, επιθυμώντας τη σύζυγό του Todd, κατόρθωσε να τον εξορίσει στην Αυστραλία με ψευδείς κατηγορίες. Ο Barker, 16 χρόνια μετά, δραπετεύει από τη σωφρονιστική αποικία στην οποία ζούσε έγκλειστος και επιστρέφει στο Λονδίνο με το νέο όνομα Sweeney Todd, με σκοπό να βρει την οικογένεια του και να πάρει εκδίκηση από τον δικαστή. Φτάνοντας στο Λονδίνο, ανακαλύπτει ότι ο Turpin, με τη βοήθεια του επιτρόπου της εκκλησίας κ. Bamford (μας θυμίζει κάτι το "πνεύμα και ηθική;"), βίασε την σύζυγο του. Η δυστυχισμένη γυναίκα προφανώς αυτοκτόνησε ενώ η μικρή Johanna, η κόρη τους, πέρασε στην κηδεμονία του δικαστή.
Ο Christopher Bond δίνει με αυτόν τον τρόπο ένα κίνητρο στον Barker/Todd και ένα λόγο για να αντέξει 16 χρόνια στην εξορία, με σκοπό μια μέρα να πάρει εκδίκηση. O Sweeney του Sondheim δεν είναι ένας κατά συρροή δολοφόνος. Είναι ένας άνθρωπος που τον έχει πνίξει το δίκιο. Που χάνεται στη μανία της εκδίκησης. Που χάνει τον έλεγχο μη μπορώντας πια να συγκρατήσει τη μανία αυτή. Τυφλώνεται από την εμμονή και κυριολεκτικά δεν βλέπει μπροστά του. Η τύφλωση αυτή θα αποβεί μοιραία για τους ανθρώπους του αλλά και για τον ίδιο, καθώς ο άτυχος κουρέας εξελίσσεται σε έναν τραγικό ήρωα. Η κα Lovett είναι εξίσου τραγική. Χήρα, ολομόναχη, ζητάει απεγνωσμένα την αγάπη. Θα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της προκειμένου να κερδίσει μια οικογένεια και μια ζεστή αγκαλιά. Και κάποια στιγμή φαίνεται ότι τα καταφέρνει. Μέχρι που η μανία του Todd και η σαθρή πραγματικότητα που έχει δημιουργήσει η κα Lovett, μέσα από τα ψέματα της, θα της στοιχίσουν την καταστροφή της ουτοπίας της.
Γ. Π.