ΚΑΤΑΧΝΙΑ
- Ημερομηνία: Παρασκευή, 24/11/2017 11:19
Μια ανθρώπινη μορφή μέσα στην καταχνιά. Μοναχική. Που αχνοφαίνεται σα νάναι οπτασία. Όραμα. Ένας άντρας. Με τη γροθιά του υψωμένη. Που στέκεται μπροστά σ΄ένα μνημείο. Για να τιμήσει τους αγωνιστές. Νεκρούς και ζωντανούς. Με ένα κόκκινο γαρύφαλλο. Και μια γροθιά δυναμική. Με μια υπόσχεση. Να μην ξεχάσει. Να μην αφήσει κανέναν να ξεχάσει.
Ένας ενενηνταπεντάχρονος λεβέντης που δεν το βάζει κάτω. Ένας παλιός αγωνιστής κι ο ίδιος. Μνημείο ζωντανό. Το δεκαοχτάχρονο παλικαράκι που αψήφησε τον κίνδυνο κατεβάζοντας τη ναζιστική σημαία απ΄ τον ιστό πάνω στον βράχο τον ιερό. Που αψήφησε τον θάνατο. Η υγρασία της ψυχής του με περόνιασε. Και με συνέφερε. Η παρουσία του μου επέβαλε να κάνω και γω κάτι. Γι αυτό γράφω.
Ξεκίνησα προβοκατόρικα τη μέρα εκείνη. Δεν ξέρω ούτε και γω τι μ΄έπιασε. Μπήκα με φόρα στο γραφείο με συνθήματα. ΄΄Το Πολυτεχνείο ζει. Εμείς είμαστε νεκροί.΄΄
΄΄Αν θέλετε να καταθέσετε λουλούδια φέρτε τα στο γραφείο μου΄΄ συνέχισα αγριεμένος. ΄΄Τι με κοιτάτε; Ναι, ήμουνα και γω στο Πολυτεχνείο. Φέρτε τα, λοιπόν, σε μένα. Έτσι κι αλλιώς δεν έχει νόημα κανένα πια. Και για κανέναν΄΄.
Όχι, δε θα μιλήσω ούτε τώρα για τη δική μου σχέση με το Πολυτεχνείο. Άλλη φορά. Θα πω μονάχα αυτό που είπα στην Τατιάνα που με ρώτησε. Η Τατιάνα είναι ό,τι πιο όμορφο κυκλοφορεί, κατά τη γνώμη μου, στους τρεις ορόφους του Υπουργείου και φαίνεται καλό υλικό και μέσα κι έξω.
΄΄Καμιά συναίσθηση ηρωισμού δεν είχαμε. Ίσως μια ανεπαίσθητη αίσθηση κινδύνου. Και ούτε. Αυτό που ήτανε κυρίαρχο ήτανε μια βαθιά χαρά. Και μια διέγερση. Που είμαστε πολλοί. Που είμαστε μαζί. Και που μπορούσαμε, αν θέλαμε, πολλά. Και θέλαμε. Αυτό ήταν όλο΄΄.
Και κει το θέμα έκλεισε.
Τη φωτογραφία με τον Γλέζο την είδα την επόμενη μέρα. Και αποφάσισα να γράψω. Ξέρετε γιατί; Θα σας το πω όπως το νιώθω και μη βιαστείτε να το θεωρήσετε μακάβριο.
Θες η αχλή, η υγρασία, η καταχνιά, θες η απόκοσμη μορφή, θες η στιγμή, θες η συνθήκη, ένιωσα πως ο άνθρωπος αυτός ήρθε από το πουθενά και το παντού, από έναν άλλο κόσμο, να μας θυμίσει μια υπόσχεση που άλλοι έδωσαν και δεν την τήρησαν, που άλλοι θάθελαν να δώσουν και ψάχνουνε τη δύναμη για να το κάνουν και άλλοι τη σιγοψιθύρισαν χωρίς να είναι σίγουροι αν πρόκειται για υπόσχεση ή για σπαρτάρισμα συγκίνησης που θέλησε να μετουσιωθεί.
Ένιωσα πως ο άνθρωπος αυτός θάρχεται πάντοτε στις συναντήσεις με τη μνήμη, τη μνήμη τη συλλογική, μέσα από την καταχνιά του χρόνου. Πως θάναι πάντα εκεί σε κάθε δύσκολη στιγμή, σε κάθε κρίσιμη απόφαση για να θυμίζει την υπόσχεση που ακόμα κι αν δεν δόθηκε ολόψυχα ψάχνει τον τρόπο και τον χρόνο να δοθεί. Μέσα στην καταχνιά. Γιατί η καταχνιά στον τόπο αυτό και στην ελληνική ψυχή ελάχιστα κρατούν.
Ήρθε η στιγμή να το διατυπώσω απερίφραστα.
Σα νάκουσα μέσα στην καταχνιά ένα τραγούδι. Το τραγούδι του νεκρού αδελφού. Που έταξε στη μάνα του την Αρετή να φέρει.
Ένιωσα πως ο άνθρωπος αυτός θάναι σα νέος Κωνσταντής για το Πολυτεχνείο. Πως έδωσε υπόσχεση στο αίμα το χυμένο, στο αίμα του, στο αίμα μας. Πως θάρχεται εις τους αιώνας των αιώνων στο άλογο καβάλα, φέρνοντας πισωκάπουλα μια αρετή, μια αρετή από την καταχνιά της μνήμης, μια αρετή απ΄την ψυχή μας. Μια αρετή λησμονημένη μα ακόμα ζωντανή.
Σαν καβαλάρης του χρόνου. Που θα τηρεί και πεθαμένος την υπόσχεση. Γιατί οι άνθρωποι πεθαίνουν. Οι υποσχέσεις όχι. Περνάνε απαλά και αέναα από τη μια ψυχή στην άλλη. Σαν μια σκυτάλη. Σα ζωή.
΄΄Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους Αγιούς μαρτύρους
Αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,
Αν τύχει πίκρα γη χαρά, εγώ να σου τη φέρω…
Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ΄άστρο χαλινάρι
Και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να τηνε φέρει.΄΄
Το πριν, το τώρα, το μετά γινήκαν ένα. Και διαλύθηκε η καταχνιά.
Υ.Γ. ΄΄Τότε ήρθε ο οδηγός εδάφους του άρματος και μου λέει: ΄΄Θα μπούμε μέσα, θα ρίξουμε την πύλη. Ετοιμάσου!΄΄ λέει ο κ. Σκευοφύλαξ. ΄΄Πήρα θέση και ξεκίνησα. Η καγκελόπορτα έπεσε αμέσως. Το Πολυτεχνείο εκκενώθηκε… Όπως περνούσαν οι φοιτητές θυμάμαι ότι έριχναν μέσα στο τανκ πακέτα τσιγάρα και ό,τι προμήθειες είχαν μαζί τους. Όταν γυρίσαμε στο Γουδί, το άρμα έμοιαζε με περίπτερο. Όσο σκέφτομαι ότι οι φοιτητές μας έδιναν σάντουιτς και τσιγάρα, μετά απ' όσα τους κάναμε... Δεν μπορώ να το συγχωρέσω αυτό το πράγμα στον εαυτό μου. Σκέφτομαι τι πήγα και έκανα!... Ντρέπομαι γι αυτό που ήμουν, γι αυτό που έκανα. Δεν με απαλλάσσει όμως αυτό. Τα λόγια δε σβήνουν τις πράξεις (από συνέντευξη που έδωσε στο ΄΄Βήμα΄΄ στις 09/11/2003, τριάντα χρόνια μετά τα γεγονότα, ο οδηγός του μοιραίου τανκ που εισέβαλε στο Πολυτεχνείο, έφεδρος στρατιώτης τότε).
΄΄Οι κομμουνιστές καίνε την Αθήνα΄΄ μας έλεγαν και εμείς τους πιστεύαμε. Ο κόσμος θυμάμαι ότι μας φώναζε ΄΄είμαστε αδέλφια, είμαστε αδέλφια΄΄. Εγώ ήθελα να τους φάω. Τους έβλεπα σαν παράσιτα. Στο μεροκάματο η ζωή μου άλλαξε 180 μοίρες. Έκανα όποια δουλειά μπορείς να φανταστείς. Εργάτης κατάλαβα ότι δεν μπορώ να έχω τα ίδια αιτήματα με τους εργοδότες. Εμένα που μου έμαθαν να μισώ τους κομμουνιστές ψήφισα δυο φορές ΚΚΕ΄΄.
Το νου μας, αδέρφια. Τα τανκς εδώ είναι ακόμα. Εξίσου απειλητικά και επικίνδυνα. Μόνο που ρίχνουνε την πύλη ύπουλα. Στα μουλωχτά. Πανίσχυρος πολιορκητικός κριός των συνειδήσεων η προπαγάνδα. Που προσπαθεί να μας πείσει πως είμαστε αδύναμοι. Πως το μόνο που μας μένει είναι να καθόμαστε φρόνιμα. Να τα δεχόμαστε αδιαμαρτύρητα όλα. Σκυμμένοι και υποτελείς. Προσκυνημένοι.
Εδώ κι ο Κωνσταντής. Μέσα στην καταχνιά. Να μας θυμίζει την υπέρβαση.
Ναι, το Πολυτεχνείο ζει. Όσο υπάρχει έστω κι ένας Κωνσταντής την αρετή να φέρει, ζει.
Αφιερωμένο στον πολυβραβευμένο σεναριογράφο και συνάδελφο στο Υπουργείο Παιδείας Κωνσταντίνο Τσόκαλη που έφυγε πολύ πρόωρα σήμερα το πρωί.
Ο Δημήτρης Πετρόπουλος παίζει στην ‘’Ολεάννα’’ του Νταίηβιντ Μάμετ στο θέατρο Όλβιο κάθε Παρασκευή, Σαββάτο, Κυριακή.