ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ


0.0/5 κατάταξη (0 ψήφοι)

Δρόμος ή πάρκο. Σ’ ένα παγκάκι κάθονται ένα κορίτσι κι ένας νέος.
ΑΓΟΡΙ: Νόμιζα ότι είμαστε μαζί.
ΚΟΡΙΤΣΙ: Μαζί δεν είμαστε;
ΑΓΟΡΙ: Μου λες πως είσαι…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Εσένα σ’ αγαπάω. Εσύ είσαι ο φίλος μου. Δεν θα σε μπέρδευα σε μαλακίες.
ΑΓΟΡΙ: Κάθισες και σε πήδηξε ο ανεγκέφαλος.
ΚΟΡΙΤΣΙ: Για να εκδικηθώ. Για την κατάσταση. Εσένα δεν σε χαραμίζω.
ΑΓΟΡΙ: Σίγουρα έχεις καθυστέρηση;
ΚΟΡΙΤΣΙ: Κάθε πρωί ξερνάω. Παλεύουν τ’ άντερά μου. Θα δω τη μούρη τους ν’ αλλάζει χρώματα κι ύστερα θα το ρίξω. Θέλω να δω να αλλάζει πρώτα η μούρη τους. Μαμά, Μπαμπά γκαστρώθηκα. Έκανα τεστ, κατούρησα, κι άλλαξε χρώμα το κωλόχαρτο στον καμπινέ. Πήγα και στο γιατρό. Ξέρετε τι σας έχω εδώ; (Δείχνει χυδαία την κοιλιά της.) Το ευχαριστώ για την αγάπη σας. (Γυρνάει στον φίλο της.) Πρώτα θα πέσει η μάνα μου λιπόθυμη. Μετά θα μου αστράψει ο πατέρας μου σφαλιάρα. Ύστερα θα ορμήσουν ο ένας στο άλλον. Θα γίνει νταβαντούρι. Θα γίνουνε ωραία πράγματα. Θα ψάχνουνε να βρουν ποιος φταίει;
Θα με ρωτάνε κι εγώ θα τους κοιτάζω ηλίθια. «Δεν ξέρω με ποιον μου ‘κατσε. Αλήθεια λέω δεν ξέρω. Είχαν ανοίξει οι ουρανοί την ώρα που ήταν μέσα μου ένας φαλλός και… πολύ θέλει;»
Θα τρελαθεί η μάνα μου. Γουστάρω που θα τρελαθεί. Και ο πατέρας μου θα χάσει τη μιλιά του… Θα καταπίνει και θ’ ανεβοκατεβαίνει ο κόμπος της γραβάτας του.
«Είχατε όνειρα για μένα. Κάνατε σχέδια, υπολογισμούς. Εγώ θα τα λουζόμουν. Εγώ όφειλα να τα δεχτώ. Εγώ ποτέ μου δεν ρωτήθηκα. Εγώ θα εκτελούσα. Θα ήμουν το πειραματόζωο. Θα με φορτώνατε τα κόμπλεξ, τη μιζέρια σας, τη σιχαμάρα που έχει ο ένας για τον άλλο κι εγώ σαν τον ταχυδακτυλουργό θα έβγαζα απ’ το καπέλο περιστέρια. Στραγγάλισα τα περιστέρια σας. Τ’ άρπαξα ένα ένα και τους ξερίζωσα το απαίσιο κεφάλι…
Τρύπησα όλη τη μούρη μου γαμώτο. Κάρφωσα χάντρες στ’ αυτιά, στη μύτη μου, στη γλώσσα μου, στα φρύδια μου, στο στόμα μου, στο σώμα, στα βυζιά, στον αφαλό μου… Κάρφωσα χάντρες να γυαλίζουν, να με δείτε. Εδώ τα καθρεφτάκια!… Εδώ η ψυχή μου μεσ’ τις τσουκνίδες και τ’ αγκάθια… Εδώ!… Βοήθεια!…» (Δείχνει στον φίλο της τα μπράτσα της.) Κοίτα. Με ξυραφάκι. Δοκίμασα και να το καταπιώ. Δεν κλείδωσα την πόρτα στο λουτρό ο μαλάκας, μπήκαν, με βρήκαν στη μπανιέρα.
Δεν θέλω να πεθάνω, αλλά δεν θέλω τη ζωή μου, βρίσκεις άκρη; Εγώ δεν βρίσκω.
Γαμάτη εικόνα! Θα μ’ έδειχνε η τηλεόραση. Θα μ’ είχαν πρώτο θέμα. Αίματα, οροί, ασθενοφόρα. Η μάνα μου με το καινούριο της παλτό. Αρμάνι! Με το κοστούμι του και με τον κόμπο της γραβάτας του ο μπαμπάς.
Αν ήμουνα ταχυδακτυλουργός, θα έσφιγγα από μακριά αυτό τον κόμπο μέχρι που να τον έβλεπα να σκάει. Θα γούρλωνε τα μάτια του ο πατέρας μου και θα κουνούσε τα ηλίθια ποδαράκια του, σαν να ‘κανε στο γυμναστήριο «πιλάτες», η σιχαμένη κατσαρίδα. Σιχαίνομαι τις κατσαρίδες. Σαν κατσαρίδες θα τους πάταγα. Εγώ στο ασθενοφόρο με ορούς και νοσοκόμους κι εκείνοι θα ακολουθούσαν με τη μερσεντές.
Οι δημοσιογράφοι θα ρωτούσανε τους γείτονες: «Τι έχετε να πείτε για το γεγονός;» «Πρόκειται για εξαίρετη οικογένεια!» «Ποτέ τους δεν ενόχλησαν!» «Και το κορίτσι τους μαθήτρια αριστούχος!» Μηδέν γαμώτο μου. Μπορεί να μηδενίσει κάποιος τη ζωή μου. Στο απόλυτο μηδέν μήπως και ξεκινήσει κάτι.
ΑΓΟΡΙ: Αν ήμουν ο πατέρας… Θα σε παντρευόμουν. Και τώρα αν θες…
ΚΟΡΙΤΣΙ: Εσένα σ’ αγαπάω. Δε θα σε χαράμιζα. Θα δούνε την κοιλιά μου να φουσκώνει. Θα μπω ξεβράκωτη στην κάμαρά τους την ώρα που θα ροχαλίζουν και θα ανάψω όλα τα φώτα. Εδώ είμαστε αγαπημένοι μου γονείς! Ξυπνήστε να με καμαρώσετε! Και θα ξεράσω μεσ’ τη μούρη τους. (Κουλουριάζεται. Σωπαίνει.)
ΑΓΟΡΙ: Κι ύστερα;
ΚΟΡΙΤΣΙ: Μ’ ένα μαχαίρι θα τρυπήσω την κοιλιά μου κι ύστερα τα ‘παμε: Φορεία, ασθενοφόρα, μαλακίες… «Πρόκειται για εξαίρετη οικογένεια!» «Και το κορίτσι τους του κολεγίου! Αριστούχος!»
Μετά η σειρήνα ουά – ουά – ουά… Και πρώτη φίρμα η φιλενάδα σου στην τηλεόραση. Αυτά.
Κατάσταση τρελό-φασο. Τι άλλο;


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.