ΚΑΝΕΙΣ ΔΕ ΜΟΥ ΓΛΥΤΩΝΕΙ ΕΜΕΝΑ
- Ημερομηνία: Κυριακή, 27/08/2017 12:09
Με μπαμπεσιά έγιναν όλα. Με μπαμπεσιά. Στο όνομα της πίστης χύθηκε αίμα αθώο. Ακόμα μια φορά. Ανόσια. Κι έγινε η περατζάδα κόκκινη. Στη Rambla τούτη τη φορά. Στη Βαρκελώνη.
La Rambla θα πει χείμαρρος, κατεβασιά. Alhambra νόμισα πως είπαν στις ειδήσεις. Alhambra. Το ξακουστό ανάκτορο του μουσουλμάνου εμίρη στη Γρανάδα όταν οι Άραβες κατέκτησαν την Ισπανία. Ένα στολίδι. Μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς. Δείγμα εξαίσιο Ισλαμικής αρχιτεκτονικής και τα λοιπά.
Παράκουσα με άλλα λόγια. Και άκου τώρα… Η άνυδρη Αλάμπρα εξαρτιόταν, λέει, απόλυτα από το νερό της βροχής για να επιβιώσει. Λα Ράμπλα, από την άλλη, θα πει νερό βροχής περίσσιο που πλημμυρίζει και ανοίγει δρόμο.
Alhambra θα πει κόκκινο. Κόκκινη βάφτηκε και η Rambla.
Και δω τελειώνει το παιχνίδι των παρηχήσεων και των συνειρμών και παρεμβαίνει μια πραγματικότητα συγκεκριμένη και ανελέητη που υπόσχεται κακά μελλούμενα.
Στο όνομα της πίστης. Στο όνομα του έρωτα για έναν παράδεισο επουράνιο. Αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων. Γνώριμες διαδικασίες άλλοτε.
Τώρα μας είναι γνώριμες μόνο στο όνομα του έρωτα για έναν παράδεισο επίγειο.
Ο θάνατος και η αποθυμιά. Η αποθυμιά του. Ο θάνατος ως λύτρωση. Η δίψα για ζωή ως έλξη θανάτου. Ακαταμάχητη.
Για την αποθυμιά αυτή μιλάει ο Λόρκα μέσα απ΄το παγερό φεγγάρι του στον "Ματωμένο γάμο". Μέσα από το φεγγάρι που προφητεύει τα μελλούμενα. Τον θάνατο. Ένα φεγγάρι με μορφή νεανική και όμορφη σαν και του δράστη που οι Αρχές αναζητούν. Σαν τον ηθοποιό που γύρευε ο Λόρκα να ενσαρκώσει το φεγγάρι.
Μια δίψα για ζεστή καρδιά, για θάνατο, που σπαρταράει από λαχτάρα για ζωή.
«Είμ’ ένας κύκνος στρογγυλός μες στο ποτάμι,
είμ’ ένα μάτι στα ψηλά καμπαναριά,
και μες στις φυλλωσιές φαντάζω ψεύτικο φως της χαραυγής.
Κανείς δε μου γλυτώνει εμένα! Ποιος κρύβεται;
Ποιανού το κλάμα γροικιέται μες στον χέρσο κάμπο;
Ένα μαχαίρι έχω κρεμάσει μες στον ανταριασμένο αγέρα,
που λαχταράει, μολύβι τώρα, πόνος να γίνει μες στο αίμα.
Αφήστε με να μπω! Παγώνω στους τοίχους και στα παραθύρια.
Μια στέγη ανοίχτε, μια καρδιά, να μπω να ζεσταθώ λιγάκι! (…)
Μα τούτη τη νύχτα θα βαφτούν τα μάγουλά μου κόκκινο αίμα,
και τ’ άγρια βούρλα θα ζαρώσουν κάτου απ΄ τα πέλματα του αγέρα.
Ίσκιο δε θα’ βρουν και φυλλωσιά για να γλιτώσουν από μένα!
Θέλω μονάχα μια καρδιά! Ζεστή!
Το αίμα της να βάψει τα κρύα βουνά τα στήθια μου (…)
Ποιος κρύβεται; Να βγει έξω είπα!
Κανείς δε μου γλυτώνει εμένα!
Θε να τ΄αστράψω το άλογο με διαμαντένιο πυρετό»
Μια δίψα για καρδιά ζεστή… Ψυχοπομπός και δράστης το φεγγάρι, η νιότη, η ομορφιά, ο έρωτας, η ίδια η λαχτάρα για ζωή που σπαρταράει σε πεδία σκοτεινά και ανεξήγητα.
Φταίει αυτό. Φταίει εκείνο. Φταίει, φταις, φταίω…
Όχι άλλο αίμα.
Υ.Γ. Ο θάνατος του Σαμψών στον ναό («αποθανέτω ή ψυχή μου μετά των αλλοφύλων» Κριτές, 16) δεν παρουσιάζεται ως αυτοκτονία αλλά ως επαναφορά στην αρχική του αποστολή ως κριτή (ηγέτη) και ναζίρ (αφιερωμένου στον Θεό), αποστολή που είχε εγκαταλείψει. Στη Βίβλο η αρχική πηγή, με άλλα λόγια. Και όχι στο Κοράνι.
Γεμίζει όπου νάναι το φεγγάρι. Το τελευταίο του φετινού καλοκαιριού. Μια στέγη ανοίχτε, μια καρδιά, να μπει να ζεσταθεί λιγάκι!