ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΠΗΓΑΝ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΑ
- Ημερομηνία: Τρίτη, 04/10/2016 18:59
- Συντάκτης: Δημήτρης Πετρόπουλος
- Κατηγορία: Άρθρο
Στους ΄΄Ορνιθες΄΄ του Αριστοφάνη, δυο Αθηναίοι ψάχνουν τόπο και τρόπο να ζήσουν κάπου ήσυχα και ειρηνικά γιατί κουράστηκε η ψυχή τους. Απηύδησαν από τα χούγια των ανθρώπων. Άσε που μαίνεται τριγύρω ο πόλεμος για χρόνια. Έτσι, με τη βοήθεια των ανέμελων πουλιών στήνουν στα σύννεφα μια πολιτεία ονειρική. Έλα όμως που και η νέα πολιτεία απειλείται, παρά την ιδιομορφία της, από όλα τα δεινά που θέλουν να αποφύγουν. Από το σύστημα που τους ακολουθεί σαν εφιάλτης κι από τις παθογένειές του. Αναμετριούνται με τους πάντες και τα πάντα. Ακόμα και με τους θεούς. Ανάγκα όμως πείθονται κι αυτοί.
Αυτά συν πλην λέει το έργο. Όχι η παράσταση της Στέγης, το έργο. Γιατί σ΄ αυτό που είδαμε δεν κινδυνεύουν από τίποτα. Καλή καρδιά και όλα λύνονται. Στο τέλος πάνε στην ακρογιαλιά όλοι μαζί. Χωρίς καμία γρατσουνιά.
΄΄Με έκανε να νιώσω νέα΄΄ είπε η φίλη μου η Βικτώρια που τόδε στην Επίδαυρο. ΄΄Αιχμές δεν έχει. Όλες τις ΄΄επικίνδυνες΄΄ σκηνές τις έκοψε. Το έργο το αποπολιτικοποίησε τελείως. Παρόλα αυτά εμένα μου άρεσε. Είχα πολύν καιρό να νιώσω έτσι σε παράσταση΄΄.
Η λαμπερή της η διάθεση μου έκανε εντύπωση. Ιδεολογικά περνάει φάση απογοήτευσης κι αυτό το ΄΄με έκανε να νιώσω νέα΄΄ μέτραγε… ιαματικά. Πολύ σημαντικό.
Έβαλα μέσον για να βρω εισιτήριο στη Στέγη. Χαμός. Όλοι όσοι δηλώνουν ευαίσθητοι και καλλιεργημένοι ήταν εκεί. Αυτό είναι το κοινό του μαγαζιού, πρωτίστως.
Ώστε ΄΄με έκανε να νιώσω νέα΄΄… Για ελιξίριο μιλάμε δηλαδή.
Και μένα με συγκίνησε η παράσταση αρχικά. Με πήρε απαλά και με οδήγησε ανεπαίσθητα εκεί που όλοι συναντιόμαστε κι ανακαλύπτουμε ξανά τον κόσμο απ΄ την αρχή, εκεί που όλοι μοιραζόμαστε την αρχική μας αθωότητα, εκεί όπου ο Αριστοφάνης και ο Μπέκετ τα λένε πλάι-πλάι.
Χαμογελούσα ευδαιμονικά. Κι άρχισα νάχω προσδοκίες ανάλογες. Ποτέ δεν είχα ξαναδεί τέτοιο Αριστοφάνη. Κάτι σαν ΄΄Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας΄΄ με πινελιές που ανάλαφρα παρέπεμπαν στον σκοτεινό αλλά γεμάτο χιούμορ υπαρξιακό ου-τόπο του ΄΄Περιμένοντας τον Γκοντό΄΄. Ονειροφαντασιά χωρίς χοντράδες. Προσφέρεται και το έργο, φυσικά. Ποιητικός ρεαλισμός. Με περιορισμένη λαϊκότητα στην έναρξη. Δεν είναι ούτε οι ΄΄Αχαρνής΄΄ ούτε οι ΄΄Ιππής΄΄.
Μετά, άρχισε ο ρυθμός να ξεχειλώνει. Διάρκειες διπλάσιες του αναγκαίου και του λειτουργικού. Και λίγο-λίγο η μαγεία τέλος. Άρχισαν οι επεξηγήσεις και τα κενά περιεχομένου έγιναν έντονα αισθητά. Ούτε όρνια αρπακτικά υπήρχαν στην παράσταση ούτε μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά. Κίνδυνος ουδείς. Και η αβάσταχτη ελαφρότητα επικράτησε. Τότε, λειτούργησε ξανά η κριτική μου η ματιά που είχε λίγο αποσυρθεί. Το παραμύθι εξελίχθηκε σε τσίρκο. Τούρτες στη μούρη και… καλημέρα θλίψη.
Όχι, δεν πρόκειται να γράψω κριτική για την παράσταση. Έχουν γραφτεί ένα σωρό. Και ειλικρινείς και από τις άλλες. Αναγνωρίζονται όλες με λίγη προσοχή. Θέλω να μοιραστώ μονάχα κάποιες απορίες.
Αποφασίζεις να ανεβάσεις ένα έργο για κάποιο λόγο, έτσι δεν είναι; Κάτι θέλει να πει ο ποιητής που συγκινεί και σένα. Και νοιώθεις την ανάγκη να το πεις και συ, εδώ και τώρα.
Στους ΄΄Ορνιθες΄΄ το θέμα τίθεται ξεκάθαρα. Ο ποιητής μέσω ενός μεγαλειώδους έμπνευσης ευρήματος καταγγέλλει τα κακώς κείμενα της πολιτείας και επισημαίνει τις κατά τη γνώμη του πηγές της δυστυχίας με στόχο την αφύπνιση των πολιτών. Προτείνει διεκδίκηση καλύτερης ζωής. Ο άνθρωπος από τον εαυτό του, λέει, κινδυνεύει κι από κοινωνικά συστήματα που υποθάλπουν καταστάσεις νοσηρές.
Ο Αριστοφάνης δεν προτείνει το ανέφικτο, τον κόσμο του παραμυθιού, την απολιτική ουτοπία ως λύση. Οραματίζεται ο ποιητής, δεν ονειρεύεται. Δεν νανουρίζει, εμπνέει. Η Αθήνα, κουρασμένη από τον πόλεμο και τον εκφυλισμό του πολιτεύματος, διέτρεχε κίνδυνο θανάσιμο. Τα πράγματα ήταν κρίσιμα. Η ανάγκη για υπευθυνότητα αδήριτη. Κανένας χώρος για ελαφρότητα και παιχνιδιάρικη διάθεση. Η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει. Τρία χρόνια μετά την παρουσίαση των ΄΄Ορνίθων΄΄ η περιβόητη Αθηναϊκή δημοκρατία καταλύθηκε. Το ολιγαρχικό πραξικόπημα των Τετρακοσίων άνοιξε δρόμο για μια ήττα ταπεινωτική από τη Σπάρτη. Η Αθήνα δεν ξανασήκωσε ποτέ κεφάλι.
΄΄Πόλη να ζήσουν αραχτοί΄΄ διατείνεται ο Πεισθέταιρος πως ψάχνουν. ΄΄Τόπο απράγμονα΄΄. Μα δεν το αντέχουν ούτε μια στιγμή. ΄΄Αποβλακώθηκες. Άιντε κουνήσου λίγο΄΄ λέει ο ίδιος στο χορό των πουλιών όταν αργότερα ο χορός υμνεί την πολυπόθητη Ησυχία. Οι Αθηναίοι θεωρούσαν την ΄΄απράγμονα ησυχία΄΄ συμφορά, λέει ο Θουκυδίδης. ΄΄Ούτε οι ίδιοι έμεναν ήσυχοι, ούτε τους άλλους άφηναν ήσυχους΄΄.
΄΄Είσαι από τη φύση σου αμαθής και όχι πολυπράγμων΄΄ λέει ο Πεισθέταιρος στο χορό των πουλιών, τσιγκλώντας τα για να βοηθήσουν. ΄΄Δεν ξέρεις τι σου γίνεται, δεν είσαι ξύπνιος΄΄, με άλλα λόγια. Οι Αθηναίοι καμάρωναν για την πολυπραγμοσύνη τους. Οι λέξεις απράγμων και απραγμοσύνη και τα αντίθετά τους πολυπράγμων και πολυπραγμοσύνη ήταν λέξεις με φόρτιση ιδιαίτερη. Παρέπεμπαν σε δυο αντίθετα ιδεώδη και χαρακτήριζαν τη στάση των προσώπων και των πόλεων. Είχαν ιδιαίτερη κοινωνική βαρύτητα.
Νεφελοκοκκυγία δεν θα πει χαριτωμένα και ανέμελα του κούκου η πολιτεία μες στα σύννεφα αλλά και του κουτορνιθιού η πολιτεία. Του μπούφου. Του αιθεροβάμονα. Του ονειροπαρμένου. ΄΄Όνομα ανάλαφρο και κούφιο΄΄. Αποχαυνωτικό. Πάρα πολύ. ΄΄Εκ των νεφελών και των μετεώρων χωρίων χαύνον τι πάνυ΄΄, λέει ο Αριστοφάνης.
Μια εκμαυλιστική Νεφελοκοκκυγία παρουσιάζει και ο Μπρεχτ στο έργο ΄΄Η άνοδος και η πτώση της πόλης του Μαχαγκόνυ΄΄ Κι εδώ η ιστορία διαδραματίζεται μακριά από τον υπόλοιπο πολιτισμό. Το Μαχαγκόνυ έχει τη φήμη πως δεν απέχει και πολύ από τον επίγειο παράδεισο. Βρίσκεις μονάχα απολαύσεις. Οι αξίες της πόλης είναι ΄΄κάνε ό,τι γουστάρεις΄΄ και ΄΄αν κάποιος σου στέκεται εμπόδιο εξαφάνισέ τον΄΄. Το χρήμα είναι ο θεός των πάντων και όλα πουλιούνται και αγοράζονται με μόνο στόχο την απόλαυση. Το Μαχαγκόνυ παραπέμπει στη λειτουργία του καπιταλισμού και στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης όπου πίσω από την πρόσοψη της ευτυχίας και της ευημερίας κυριαρχούσε η διαφθορά και η αγριότητα. Η ευτυχία τελικά δεν αγοράζεται. Κόλαση ο παράδεισος. Η πόλη καίγεται. Η ουτοπία καταρρέει. Επωφελούνται οι Ναζί. Όταν ανέλαβαν την εξουσία το έργο απαγορεύτηκε γιατί άνοιγε τα μάτια στους πολίτες.
Οι ΄΄Όρνιθες΄΄ σε τούτη την παράσταση απέφυγαν τον όποιο σκόπελο. Αυτολογοκριθήκανε προληπτικά. ΄΄Τα βρήκανε΄΄ είναι η επωδός. Όλοι με όλους. Και πήγαν στην ακρογιαλιά όλοι μαζί.
Η Ίλια δεν δέχεται πελάτες ποτέ την Κυριακή, θα το θυμάστε. Την Κυριακή πάει στο θέατρο. Και βλέπει θέατρο με την καρδιά –με την καλή της την καρδιά. Η Μήδεια δεν σκοτώνει τα παιδιά της, φυσικά. Πως θα μπορούσε; Κι όταν ο αχάριστος ο Ιάσονας της φέρεται άσχημα και την προδίδει, τον συγχωρεί. Και παίρνουν τα παιδιά τους ΄΄και πάνε στην ακρογιαλιά όλοι μαζί΄΄. Η Ίλια σφύζει από ζωή και θετική ενέργεια. Και χαίρεται που ζει. Δεν της αρέσει η ασχήμια. Της αρέσει να γελάει. Δε θέλει αίμα. Κανένας άνθρωπος δεν θέλει να χυθεί αίμα παιδιών. Πόσο μάλλον το αίμα των δικών του των παιδιών. Άλλο θέλει να πει η αρχαία τραγωδία, φυσικά. Αυτό πιστεύει η Ίλια. Γι αυτό, στο τέλος, πάνε στην ακρογιαλιά όλοι μαζί.
Τι σχέση έχει τώρα, θα μου πεις, η Ίλια με τον Αριστοφάνη;
Έλα μου ντε!
Υ.Γ. Α, και ένα ακλόνητο αντεπιχείρημα. Απ΄το ΄΄Ποτέ την Κυριακή΄΄ κι αυτό. Όταν ο μπουζουξής σταμάτησε να παίζει γιατί του είπαν πως αφού δεν ξέρει να διαβάζει νότες δεν είναι αληθινός μουσικός, η Ίλια… τον αναπτέρωσε.
΄΄Τα πουλιά μπορούν να διαβάσουν μουσική;΄΄ τον ρώτησε.
΄΄Οχι΄΄ απάντησε εκείνος.
΄΄Ε, λοιπόν, τι λες; Θάπρεπε να πάψουν να τραγουδάνε;΄΄
Να τραγουδάνε. Όχι να ψηφίζουν.