Η ΖΩΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ
- Ημερομηνία: Κυριακή, 16/08/2020 14:00
Κάποιο βράδυ, που πρέπει να ήμουν θολωμένη, έγραφα στο lap-top:
Γειτονεύω με μικρές, ατομικές κολάσεις, με διαφορετικό consept η καθεμιά. Στις ματιές, νομίζω, φαίνονται οι πρώτες αλλοιώσεις. Το νιώθεις όταν καταργείται η ευθεία. Όταν οι άνθρωποι απαγορεύουν στο βλέμμα τους την συντομοτέρα, πάσης άλλης, διαδρομή. Το βράδυ θα φάμε με τη Ζωή.
Σ' εκείνο το σημείο, είχα σταματήσει.
Είναι 2016.
Περνάω από το θέατρο. Εκεί που γίνονται ελιγμοί ευτυχίας, όπως έλεγε ο Καρούζος, ώστε να υπάρχουμε αναπαυτικά δυστυχισμένοι. Της πάω κρέμες προσώπου και σώματος, που βρήκα στη Βαρσοβία. «Θαυματουργές, με ιαματικό νερό», της λέω. Κάνει χαρές, σαν μικρό παιδί που του χαρίζουν παιχνίδια. Τη φωτογραφίζω με το κινητό, μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη του καμαρινιού, με τις αμέτρητες εικόνες αγίων και τα φυλακτά.
Περιεργάζεται τις κρέμες κι ακούει παλιά λαϊκά. Πάντα πριν την παράσταση ακούει δυνατά, ενώ μακιγιάρεται, λαϊκά τραγούδια. Τώρα η Νίνου λέει «Τα μάνταλα» κι η Ζωή ψιθυρίζει τα λόγια. Αμέσως μετά, η Γκρέυ τραγουδάει «Σε τούτο το παλιόσπιτο, σε τούτο το ρημάδι». Στο «... θάψαμε την αγάπη μας, ένα Σαββάτο βράδι», γυρίζει και με ρωτάει:
- Έχεις χωρίσει σε παλιόσπιτο;
- Ούυυυυ, της λέω. Εσύ;
- Γάμησέ τα!
Έχει κόψει πολύ κοντά τα μαλλιά της. Αποφασίζει να τ' αφήσει στο φυσικό τους χρώμα. Δε θέλει -λέει- να τα ξαναβάψει. Το crazy girl έχει κατάλευκα μαλλιά. Θέλει παντού το λευκό χρώμα. Έτσι από πείσμα στο τόσο μαύρο στην αρχή της ζωής της.
Γνωριζόμαστε χρόνια.
Έχουμε ξενυχτήσει συζητώντας. Ατέλειωτες ώρες προσωπικών αποκαλύψεων, εκμυστηρεύσεων, αλληλοψυχανάλυσης. Έχουμε πάει διακοπές μαζί, στη Σάμο, έχω φιλοξενηθεί στο Πόρτο Ράφτη, έχουμε φάει τόνους κεφτεδάκια και χωριάτικες σαλάτες με παπάρες, έχουμε βάλει ελαιόλαδο στα μαλλιά πριν μπούμε στη θάλασσα, γιατί είχε ανακαλύψει ότι προστατεύει απολύτως τα βαμμένα ξανθά, έχω αποδεχθεί την πρότασή της να κάνουμε μαζί κρυοθεραπεία, βρίζοντας τελικά, η μία την άλλη (μπροστά σε όλους), γι' αυτόν τον χαμένο χρόνο, έχουμε κλάψει από νεύρα κι από θλίψη, έχουμε θυμώσει ετεροχρονισμένα με κάποιους παλιούς έρωτες που μας τσάκισαν, έχουμε βγάλει κι έχουμε μετρήσει τα τραύματά μας, για να δούμε ποια τα έχει πιο μεγάλα, έχουμε εξομολογηθεί κορυφαίες κατινιές μας και απιστίες, έχουμε παρεξηγηθεί για βλακείες και έχουμε γελάσει πάρα πολύ. Μόνο στις πολιτικές συζητήσεις μας δεν περνούσαμε καλά. Παράλληλοι μονόλογοι, καμιά επαφή.
Έχω μελετήσει το βάδισμά της, αυτό το ελαφίσιο περπάτημα, με το ασορτί σηκωμένο σαγόνι, που σου ξεκαθάριζε ευθύς εξαρχής τι είδους πλάσμα, περνάει από μπροστά σου. Ένα περήφανο αιλουροειδές που βάδιζε στο φυσικό του περιβάλλον, τη ζούγκλα. Τη ζούγκλα που την ήξερε καλά και δε φοβόταν να την περπατάει μόνο του.
Μου εμπιστεύεται, πριν πολλά χρόνια, κάποιες φωτογραφίες ευτυχισμένων στιγμών της, για να τις χρησιμοποιήσω αν αποφασίσω να γράψω, όταν φύγει, την ιστορία της. Όπως πάντα, τις φύλαξα και τις ξέχασα. Τώρα που τις ανακάλυψα, καταλήγω πως η ηλικία της Ζωής -από την αρχή μέχρι το τέλος- ήταν εφηβική. Μια πεισματάρα, άτακτη, περίεργη, ατρόμητη δεκαεξάρα. Μια δεκαεξάρα προγραμματισμένη να «γαμάει τα λύκεια».
Την απολαμβάνω όταν τρέμει από τρακ, πριν βγει στη σκηνή. Σαν κοριτσάκι που βγαίνει να δώσει εξετάσεις, μπροστά στους πιο αυστηρούς κριτές. Στεγνώνει ο λαιμός της και η καρδιά της χτυπάει -μου λέει- σαν ταμπούρλο. Η ντίβα αγωνιά. «Μπορείς να μου πεις τι να κάνω με τον λαιμό μου, που ξεραίνεται πριν βγω;» Ούτε η βότκα λύνει το πρόβλημα. Η Ζωή πάντα, πριν το τρίτο κουδούνι, τρέμει ολόκληρη, πίσω στην κουίντα...
Κάποια βράδια, ύστερα από την παράσταση, πάμε για φαγητό. Εμπειρία! Τόμοι θα μπορούσαν να γραφτούν από αυτές τις στιγμές. Συνήθως την συνοδεύουν οι δύο από τους τρεις (απολύτως ταγμένοι σ' αυτήν) άνθρωποί της: ο Γιώργος Σιδέρης και ο Βαγγέλης Λόλης . Ίσως οι μοναδικοί, μαζί με τον Ασημάκη Δρόσο, που εμπιστεύεται απολύτως. Μέχρι την παραγγελία του φαγητού και του κρασιού, τα πάντα φαντάζουν ειδυλλιακά, υπό τη φεγγαράδα του Βοτανικού ή του Κολωνακίου. Λίγο αργότερα, δεν ξέρω πώς και γιατί, ξεκινάει ξαφνικά το πατιρντί. Μια σπίθα διαφωνίας σε κάτι -συνήθως ασήμαντο- πυροδοτεί αλυσιδωτές εκρήξεις. Κάποιο πολιτικό, καλλιτεχνικό ή και γαστριμαργικό θέμα, (κάποτε έγινε μέγας χαμός για το αν είναι πιο ανθυγιεινή μια χοιρινή μπριζόλα ή ένα λουκάνικο), γίνεται αφορμή να μας πάρει χαμπάρι όλο το μαγαζί και να μας κοιτούν εμβρόντητοι σερβιτόροι και πελάτες. Πόσοι αυτόπτες μάρτυρες στο «L' Abreuvoir», στα «Πρόσωπα», στο «Baltazar», στο «Salon de Bricolage» και στις ταβέρνες του Βοτανικού, δεν έχουν πληροφορηθεί με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες πολιτικά και καλλιτεχνικά παρασκήνια, σε ντο μείζονα; Ποιος ξέρει πώς θα διηγούνται μέχρι σήμερα, αυτές τις αποκλειστικότητες, στον κύκλο τους...
H Ζωή μιλάει δυνατά, διαφωνεί δυνατά, βρίζει δυνατά, γελάει δυνατότερα. Όπως εκείνο το βράδυ, στην γωνιακή ταβέρνα, κοντά στην Καστοριάς, που οι φωνές της ακούστηκαν μέχρι το Γκάζι. Διαφωνούσαμε, όπως πάντα, σε κάποια πολιτικά θέματα. Έξαλλη που δεν εννοούσα να συμφωνήσω με τις απόψεις της, λέει στον Γιώργο να βγάλει από την τσάντα της ένα γράμμα και να μου το δώσει. «Ορίστε δες τι έστειλα στον Σαμαρά, τον Μεϊμαράκη, στον Δένδια και στον Γεωργιάδη. Ξεστραβώσου κι άμα θες δημοσιοποίησέ το κιόλας. Να μάθουν όλοι, το πόσο γελοίο κι επικίνδυνο είναι, ένα ολόκληρο κόμμα να είναι κότα!».
Το γράμμα έχει ημερομηνία Παρασκευή 26 Αυγούστου 2016. Αναφέρει μεταξύ άλλων:
Σας γράφω ως μια απλή πολίτης που παρακολουθεί ανήσυχη και εξοργισμένη την ηθική, πολιτική και οικονομική κατάπτωση της πατρίδας της από μια κυβέρνηση ανίκανη και επικίνδυνη.
Σας γράφω επίσης ως απλό μέλος του κόμματος, αφού οι κανονισμοί με υποχρέωναν να γίνω στις εσωκομματικές εκλογές της ΝΔ το 2009. Με αγανάκτηση και απορία παρακολουθώ μήνες τώρα την αδυναμία της Νέας Δημοκρατίας να ασκήσει μια σθεναρή, αυστηρή και μαχητική αντιπολίτευση. Ο δημόσιος λόγος της, αυτός που εκφράζεται μέσω όσων εν πάσει περιπτώσει στελεχών δεν έχουν εξαφανιστεί περιέργως από το προσκήνιο, περιορίζεται σε μια «χλιαρή αντίδραση επί του καναπέως» ωσάν να έχουμε να κάνουμε με μια κυβέρνηση που πολιτεύεται και εκφράζεται με τους στοιχειώδεις κανόνες λογικής και ηθικής. Αδικαιολογήτως παρασυρμένος από τα επικοινωνιακά τρικ, τους κουτοπόνηρους ελιγμούς και την σαρωτική προπαγάνδα της κυβέρνησης, ο δημόσιος λόγος της ΝΔ όχι μόνο έχει εγκλωβιστεί σε μια αντίληψη «μου περνάτε τη σαλάτα παρακαλώ;» δείπνου πολιτικής φιλοσοφίας σε σαλόνι, αλλά το κυριότερο αντιμετωπίζει με politically correct όρους μια κυβέρνηση που πορεύεται με όρους πεζοδρομίου.
Ακούγοντας τις δημόσιες τοποθετήσεις στελεχών και διαβάζοντας τις επίσημες ανακοινώσεις της ΝΔ είναι ολοφάνερο πως το κόμμα είναι παγιδευμένο στην ατζέντα του ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί και οι τοποθετήσεις και οι ανακοινώσεις εκτός του ότι φανερώνουν την αδυναμία απεγκλωβισμού της ΝΔ από έναν πολιτικό λόγο και μια πολιτική συμπεριφορά στα οποία οι πολίτες καλώς ή κακώς γύρισαν προ καιρού την πλάτη, φανερώνουν ταυτόχρονα και μια πολιτική νιρβάνα, μια ονειροπαγίδα μέσα στην οποία η ΝΔ στήνει το δικό της πολιτικό εξωπραγματικό σύμπαν ακριβώς τη στιγμή που η χώρα καταρρέει. Έχουμε αντιληφθεί, για παράδειγμα, τι συμβαίνει με το ζήτημα των τηλεοπτικών αδειών; Έχουμε αντιληφθεί την έκταση που καταλαμβάνει η κυβερνητική προπαγάνδα στα ΜΜΕ με επίκεντρο τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης; Έχουμε συνειδητοποιήσει πως οδεύουμε ύπουλα και μεθοδικά σε έναν ιδιότυπο περιορισμό της ελευθερίας του λόγου; Και αν το έχετε αντιληφθεί, αν το έχετε συνειδητοποιήσει, με ποιους πολιτικούς όρους και τρόπους στέκεστε απέναντι σε αυτές τις μεθοδεύσεις; Με την ακαδημαΐζουσα γλώσσα διαφήμισης των αυτονόητων αυριανών πολιτικών σας ή με την παραδοσιακή σας εσωστρέφεια; Από την αναθεώρηση του Συντάγματος μέχρι και τις τηλεοπτικές άδειες και από την δημόσια τάξη μέχρι και την εκπαιδευτική πολιτική η ΝΔ «ανέχεται» την κυβερνητική επέλαση με «σκληρές» ανακοινώσεις που δεν θυμίζουν παρά ένα θυμωμένο παιδί που του πήραν το παγωτό από τα χέρια.
Αυτό που χρειάζονται όμως στην κυβέρνηση είναι μια αντιπολίτευση που ο λόγος της θα μεταλλαχθεί σε «πεζοδρομιακό» δίχως να χάσει τα επιχειρήματα και την πειθώ του. Είναι σαν ένας άνθρωπος που μεγάλωσε με γαλλικά, πιάνο και comme il faut τρόπους να προσπαθεί να αναμετρηθεί στη γλώσσα και στη διαχείριση της πραγματικότητας με έναν άλλο που μεγάλωσε στους δρόμους, στις καταλήψεις, στην «αλητεία». Εκ των πραγμάτων, κερδισμένος θα βγει ο δεύτερος. Γιατί ο δεύτερος διαθέτει μια κουτοπονηριά και ένα «ψήσιμο» μέσα στην ίδια τη ζωή που του προσφέρει το συγκριτικό πλεονέκτημα της επιβολής στα σημεία. Άλλωστε οι πλειοψηφίες των λαών δεν μεγάλωσαν με γαλλικά και πιάνο και ούτε ξέρουν «από τρόπους». Σε αυτούς όμως απευθύνεστε, αυτούς χρειάζεται να πείσετε. Σωστά;
Είμαι εξοργισμένη γιατί δίνετε την εντύπωση πως αναμένετε την πτώση της κυβέρνησης σαν να είναι ώριμο σύκο. Στο μεταξύ όμως, ο κοινωνικός ιστός διαλύεται και η κυβέρνηση νομοθετεί ανενόχλητη μια σειρά νόμων που προσβάλλουν κάθε εθνική, θρησκευτική και οικογενειακή αξιοπρέπεια. Και η ΝΔ εξακολουθεί να εκδίδει «σκληρές» ανακοινώσεις, ουραγός των κυβερνητικών πρωτοβουλιών, δίχως να αντιλαμβάνεται τα επικοινωνιακά σουσούμια της κυβέρνησης. Η κυβέρνηση εξαπατά, εξυβρίζει, στηλιτεύει, ψεύδεται και η αντιπολίτευση απλά μας υπενθυμίζει πως η κυβέρνηση κάνει όλα τα παραπάνω. Αδυνατώντας να κατανοήσω το που οδηγεί αυτή η πολιτική αποχαύνωση και τιμώντας από την πρώτη στιγμή και μέχρι το τέλος μου τον Κωνσταντίνο Καραμανλή που είμαι βεβαία πως αν ζούσε θα είχε πολλά «να σύρει» στους νεοδημοκράτες, σας ενημερώνω πως έχω αποστείλει στο κόμμα σας επιστολή με αίτημα διαγραφής μου από μέλος. Δεν αντέχω να βλέπω την πατρίδα μου να διαλύεται και την αντιπολίτευση, αντί να αποτελεί την ύστατη ελπίδα αναγέννησης και ανόρθωσης του τόπου, να διαλογίζεται μεταξύ «τυρού και αχλαδίου».
Ζωή Λάσκαρη.
- Ε και; της λέω. Πιστεύεις τώρα ότι τους έκανες τα μούτρα κρέας; Ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε! Τη στιγμή μάλιστα, που της είπα, ότι στα ίδια αφεντικά υπακούν και λογοδοτούν ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ και ίδια συμφέροντα εξυπηρετούν, τα δυο πιάτα με τις τηγανιτές πατάτες χοροπήδησαν στον αέρα, από τη δύναμη του χτυπήματος του χεριού της στο τραπέζι!
- Σε πληροφορώ λοιπόν, -μου λέει και μου δείχνει ένα μήνυμα στο κινητό της- πως η επιστολή αυτή απαντήθηκε, δες και μόνη σου από ποιον.
Το μήνυμα έλεγε:
Ζωή, σε πολλά συμφωνώ! Αν δεν κερδίσουμε το πεζοδρόμιο, δεν θα ρίξουμε τον ΣΥΡΙΖΑ.
Κι αφού βεβαιώνεται ότι το είδα καλά, και ότι έχω εκτιμήσει και το ποιος από τους τέσσερις απάντησε, ζητάει με νεύμα, τον λογαριασμό (για να πληρώσει εκείνη, όπως πάντα), σηκώνεται όρθια και ειδοποιεί από το κινητό τον σωφέρ της να έρθει αμέσως, για να πάνε Πόρτο Ράφτη. Πριν αποχωρήσει, κοντοστέκεται στην πόρτα της ταβέρνας και βάζει τον επίλογο:
- Και για να τελειώνουμε. Την έδειξα και στον Βενιζέλο και τη βρήκε εξαιρετική και κυρίως εύστοχη. Άντε καληνύχτα. Εκείνη τη βραδιά, είχε εκνευριστεί πολύ. Οι πέντε εγκαταλελειμένοι, ο Γιώργος, ο Βαγγέλης, οι δυο ηθοποιοί κι εγώ, την κοιτάζουμε να αποχωρεί από την ταβέρνα, με τον ίδιο αγέρωχο τρόπο, που παρατούσε σύξυλο τον Γεωργίτση, στις «Θαλασσιές τις χάντρες».
Τελικά, ο μόνος (εν ζωή) πολιτικός που βρίσκεται στο απυρόβλητο της Λάσκαρη, είναι ο Δημήτρης Κουτσούμπας. Μια μέρα μου ζητάει, γνωρίζοντας πως είναι φίλος μου, να τον φέρω στην παράστασή της. Το περνάω ντούκου και πάω ν' αλλάξω κουβέντα. Εκείνη, εκεί. «Τον θέλω, βρε παιδί μου, πώς το λένε; Θέλω να τον γνωρίσω». «Βρε Ζωάκι» -έτσι τη λέω, στις καλές μας- «πώς να πω στον Κουτσούμπα να 'ρθει να δει ένα έργο του Μουτσινά; Με τι μούτρα;» (Ο Γιώργος μου κλείνει το μάτι, σαν να λέει «καλά το πας».) Και η Ζωή: «Δε θα του πεις αυτό, θα του πεις: "Έλα να δεις τη Λάσκαρη"!».
Μία βδομάδα μετά, ο ΓΓ του ΚΚΕ τη χειροκροτάει από την πρώτη σειρά και στο τέλος της παράστασης, δέχεται κατά μέτωπον επίθεση διαχυτικότατης λατρείας από τη σταρ. Φιλιούνται, αγκαλιάζονται, φωτογραφίζονται και στο τέλος, τακτοποιεί και την τελευταία της εκκρεμότητα μαζί του. (Μου είχε πει πως θα το κάνει, αλλά ήλπιζα πως δεν θα το τολμούσε.) Τον πλησιάζει, τόσο κοντά, ακουμπώντας σχεδόν τη μύτη της στη δική του, του τσιμπάει τρυφερά και παρατεταμένα, τα μαγουλάκια και ζουζουνίζοντας, του λέει πόσο τον αγαπάει! Το χαμόγελο του Νίκου Σοφιανού δίπλα του, νιώθω να παγώνει. Ο Βαγγέλης με κοιτάζει σαν να μου λέει "Λούσου τα, τώρα, κυρά μου!". Ευτυχώς ο Κουτσούμπας, δεν αιφνιδιάζεται, εξακολουθεί να γελάει και να το απολαμβάνει. Η Ζωή πετάει στα ουράνια. Και τότε, του λέει: «Να κανονίσετε με τη Σεμίνα να έρθω στον Περισσό να με ξεναγήσετε» (!) Αυτό ήταν. Το είπε κι αυτό. Εκείνος ατάραχος: «Με χαρά. Όποτε θέλετε και μετά θα πάμε και σ' ένα ωραίο ταβερνάκι»!
Καμιά φορά, όταν με πιάνει να μην της λέω ολόκληρη την αλήθεια για κάποιο θέμα μου, μου υπενθυμίζει αυτό που της έλεγε ο Βουτσινάς: «Όταν λες ψέματα σε κάποιον δεν πειράζει. Όταν λες στον εαυτό σου είναι επικίνδυνο» Βέβαια υπάρχουν και φορές που της το υπενθυμίζω εγώ, αλλά τότε δεν της αρέσει καθόλου. Η σταρ που έχω φίλη, κάνει θέατρο 50 χρόνια και από τις πρεμιέρες της, έχουν παρελάσει προσωπικότητες της πολιτικής, από όλους τους χώρους. Από τον Ηλία Ηλιού και τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο μέχρι τον Κωστή Στεφανόπουλο. Παντού στο θέατρο φωτογραφίες που το αποδεικνύουν.
«Έχω φίλους από όλους τους πολιτικούς χώρους» καμάρωνε πάντα. «Ο κόσμος άλλαξε, δεν θα ζω με τα φαντάσματα που θέλουν να διατηρούν στις ζωές μας, συγκεκριμένοι κύκλοι, ούτε θα ξεπουλήσω τις προσωπικές μου τραγωδίες, για να παίξουν πολιτικά παιχνίδια τα αρρωστημένα μυαλά ενός πολιτικού και κοινωνικού περιθωρίου. Θα ήμουν τουλάχιστον γελοία, αν δεν υποδεχόμουν με ευγένεια, αγάπη και χαρά τους ανθρώπους που με τιμούν στο θέατρο, που έρχονται να δουν μια παράσταση. Και το κάνω με όλους, γιατί εγώ τους βλέπω σαν φίλους και σαν θεατές, όχι σαν κομματικούς εκπροσώπους».
Έχω ακόμη το νούμερο του κινητού της στη μνήμη του δικού μου. Και τα 4 sms της, με την ερώτηση «πότε θα πάμε στον Περισσό;» Η Ζωή έφυγε όπως εκείνη ήθελε, όπως ακριβώς προσευχόταν να συμβεί... Παλιά μου έλεγε, ότι φοβόταν πολύ το θάνατο, εκτός από εκείνον που ερχόταν στον ύπνο. Ποιος ξέρει τι να σκεφτόταν εκείνη τη νύχτα, στις 18 Αυγούστου, πριν πάει να κοιμηθεί... Να ήταν άραγε μια τυπική μέρα της, που ενώ όλοι θα νόμιζαν πως η Ζωή ήταν κάτι σαν την Νόρμα Ντέσμοντ στη "Λεωφόρο της Δύσης", εκείνη θα είχε σηκωθεί νωρίς το πρωί, θα είχε σκουπίσει και θα είχε πάει σε μανάβικο και φούρνο να ψωνίσει;
Θα ήταν μια συνηθισμένη μέρα της, που θα είχε μαγειρέψει με βάση τη διατροφή που της είχε υποδείξει η Μαρία Ψωμά, θα άκουγε ειδήσεις, θα είχε κολυμπήσει, θα είχε φτιάξει μερικά σκουλαρίκια, θα είχε μιλήσει τηλεφωνικά σε καμιά εικοσαριά φίλους της και θα είχε τσακωθεί με τους μισούς; Όπως και να 'χει, φεύγοντας, πήρε μαζί της μερικά από τα πιο ωραία πλάνα της ζωής μας. Σαν να τη βλέπω, να ετοιμάζεται για το ταξίδι...
Στην αρχή του πλάνου φοράει εκείνο το πράσινο συνολάκι, από τη σκηνή που χορεύει το «Φεγγάρι πάνωθέ μου», που της τραγουδάει ο Βοσκόπουλος.
Πίνει μια βότκα ακόμη, σβήνει το τελευταίο τσιγάρο και διπλώνει σε μια βαλίτσα, προσεκτικά, τα κοστούμια της «Μις Πέπσι», της «Κυρίας του Μαξίμ», της «Ντόρις», της «Φρύνης της εταίρας», της «Βιρτζίνια Γουλφ» και της «Ρόουζ».
Στο τελευταίο πλάνο, η ηρωίδα του Ουίλιαμς, του Άλμπι, του Ο'Νηλ, της Αναγνωστάκη, του Σέρμαν και του Πίντερ, αλλάζει κοστούμι και ντύνεται όπως η Ελένη στις «Τρωάδες».
Σήμερα θέλει να ταξιδέψει με το ψευδώνυμο «Αμαρυλλίς», αυτό που είχε στα καλλιστεία του 1959. Με μια vodka «Belvedere» στο χέρι, επιβιβάζεται σε ένα λευκό πολυτελές διαστημόπλοιο, έξω από τη «Finos Films», βάζει μπρος μόνη της και φεύγει ολοταχώς για το πιο λαμπρό αστέρι του ουρανού. Η Ζωή θα ταξιδέψει στον δικό της Σείριο. Έναν πλανήτη, όπου όλοι έχουν τους γονείς τους, είναι έφηβοι και μιλούν χαμηλόφωνα.
Αναδημοσίευση από Lifo