Η ΣΟΦΙΑ ΦΙΛΙΠΠΙΔΟΥ ΓΡΑΦΕΙ ΣΤΟ ONLYTHEATER
- Ημερομηνία: Παρασκευή, 04/03/2016 12:40
Η πρώτη μου φορά στο θέατρο, με ταμείο, κοινό και εισιτήριο συμβολικό έστω, ήταν στο θεατρικό εργαστήρι της "Τέχνης" Θεσσαλονίκης με την "Φαύστα" του μεγάλου μας Μένη Μποστατζόγλου γνωστού ως Μποστ, σε σκηνοθεσία Γιώργου Εμιρζά και Μουσική Λουκιανού Κηλαηδόνη...
Τώρα που το σκέφτομαι νομίζω πως αυτή η πρώτη εμπειρία έχει μια κάτι το μοιραίο: εγώ δεν είχα ακόμη κατασταλάξει τι θέλω να γίνω στην ζωή μου και δεν νοιαζόμουνα να παίξω στο θέατρο… Είχα άλλα βάσανα: να βρω δουλειά, να γίνω ανεξάρτητη...να ερωτευτώ...τέτοια.
Είχα τελειώσει βέβαια τη Δραματική σχολή του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης με άριστα μάλιστα, άλλα δεν ήταν και τίποτα σημαντικό...
Μια μέρα λοιπόν καθώς τριγύριζα στο κέντρο κάπου στην Αγία Σοφία μόνη μου, με συνάντησε ο Βύρων Τσαμπούλας, μέλος του ιστορικού θεάτρου:
«Σε είδα στις εξετάσεις σου, Σοφία... Είσαι μεγάλο ταλέντο, θέλεις να παίξεις θέατρο;» μου είπε και εγώ απάντησα αυθόρμητα: «Να παίξω, γιατί να μην παίξω». Έτσι βρέθηκα στο θέατρο Αμαλία.
Το πιο ωραίο που έμαθα εκεί ήταν πως θα ανεβάζαμε την «Φαύστα» του Μποστ. Από τον πατέρα μου γνώριζα τον Μποσταντζογλου και ήμουνα συλλέκτρια των γελοιογραφιών του. Μάλιστα ο μπαμπάς μου χαριτολογώντας έλεγε πάντα «ζε σουί μπατίρ; Θα σου δώσει ο πατήρ», όταν ζητούσαμε χαρτζιλίκι. Εκτός από τον ρόλο μου, έμαθα και τους κανόνες: καθαρίζουμε το
θέατρο περιοδικά, όλοι, τις τουαλέτες οι γυναίκες μάλλον, καθόμαστε περιοδικά, όλοι, στο ταμείο, κάνουμε όλοι ταξιθεσία και φυσικά έμαθα την περίφημη ομαδικότητα. Εγώ, ας πούμε, που ήξερα να ράβω κουβάλησα στο θέατρο και την ραπτομηχανή μου. Επίσης έμαθα πως δεν θα πληρωνόμασταν για τίποτα, εκτός κι αν βγάζαμε κάποια λεφτά από την περιοδεία ....
Μετά ήρθε ο Μένης Μποσταντογλου με την κυρία Μαρία, την γυναίκα του, και ο Γιάννης Φλερύ να μας κάνει χορό. Και οι δυο τους μου δείξανε κάποια αδυναμία. Ο Φλερύ με έβαζε να μαθαίνω τα βήματα των χορογραφιών πρώτη και να του τα θυμίζω την άλλη μέρα, γιατί αυτός ξεχνούσε και εγώ τα’ έπιανα εύκολα ...
Όταν ήρθε ο Κηλαηδόνης αργότερα να μας διδάξει τα τραγούδια του, τρέχαμε όλοι γύρω από το πιάνο. Τότε έβλεπα τα χέρια του και τα μαλλιά μες τα μάτια του… Αγαπώ να βλέπω χέρια πάνω στα πλήκτρα. Μια μέρα ήρθε η Άννα Βαγενά να μας επισκεφτεί.... Μελαχρινή, όμορφη με ένα σάλι στους ώμους χειροποίητο... Ακόμα θυμάμαι την αυτοπεποίθησή της …
Εγώ έπαιζα την Μαριάνθη, την υπηρέτρια, η Μαίρη Μακίσογλου έπαιζε την Φαύστα και Ριτσάκι ήταν η Λιάνα Ορφανού.... Μεγάλος θίασος. Η Ρούλα Πατεράκη ήταν η φιλενάδα της Φαύστας, η Ελένη.. Διάβαζε δυνατά στο καμαρίνι της θεατρικά βιβλία και μας «υποχρέωνε» να την ακούμε .... Είχαν με την Μαίρη επί σκηνής την μεγαλειώδη στιχομυθία: «Φαύστα μου, καλημέρα σου, περνούσα από το σπίτι... Ελένη, εσύ ήσουνα; Περίμενα αλήτη. Φοβάμαι πάντοτε πολύ όταν κτυπά ο κώδων», έλεγε η Φαύστα και απαντούσε η Ελένη, προτάσσοντας ένα κόκκινο τεράστιο χάρτινο τριαντάφυλλο: «Κοίταξε τι σου έφερα ένα ωραίο ρόδον».
Εγώ τραγουδούσα το σουξέ «Ο κύριος μου είναι σοφός και ανώτερος απ’ όλους/ απ’ τους μανάβας, τους ψωμάς κι από τους παντοπώλους/, για αυτό ακούω πάντοτε εκείνα που διατάζει /γιατί αυτός τα μελετά..... προτού τα κα... προτού τα κα...προτού τα κατεβάαααααάσει»…
Έκανα το χορευτικό μου σόλο κι έπαιρνα χειροκρότημα! …
«Μες στο ψάρι της κουζίνας το μεγάλο και μακρύ βρήκαμε την κοπελίτσα που την χάσαμε μικρή», τραγουδούσε ξελιγωμένα η Φαύστα και «αχ Μαριάνθη, αχ Μαριάνθη, η καρδούλα μου εφράνθη», έλεγε μετά προζάτα και κολλούσε το μάγουλο της στο δικό μου για να χορέψουμε οι δυο μας ένα παθητικό ταγκό…
Μέσα στην αίθουσα υπήρχαν άνθρωποι της Ασφάλειας… Παραφύλαγαν μην και πούμε κάποια παραπανίσια ατάκα ενάντια στην χούντα...Και κρυφογελούσαν... Ο Γιάννης, ο άντρας της Φαύστας, εκεί στην σκηνή του Φαλήρου, που αναζητούσαν το χαμένο Ριτσάκι, που το ‘φαγε το ψάρι....θυμόταν παρεμπιπτόντως τον θάνατο του αξέχαστου Καραΐσκου -τι μεγαλειώδης σκηνή- και μιμούτανε την φωνή του δικτάτορα Παπαδόπουλου....Ε, αυτό που γινόταν στο κατάμεστο θέατρο δεν μεταξανάγινε ......
Ήταν 1972, είχε γίνει κι είχε περάσει η άνοιξη του Μάη στο Παρίσι το 1969, το Γούντστοκ στην Αμερική... Τα παιδιά των λουλουδιών στον ελεύθερο κόσμο ζωγράφιζαν βλεφαρίδες στα μάτια και καρδούλες στα μάγουλα «σεξ, ντραγκς, και ροκ εντ ρολ» ήταν το σύνθημα κι εγώ ήξερα
μόνο ροκ εντ ρολ....
Τα παιδιά στο θέατρο πήραν χαμπάρι που είχα κάποια συστολή και λέγανε κακές λέξεις για να
βλέπουν να κοκκινίζουν τα μάγουλα μου....Στην πρεμιέρα αυτοσχεδίασα: έκρυψα τα φρύδια μου με άσπρο μέικ απ και ζωγράφισα από πάνω με μαύρο μολύβι δυο καινούργια φρύδια, όπως οι κλόουν - να κλαίω και να γελάω ταυτόχρονα. Κάτω από τα μάτια μου σχεδίασα μεγάλες βλεφαρίδες σαν της Τουίγκυ και στα χείλια μου έγραψα μια καρδούλα, όπως οι σταρ του βωβού... Έβαλα την άσπρη ποδιά της υπηρέτριας, φόρεσα το άσπρο καπελάκι, πήρα και το φτερό και βγήκα. Δεν ήταν δύσκολο -δεν ήξερα ακόμη τους κινδύνους -δεν είχα τρακ...Το είδα σαν παιχνίδι.
Ο Μποστ μού είπε: «Είναι σαν να γράφτηκε για σενα» και αργότερα όταν στην Αθήνα έπαιξα την «Μαμά Ελλάς του» μου ξανάπε: «Είναι σαν να ζωγράφισα την γελοιογραφία σου προτού να σε γνωρίσω». Η μαμά Ελλάς ήταν φυσικά «γηραιότερη» μου....
Κάπως έτσι, «χαρούμενα» ήταν τα πράγματα, αν εξαιρέσουμε την μαυρίλα και το απαίσιο αίσθημα ανελευθερίας λόγω της δικτατορίας …
Υ.Σ: Τα σκηνικά και τα κοστούμια αυτής της μεγάλης πρώτης επιτυχίας ήταν του αγαπημένου μου μοναδικού φίλου, Σάκη Σουντουλίδη, που με αγαπούσε με θαύμαζε και με στήριζε πολλά χρόνια μέχρι και λίγο πριν από τον θάνατό του στο Βερολίνο.