Η ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ ΠΟΥ ΔΕ ΘΑ ΞΕΧΑΣΩ ΠΟΤΕ. ΓΡΑΦΕΙ Ο ΝΙΚΟΛΑΣ ΚΑΡΑΓΚΙΑΟΥΡΗΣ
- Ημερομηνία: Σάββατο, 30/12/2017 10:11
Ήταν πρωτοχρονιά του 2009. Έπρεπε, για επαγγελματικούς λόγους, να κάνω γιορτές στην Αθήνα, κι όχι στην Πάτρα, με την οικογένεια. Ωστόσο, ήμουν καλεσμένος σε ένα σπίτι φίλων για την αλλαγή της χρονιάς. Είχα λοιπόν ετοιμαστεί, κι έφυγα από το σπίτι κρατώντας ένα μπουκάλι κρασί, ένα ταψί σπανακόπιτα που μου έστελνε κατά καιρούς η μάνα μου (αυτά μου είχαν ανατεθεί για το τραπέζι) κι ένα κουτί σοκολατάκια.
Στον δρόμο για το σταθμό του τρένου, είδα εκείνον τον άστεγο∙ τον είχα ξαναδεί κάποιες φορές, αλλά αυτή τη φορά, είχε μαζί και την κορούλα του. Τυλιγμένοι στην ίδια κουβέρτα, κοιτούσαν τον κόσμο που περνούσε∙ δεν άπλωναν το χέρι, είχαν αφήσει όμως μπροστά τους ένα κουτάκι, για όποιον ήθελε να τους βοηθήσει. Όλοι συνέχιζαν, ντυμένοι με τα καλά τους ρούχα, με φορεμένα τα χαμόγελά τους (ειλικρινή και μη), συνηθισμένοι πλέον στη θέα των αστέγων.
Όσο περίμενα το τρένο, τους σκεφτόμουν∙ δεν μου πήρε πολύ: τηλεφώνησα στους φίλους μου και τους είπα ότι θ’ αργήσω. Γύρισα πίσω σε εκείνον τον άστεγο και τους πλησίασα. Η αλήθεια είναι πως δεν ήξερα πώς να το χειριστώ, ώστε να μην τον προσβάλλω. Τελικά, έκανα πως δεν συμβαίνει τίποτα, κάθισα στο ίδιο σκαλοπάτι, δίπλα τους, και τους είπα «Χρόνια Πολλά». Εκείνος ξαφνιάστηκε στην αρχή, αλλά μου απάντησε γελώντας. Του έδωσα το χέρι, συστήθηκα, και ρώτησα αν ενοχλώ. «Όχι βέβαια!» μου είπε, και για να μη μακρηγορώ, ξεκινήσαμε να μιλάμε, ο καθένας για την ιστορία του, χωρίς όμως να τον ρωτήσω ποτέ για το πώς είχε φτάσει ως εδώ. Όσο περνούσε η ώρα, νοιώθαμε όλο και πιο οικεία. Κάποια στιγμή, άνετα, άνοιξα το ταψί με την πίτα κι άρχισα να τρώω. Ύστερα τους πρόσφερα κι εκεινών, ώστε να μην φανεί ότι έκανα κάτι επί σκοπώ. Εκείνος, φανερά πεινασμένος, προσπαθούσε να τρώει αργά, να μην δώσει δικαίωμα. Το παιδί, βέβαια, έτρωγε αχόρταγα μέχρι να δεχτεί την παρατήρηση του πατέρα. «Μην αγχώνεστε, αλλοίμονο» του είπα, «παιδί είναι!». Μετά άνοιξα και το κρασί. Εκείνος είχε, ευτυχώς, λίγα πλαστικά ποτήρια μιας χρήσης. Γέμισα πάλι πρώτος το δικό μου, και τον περίμενα για να τσουγκρίσουμε. Με τα πολλά, τρώγαμε και πίναμε εκεί στο σκαλοπάτι, σαν να γνωριζόμαστε χρόνια.
Η ώρα πέρασε, ώσπου, κάπου κοντά, φανήκαν κάποια πυροτεχνήματα∙ κοίταξα το ρολόι μου, ο νέος χρόνος είχε μόλις έρθει! Χωρίς ενδοιασμούς, αγκάλιασα τον διπλανό μου και το κοριτσάκι κι ανταλλάξαμε ευχές. Έδωσα τα σοκολατάκια στο παιδί, εκείνο τα πήρε γεμάτο χαρά. Ο πατέρας, προσπαθούσε να κρύψει κάπως τα δάκρυά του, που ελπίζω ακόμα , να ήταν από χαρά. Έμεινα λίγο ακόμη μαζί τους, ώσπου το τηλέφωνό μου χτύπησε∙ οι φίλοι μου είχαν ανησυχήσει, έπρεπε να φύγω. Τους χαιρέτησα, κι έφυγα ευχαριστώντας τους για την παρέα. Ο άνθρωπος δεν ήξερε τι να πει, κοιταχτήκαμε με τόσο νόημα μες στα μάτια, για να μην καταλάβει τίποτα το παιδί. Μου έγνεψε σαν να ευχαριστούσε, κι έφυγα με τα χέρια μου άδεια, την καρδιά όμως γεμάτη. Στο τραπέζι, κανείς δεν παρεξήγησε που δεν έφερα τις λιχουδιές της κυρα-Λένης∙ τους εξήγησα κι όλοι κατανόησαν.
Δυο μέρες δεν πέρασα από τον σταθμό∙ την τρίτη μέρα, όμως, το πρωί, τους ξαναείδα. Ο πατέρας, σηκώθηκε κατευθείαν κι ήρθε να μου μιλήσει κρατώντας κάτι. Μου έδωσε με το ζόρι ένα μπουκάλι κρασί (αυτό που είχε σίγουρα αγοράσει με τα λιγοστά χρήματα που είχε), εγώ δεν ήθελα να το δεχτώ, εκείνος μου είπε σχεδόν επιτακτικά «Σε παρακαλώ: είναι πολύ σημαντικό για εμένα», κ έτσι το πήρα, καταλαβαίνοντας πόσο αναγκαίο ήταν για την αξιοπρέπειά του. «Σ’ ευχαριστώ» του είπα κι εκείνος απάντησε: «Εγώ! Το παιδί μου είχε να γελάσει μέρες…Να ‘σαι καλά, και να προσέχεις… Γιατί, ξέρεις, μπορεί ο καθένας από εμάς, να είναι ο επόμενος… Σ’ ευχαριστώ και πάλι.»
Έφυγα, γιατί έπρεπε, αλλά είχα σκοπό στον γυρισμό να τον καλέσω σπίτι μου. Δεν τον ξαναείδα, δυστυχώς, ποτέ. Έμεινα, όμως με ένα μεγάλο μάθημα ζωής. Κι ίσως, μια από τις πιο ωραίες πρωτοχρονιές της ζωής μου.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΚΑΡΑΓΚΙΑΟΥΡΗΣ