Η ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΟΥ ΓΡΑΦΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΙΟΝΥΣΟ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 09/07/2018 11:10
«Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά…»
Όλος ο καφές καθόταν στον ντελβέ.
Άδικο. Στο κατακάθι.
Και μην κοιτάς που ζούμε μέρες αχάριστες και πρόχειρες.
Κάποτε οι άνθρωποι είχαν μεράκι και κούραση αληθινή και δεν είχαν την πολυτέλεια να βολεύονται όπως όπως με φτηνά υλικά.
Ρούφαγαν τον καφέ μέχρι το τέλος, με τις φουσκάλες του, τις γεύσεις του, τις μυρωδιές του. Κι όταν έφταναν στον ντελβέ, για να τον πιούν κι αυτόν αλλά χωρίς να τους φανεί η ταμαχιά και τους κακοχαρακτηρίσεις, κοίταζαν το φλιτζανάκι σαν αθλητές του στίβου και προσπαθώντας να σε ξεγελάσουν και να σκέφτεσαι άλλα, λέγανε μια ιστορία.
« Ήμασταν κάποτε ταξίδι με καράβι. Όπου κι αν κοιτούσες μόνο θάλασσα. Πουθενά στεριά. Και κούναγε το καράβι, κούναγε το καράβι…»… κι ανακατευόταν ο ντελβές. Κι ερχόταν η τελευταία ρουφηξιά. Η μερακλίδικη. Σε παραμύθιαζε. Χαιρόταν τον καφέ του αυτός κι εσύ δεν τον κοιτούσες. Σκεφτόσουν το καράβι.
Το Σαμίνα!
Θα ήμουν δέκα, έντεκα χρονών. Κούναγε το καράβι. Κι έταζα στον Αϊ Νικόλα λαμπάδες που τις χρωστάω ακόμη.
Πηγαίναμε Σάμο. Περιοδεία. Η θεατρική επιχείρηση του πατέρα μου. Μακρινή πιάτσα και δυσκολοπρόσιτη η Σάμος. Αλλά, όλες οι πιάτσες έχουν δικαίωμα ένα παράθυρο « με μουσικές εξαίσιες, με φωνές…»
Μας έπαιρνε κι εμένα με τον αδερφό μου καμιά φορά μαζί. Για την εμπειρία, για κανένα μπάνιο, γιατί δεν γινόταν αλλιώς. Κάναμε κάποτε και καμιά ντουντούκα «σήμερα στην πόλη σας», κολλάγαμε και καμιά αφίσα, δίναμε και προγράμματα, ταξιθεσία, έλεγχο το φροντιστήριο, να είναι τα σκηνικά αντικείμενα στη θέση τους.
Καμιά φορά δεν κάναμε και τίποτα. Τρώγαμε παγωτά και κάναμε βόλτες.
Δέκα χρόνια μετά έκανα ξανά το ίδιο ταξίδι σαν ηθοποιός πια. Σαμίνα, φουρτούνα, τάματα, ξενοδοχείο Μορφέας.
Θίασος. Θιασώτης. Θιασάρχης. Θιασεύω. Όμιλος, μέλος, οπαδός. Από την ρίζα της η λέξη έχει κάτι λατρευτικό και περιπλανώμενο.
Καλοκαίρι. Και ο Διόνυσος στον δρόμο.
Βαλίτσες, φορτηγά, πόλεις, χωριά, όμορφα θέατρα ανοιχτά.
Στις Εθνικές της επαρχίας αφίσες και καρπουζάδες.
Σε πόλεις ανοιχτόκαρδες, μα και στις επιφυλακτικές.
Τις έναστρες ειρηνικές βραδιές αλλά και τις συννεφιασμένες.
Σε πέτρινες αιωνόβιες κερκίδες, σε τσιμεντένιες ή σε άσπρες πλαστικές καρέκλες.
Καμαρίνια υπαίθρια. Ηθοποιοί πίσω από σπετσάτα ή μαύρα τεντωμένα πανιά. Τόσο κοντά σου. Βροχή οι σέλφι. Για ταμείο, μπορεί ένας πάγκος. Και κάθε βράδυ μάζεμα, αλλού και πάλι από την αρχή.
Κι έχει αυτή η διαδικασία, κάτι απολογιστικό φυσικά, αλλά και αναγκαίο. Που μ’ έναν τρόπο μαγικό, μας φέρνει εμάς τους ηθοποιούς, σε επαφή με την καρδιά του θεατρίνου, την ταπεινότητα της τέχνης και μας επαναφέρει στις πραγματικές μας διαστάσεις.
Στις διαστάσεις που το κοινό πραγματικά μας χρειάζεται.
Καλή θέαση.
Καλλιόπη Ευαγγελίδου