Η ΕΦΙΑΛΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΤΕΡΑΤΩΝ
- Ημερομηνία: Παρασκευή, 08/04/2016 17:00
Ο Τσιμάρας Τζανάτος, ηθοποιός, συγγραφέας, δημοσιογράφος και βαθιά καλλιεργημένος άνθρωπος, μιλάει με ουσιαστικό τρόπο, για την εποχή των Τεράτων…
Το να ανεβάζεις σήμερα -εν έτει 2016 και μεσούσης μιας παγκόσμιας κρίσης- ένα κλασικό έργο, όπως ο ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ του Μολιέρου, πρέπει αν μη τι άλλο να έχεις ξεκαθαρίσει, γιατί το κάνεις: Από αναζήτηση καλλιτεχνική ή από μεγαλομανία και σοβαροφάνεια; Για να αναδείξεις την διαχρονικότητα του κειμένου, ή για να αναδειχθείς ο ίδιος από ένα καλλιτεχνικό brand name; (έχει και η Τέχνη τα… Mercedes της). Και κυρίως: Από ανάγκη έκφρασης ή για να τελέσεις ένα φιλολογικό/θεατρολογικό μνημόσυνο;
Με άλλα λόγια πρέπει να έχεις αποφασίσει τον λόγο που κάνεις Τέχνη:
Για να «πεις»; Ή για να «αποφύγεις να πεις»;
Όταν μου έκανε ο Αιμίλιος (Χειλάκης) την πρόταση να συμμετέχω στην παράσταση του «Ταρτούφου» -που είχε ήδη ανακοινώσει το ανέβασμά της στο θέατρο Κιβωτός με την Αθηνά (Μαξίμου)- ήξερα τους λόγους που το έκανε, πριν καν μου τους εξηγήσει. Γνώριζα την Αθηνά, είχαμε συνδεθεί σαν άνθρωποι, είχαμε συνεργαστεί, και την εκτιμούσα και την πίστευα. Με τον Αιμίλιο, γνωριζόμασταν πολύ λίγο. Παρακολουθούσα όμως την πορεία του, τα τελευταία χρόνια και χαιρόμουν το δυναμικό στίγμα του στο χώρο, την τόλμη του και την αισθητική του άποψη. Και πάνω απ΄ όλα το ήθος του.
Προσωπικά, δεν λειτουργώ «τυπικά» ως ηθοποιός με τα ζητούμενα της αγοράς. Σέβομαι τους κανόνες και τις ανάγκες της αγοράς, όχι όμως το «αγοραίο» της.
Και εδώ ήταν απολύτως καθαρό, πως είχαμε κοινά στοιχεία και συγγένειες. Εξ ου και η απάντησή μου ήταν αυθόρμητη και δέχτηκα χωρίς να έχουμε ξεκαθαρίσει με τον Αιμίλιο για ποιον ρόλο με ήθελε. Δεν με ενδιέφερε ο ρόλος. Ούτε και εκείνον. Η παράσταση με ενδιέφερε. Και ήξερα πως το ίδιο ενδιέφερε και αυτόν: η παράσταση.
Η παράσταση λοιπόν, δεν μπορούσε παρά να είναι μια καθαρά πολιτική προσέγγιση του «Ταρτούφου», που μιλάει για την εποχή που ζούμε, προβάλλοντας τους εφιαλτικούς κοινωνικούς μηχανισμούς που εγκλωβίζουν τους ήρωες του Μολιέρου, μέσω των εγγενών σκοτεινών στοιχείων που διατρέχουν όλες τις κωμωδίες του.
Στο ανέβασμα ενός κλασσικού έργου, δεν ανεβάζεις το συγκεκριμένο –κάθε φορά- έργο, αλλά στην ουσία το σύνολο του έργου του συγγραφέα και τις συνισταμένες της εποχής του. Απαιτείται. Και εδώ έγκειται η διαφορά και η δυσκολία σε σχέση με το ανέβασμα ενός σύγχρονου συγγραφέα ή ενός καινούργιου έργου.
«Όταν το παλιό πεθαίνει και το καινούργιο δεν μπορεί να γεννηθεί, είναι η εποχή των τεράτων…» έχει γράψει ο Αντόνιο Γκράμσι.
Ζώντας την ανθρώπινη τραγωδία, που δεν είναι άλλη από τον εγκιβωτισμό του ανθρώπου στην εποχή του, έτσι κι εμείς αντιλαμβανόμαστε το «τερατώδες» ξεκάθαρα, αλλά δυσκολευόμαστε να εντοπίσουμε ποιο το «παλιό» και ποιο το «καινούργιο» στους τρέχοντες εφιαλτικούς χρονικούς αντικατοπτρισμούς.
Ο ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ ως έργο, στην σκηνοθετική προσέγγιση του Αιμ. Χειλάκη και του Μαν. Δούνια, αποφεύγει την απλουστευτική δαιμονοποίηση του ομώνυμου ήρωα και μετατρέπει το πρόσωπο του Ταρτούφου σε έναν καθρέφτη, όπου όλα τα πρόσωπα γύρω του, απεκδύονται τα προσωπεία τους και αναγνωρίζουν (και αναγνωρίζουμε) την τερατώδη φύση τους (μας).
«...Αυτό, που δεν μπορεί να γίνει σήμερα,
αύριο, μπορεί να είναι απλώς- μια ελπίδα.
Και μεθαύριο, όνειρο. Μακρινό...»
Λέει εν πλήρει συνειδήσει ο Ταρτούφος στην καινούργια μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα, συμπυκνώνοντας τα παραπάνω σε μια αποστροφή του.
- Ο ΡΟΛΟΣ -
Σε μια κοινωνία προσωπείων, ακόμα και ο έρωτας, μετατρέπεται σε ένα παιγνίδι εξουσίας. Το ζητούμενο δεν είναι πια στον έρωτα η επιθυμία, αλλά η εξουσία. Είτε αφορά στα φύλα –αυτόν τον πρώτο «ταξικό» διαχωρισμό των ανθρώπων- είτε στη διαχείριση της σεξουαλικότητας και της επιθυμίας, ως πρωτογενούς λίθου στο οικοδόμημα του ανθρώπινου πολιτισμού. Ο έρωτας, ως δούναι και λαβείν, που αποσκοπεί στον έλεγχο της ηδονής αλλά και στην ηδονή του ελέγχου. Και αυτό είναι –κατ’ εμέ- το κατεξοχήν πολιτικό που αποκρύπτουν εναγωνίως οι -μέχρι πρότινος- ψευδοπολιτικές και που σήμερα τίθεται πια ως κεντρική σκέψη στις σύγχρονες κοινωνίες.
Διόλου τυχαίο που ο Μολιέρος βάζει την Ελμίρα να λέει στο έργο: «Είναι πόλεμος ο έρωτας…»
Αναφέρομαι στον έρωτα, αφού στον «Ταρτούφο» καλούμαι –εν τέλει- να παίξω τον ρόλο του Βαλέριου, που στις παραδοσιακές προσεγγίσεις του έργου, εκπροσωπεί τον τυπικό ερωτικό διεκδικητή της νεαρής κόρης Μαριάννας, της οικογένειας του Οργκόν, της οικογένειας που πολιορκεί παντοιοτρόπως ο Ταρτούφος.
Είναι προφανές πως αυτή η σκηνοθετική επιλογή, να παιχτεί ο -κατά κανόνα- 25άρης Βαλέριος, από κάποιον με τα διπλά ηλικιακά χρόνια (εμένα δηλαδή), δυναμιτίζει την ψευδορομαντική ματιά στην μυθολογία του «άδολου έρωτα», φωτίζοντας την πανταχού παρούσα εξουσία και τους μηχανισμούς, που –εν τέλει- είμαστε οι άνθρωποι.
Ο ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ είναι ένα έργο του Μολιέρου για την εξουσία. Την κάθε εξουσία. Πέρα από κοινωνικοοικονομικές δομές, πολιτικές ομάδες και θεσμούς, όπως θα έλεγε και ο Μισέλ Φουκώ.
Και γι’ αυτό είναι ένα βαθιά πολιτικό έργο…