• Buzz
  • ΤΩ ΜΑΘΕΙΜΑ | ΚΡΙΤΙΚΗ
ΤΩ ΜΑΘΕΙΜΑ | ΚΡΙΤΙΚΗ

ΤΩ ΜΑΘΕΙΜΑ | ΚΡΙΤΙΚΗ


4.0/5 κατάταξη (3 ψήφοι)

Το μονόπρακτο του Ρουμάνου θεατρικού συγγραφέα Ευγένιου Ιονέσκο (Eugen Ionescu) "Το Μάθημα" (La Leçon) σε μια πιο ανορθόγραφη εκδοχή, ήτοι "Τω Μάθειμα", σκηνοθετεί στην κάτω σκηνή του Bios ο Δημήτρης Κομνηνός. Ο συγγραφέας ανήκει στους επιφανέστερους εκπροσώπους του θεάτρου του παραλόγου, έγραψε το κείμενο στη Γαλλική γλώσσα και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Παρίσι τον Φεβρουάριο του 1951. Η παράσταση κρατά τον βασικό θεματικό ιστό του πρωτοτύπου, αλλά μεταφέρει τη δράση στην Αθήνα του σήμερα, όπου ένας φαινομενικά συνεσταλμένος και μάλλον τυπικός εκπρόσωπος ενός συντηρητικού προτύπου καθηγητής, επιχειρεί να διδάξει βασικές και μη γνώσεις σε ένα non-binary (εκτός του διπόλου άνδρας-γυναίκα) άτομο για να το βοηθήσει στις επερχόμενες εξετάσεις του για πλήρη διδακτορία. Δίπλα τους η άγρυπνη και ανήσυχη παρουσία της υπηρέτριας-οικονόμου του καθηγητή που παρεμβαίνει διαρκώς και διακόπτει το μάθημα, θέλοντας να τον προστατεύσει και να προλάβει τις εξελίξεις. Η σχέση καθηγητή-μαθητευόμενου ξεκινά με τη διαδικασία των ερωτοαποκρίσεων, ένα είδος γρήγορου τεστ του επιπέδου του δεύτερου σε βασικές γνώσεις αριθμητικής, γεωγραφίας, γλωσσολογίας και γίνεται αρχικά σε ένα κλίμα ήρεμο και αμοιβαίας κατανόησης. Ο τρόπος διδασκαλίας μοιάζει να είναι απομεινάρι μιας παλαιότερης εποχής, ενώ η δεκτικότητα του μαθητευόμενου δείχνει να θέλει να προσαρμοστεί στο σήμερα. Το χάσμα μεταξύ των δύο κόσμων γίνεται φανερό και στην πορεία ολοένα και βαθύτερο. Τα πράγματα δυσκολεύουν όταν ο επιτηδευμένα μειλίχιος αρχικός τρόπος διδασκαλίας εγκαταλείπεται για να υιοθετηθεί άλλος, σκληρότερος, επιθετικός και δύσκαμπτος. Η σύγκρουση δεν περιορίζεται μόνο σε επίπεδο παιδείας και μάθησης, αλλά γίνεται ολομέτωπη, αποκτώντας πολιτική και κοινωνική διάστασης πέρα από την καθαρά ανθρωπιστική της. Η υπηρέτρια προσπαθεί με αδιάκοπες παρεμβάσεις να προλάβει την επιδείνωση του χάους που αρχίζει να διαγράφεται στον ορίζοντα μεταξύ των δύο, με τις εξελίξεις σύντομα να γίνονται ανεξέλεγκτες. Τη μετάφραση του αρχικού κειμένου ανέλαβε ο σκηνοθέτης, χρησιμοποιώντας μια απλή, καθημερινή γλώσσα και διατηρώντας χωρίς αλλοιώσεις την προβληματική του συγγραφέα, ενώ τη διασκευή του επιμελήθηκε η ομάδα 90οC.

Ο Δημήτρης Κομνηνός σκηνοθετεί την παράσταση σε μια απόλυτα ρεαλιστική βάση, τη φέρνει στο τώρα κι επιχειρεί να προσαρμόσει τη διαχρονικότητα των νοημάτων του Ιονέσκο σε ενεστώτα χρόνο και να αναδείξει σύγχρονα προβλήματα και δυσλειτουργίες. Η σκόπιμη ανορθογραφία του τίτλου προετοιμάζει τον θεατή για μια "αιρετική" θεώρηση, μια πιθανή ρήξη με κατεστημένες ιδέες και θεωρίες, μέσα από έκθεση, προβληματισμό και κριτική. Η σκηνοθετική προσέγγιση ξεκινά εσκεμμένα με ήρεμους, χαλαρούς ρυθμούς, μια τυπική γνωριμία των δύο πρωταγωνιστών, που σχεδόν υπνωτίζει τον θεατή και του δίνει την ψευδαίσθηση ότι όλα μπορεί και να κυλήσουν σε μια καθεστηκυία ομαλότητα. Πιστή στο σαρκαστικό πνεύμα του Ιονέσκο, ξεκινά με ερωτοαποκρίσεις πάνω σε βασικές και θεμελιώδεις γνώσεις, μια απροκάλυπτη ειρωνεία στην πρόθεση του μαθητευόμενου ατόμου για διδακτορία, με την προοπτική αυτές να καλυφθούν γρήγορα και να περάσουν οι πρωταγωνιστές στο επόμενο επίπεδο. Γρήγορα αρχίζει να διαφαίνεται η διαφορά μεταξύ των προθέσεων του καθηγητή και των αναγκών του μαθητή, οι οποίες γίνονται ολοένα και πιο ασύμβατες. Το "προσωπείο" του πρώτου αποκτά ρωγμές και η δεκτικότητα του δεύτερου εγκαταλείπει την παθητικότητα και γίνεται διεκδικητική. Ο λόγος αποκτά ένταση, η αντίδραση κλιμακώνεται και ο ρυθμός γίνεται ολοένα και γρηγορότερος. Το χιούμορ είναι πάντα παρόν, αν και θα το ήθελα με ακόμη μεγαλύτερη οξύτητα και αιχμηρότητα για να ισορροπεί την ωμότητα των εξελίξεων. Οι εικόνες έχουν τη σκληρότητα που εκπέμπουν οι λέξεις και η κριτική κοινωνικών και εκπαιδευτικών κατεστημένων είναι σαφής και ξεκάθαρη. Όπως και η σκηνοθετική πρόθεση να προσφέρει ένα όχι εύπεπτο θεατρικό εγχείρημα, που επιχειρεί αντί να τέρψει, να προβληματίσει δημιουργικά τον θεατή και να τον κάνει να αναρωτηθεί για τις αλήθειες πάνω στις οποίες βασίζεται.

Ο Μελέτης Γεωργιάδης κρατά τον ρόλο του καθηγητή, δίνοντας μία ολοκληρωμένη ερμηνεία, αντίστοιχη της εμπειρίας και του ταλέντου του. Χαμογελαστός, υπομονετικός και μειλίχιος στην αρχή, με λόγο ήρεμο και παραινετικό, στάση σώματος ελαφρά καμπουριασμένη και βλέμμα που δείχνει κατανόηση, φλερτάρει επιτυχημένα με τον τύπο του γερασμένου καταπιεσμένου διδάσκοντα, που έχει μείνει προσκολλημένος στις πρακτικές και τα δεδομένα του χθες. Η μετάλλαξή του είναι σταδιακή, αλλά ολική, με τη φωνή να σκληραίνει, τον λόγο να εγκαταλείπει την προσποιητή ευγένεια και να γίνεται ωμός και προσβλητικός, το σώμα να ισιώνει και να αποκτά την ακαμψία της επιβολής και το πρόσωπό του να αποκτά στο τέλος την αδιαφορία του δολοφόνου.
Ο James Rodi υποδύεται το μαθητευόμενο άτομο, το οποίο δεν έχει φύλο και μπορεί να γίνει προφανής δέκτης bullying. Η αρχική του αμηχανία, ανασφάλεια και νεανική αφέλεια, με την οποία έρχεται για το μάθημα, γίνεται στη ροή του έργου διεκδίκηση, σιγουριά και αντίδραση στην προσπάθεια μείωσης της προσωπικότητάς του. Η φωνή του εγκαταλείπει τη νότα αμφιβολίας και γίνεται στέρεη και δυναμική και το χαμόγελο χάνεται με τα ίχνη του φόβου να το διαδέχονται. Υπήρξαν μία-δύο περιπτώσεις όπου η στάση του σώματός του δε συμβάδιζε με την ένταση του λόγου του, αλλά γρήγορα αποκαθιστούσε την ισορροπία, καλύπτοντας με επάρκεια τις απαιτήσεις του χαρακτήρα του.
Η Σεμέλη Παπαοικονόμου έπαιξε τη Μαρία, την υπηρέτρια, η οποία κλεισμένη σε ένα κάδο-κουζίνα, παρεμβαίνει συνεχώς στο μάθημα. Η ερμηνεία της φλερτάρει με την καρικατούρα, αλλά κρατά έξυπνα το μέτρο μεταξύ σαρκασμού και ρεαλισμού, η κίνησή της είναι χαριτωμένα επιτηδευμένη, έχει χιούμορ, αλλά και προσαρμοστικότητα στις καταστάσεις που καλείται να αντιμετωπίσει. Η ζωντάνια και η αμεσότητά της καταφέρνει να προκαλέσει τη συμπάθεια του θεατή.

Την επιμέλεια του σκηνικού χώρου είχε ο Γιώργος Λυντζέρης και σε αυτόν είδα φαντασία, αισθητική και λειτουργικότητα. Ο κάδος ο οποίος αποτελεί το μικρόκοσμο της υπηρέτριας, η κλασσική επίπλωση του καθιστικού του καθηγητή και τα φαντεζί μικροαντικείμενα (στυλό, κασετίνα κλπ.) που βγάζει από την τσάντα του το μαθητευόμενο άτομο, απέδειξαν ότι υπηρέτησε κατά γράμμα τη σκηνοθετική οπτική και αποτέλεσε ατού της. Τα κοστούμια επελέγησαν από την ομάδα, είχαν χιούμορ, έκλειναν το μάτι στην πρόκληση και σε μια δεύτερη ανάγνωση τόνιζαν την ανάγκη της ρήξης με τα καθιερωμένα. Η πρωτότυπη μουσική του Ανδρέα Τρούσσα ακολούθησε επιτυχημένα την κλιμάκωση της σχέσης καθηγητή-μαθητευόμενου ατόμου και υπογράμμισε τις εντάσεις της.
Η κίνηση του Πάνου Μιχαλόπουλου παρακολούθησε τη μετάλλαξη του λόγου των χαρακτήρων και στην εξέλιξη της παράστασης έγινε δυναμική και ακραία. Τους φωτισμούς επιμελήθηκε ο σκηνοθέτης, ο οποίος επέλεξε συχνά υποφωτισμένα πλάνα και διαφορετικές αποχρώσεις για να δημιουργήσει την κατάλληλη ατμόσφαιρα και να υποστηρίξει τη γενικότερη αισθητική της παράστασης.

Συμπερασματικά, στον κάτω χώρο του Bios, παρακολούθησα μια διαφορετική προσέγγιση του "παράλογου" μαθήματος του Ιονέσκο, που παρά τις όποιες λίγες αρρυθμίες της, κατάφερε να υποστηρίξει και να τεκμηριώσει την πρότασή της. Η διασκευή την έφερε σε μια ελληνική πραγματικότητα του σήμερα, αναδεικνύοντας προβλήματα των σύγχρονων εκπαιδευτικών κατευθύνσεων, αλλά και γενικότερες κοινωνικές δυσαρμονίες. Η σκηνοθετική οπτική ήταν σαφής στην πρόθεσή της ώστε μέσα από το χιούμορ, τον σαρκασμό και τα νοήματα του κειμένου να προβληματίσει και να στηλιτεύσει κακώς κείμενα και την υπερασπίστηκε δυναμικά και εύστοχα. Οι ηθοποιοί έδωσαν πνοή και οντότητα στους χαρακτήρες που ερμήνευσαν και "μίλησαν" στον θεατή με την ενέργειά τους, συμβάλλοντας σε μια διαφορετική, αλλά έντιμη θεατρική προσπάθεια που απευθύνεται σε σκεπτόμενους θεατές.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.