• Buzz
  • ΚΘΒΕ ( Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ & ΠΟΙΟΣ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟ ΣΚΥΛΟ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ)-ΚΡΙΤΙΚΗ
ΚΘΒΕ ( Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ & ΠΟΙΟΣ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟ ΣΚΥΛΟ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ)-ΚΡΙΤΙΚΗ

ΚΘΒΕ ( Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ & ΠΟΙΟΣ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟ ΣΚΥΛΟ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ)-ΚΡΙΤΙΚΗ


3.9/5 κατάταξη (8 ψήφοι)

Στo πλαίσιo της Παιδικής Σκηνής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος ο Τάκης Τζαμαργιάς σκηνοθετεί στο Βασιλικό Θέατρο το παιδικό/εφηβικό μυθιστόρημα της Άλκης (Αγγελικής) Ζέη "Ο Μεγάλος Περίπατος του Πέτρου". Η συγγραφέας το έγραψε στο Παρίσι, όπου ζούσε αυτοεξόριστη με την οικογένειά της και εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1971 κατά τη διάρκεια της Χούντας. Παρακολουθούμε την ιστορία του μικρού Πέτρου, τον οποίο η κήρυξη του πολέμου στην Ελλάδα τον βρίσκει στην τρυφερή και ευαίσθητη ηλικία των 9 ετών και μεγαλώνει με την οικογένεια και τους φίλους του (με κυριότερο χαρακτήρα το Σωτήρη) στην κατεχόμενη από τους Γερμανούς Αθήνα. Στο πρώτο μέρος το τριζόνι του παιδιού πεθαίνει την 27η Οκτωβρίου και τη θλίψη του για το γεγονός διαδέχεται ο ενθουσιασμός για τις πρώτες νίκες του Ελληνικού στρατού και η πίκρα για την εισβολή των Γερμανών. Στη συνέχεια, ο Πέτρος και η οικογένειά του βιώνουν το σκληρό πρώτο χειμώνα της Κατοχής με αγαπημένα πρόσωπα να φεύγουν για τον πόλεμο, την πείνα να τους χτυπά την πόρτα, τον παππού του Πέτρου να υποφέρει και τη γιαγιά του Σωτήρη να πεθαίνει. Σύντομα αρχίζουν τα συσσίτια στο σχολείο και το παιδί αρχίζει να βλέπει σημάδια αντίστασης του λαού στους κατακτητές και να συνειδητοποιεί ότι μπορεί και αυτό, με τις μικρές του δυνάμεις, να συμβάλλει σε αυτή. Στο τελευταίο μέρος οι δύο φίλοι συμμετέχουν με πράξεις στην Αντίσταση, βλέπουν να χάνονται φίλοι τους ηρωικά μαχόμενοι και τελικά στις απώλειες προστίθεται και ο Σωτήρης. Στις 12 Οκτωβρίου 1944, οι Γερμανοί αποχωρούν από την Αθήνα και ο μικρός Πέτρος, 13 ετών πια, έχει ανδρωθεί μέσα από τις κακουχίες και τις εμπειρίες του πολέμου και της Κατοχής. Τη διασκευή του λογοτεχνικού έργου για τη θεατρική συνθήκη υπογράφουν ο σκηνοθέτης και ο Σάββας Κυριακίδης και έχει ροή, συνέχεια, παλμό και δυναμική, χωρίς να χάνει τίποτα από τον πλούτο των μηνυμάτων και των συναισθημάτων του πρωτοτύπου.

Ο Τάκης Τζαμαργιάς σκηνοθετεί την παράσταση, δημιουργώντας ένα θεατρικό θέαμα που επιχειρεί να συγκινήσει τόσο τα παιδιά όσο και τους ενήλικες της πλατείας, κρατώντας εξαιρετικά τις ισορροπίες μεταξύ της απλούστευσης και μιας αμιγούς ενήλικης πρότασης. Έχοντας προσαρμόσει το κείμενο σε καθαρή θεατρική φόρμα δημιουργεί μικρές αφηγηματικές σκηνές όπου καταγράφει σύντομα τα γεγονότα και μεγαλύτερες διαλογικές σκηνές δράσης, όπου αναπλάθει την ατμόσφαιρα της εποχής με τους χαρακτήρες να βιώνουν ο καθένας με το δικό του τρόπο τον πόλεμο και την κατοχή. Τα στιγμιότυπα και τα πλάνα δεν είναι φλύαρα και στατικά, αλλά εναλλάσσονται γρήγορα με σχεδόν κινηματογραφική ταχύτητα κάνοντας άμεσα το θεατή συμμέτοχο στα τεκταινόμενα. Οι χαρακτήρες σαφείς, διακριτοί, δεν ξεχωρίζουν απλά σε καλούς και κακούς, αλλά αποτυπώνουν την ψυχοσύνθεσή τους στις ενέργειες και τις αντιδράσεις τους. Η οπτική διατηρεί την αθωότητα και την ευαισθησία ενός ανήλικου, αλλά εμπλουτίζεται με την βιωματική συνείδηση του ενήλικου που ξαναθυμάται και αφηγείται το παρελθόν στους νεώτερους. Η απότομη, σχεδόν βίαιη, πρόωρη ενηλικίωση των παιδιών είναι γεμάτη πρωτόγνωρες εμπειρίες, τρυφερότητα, συναίσθημα, που δεν εκβιάζουν τη συγκίνηση του θεατή, αλλά γίνονται μέρος του ταξιδιού του. Η πίστη σε ένα καλύτερο αύριο και σε ένα κόσμο με αξίες σφυρηλατούνται μέσα από κακουχίες, απώλειες, το ένστικτο της επιβίωσης και τις σχέσεις που αντέχουν στο χρόνο. Το τέλος της παράστασης βρίσκει κοινό και πρωταγωνιστές να γίνονται ένα και να συμμετέχουν σε ένα χαμόγελο ελπίδας.

Ο Γιάννης Γκρέζιος αναλαμβάνει το ρόλο του ομώνυμου μικρού ήρωα. Από τις πρώτες στιγμές της παράστασης ένιωσα την ενέργειά του να ξεχειλίζει, να τρέχει, να γελά, να λυπάται, να έχει απορίες και να προσπαθεί να κατανοήσει τι γίνεται γύρω του και κυρίως γιατί. Άμεσος, ευθύς, με βλέμμα ζωντανό και σπινθηροβόλο που εναρμονίζεται με τη φωνή και την κίνησή του, έχει εναλλαγές και μεταπτώσεις από την αθωότητα και τον αυθορμητισμό στην απορία, στην ορμητικότητα, τη συνειδητοποίηση και την αντίδραση. Και όλα αυτά χωρίς ερμηνευτικούς εγωισμούς, αλλά απόλυτα ενταγμένος στο πνεύμα της ομάδας. Άξιος συνοδοιπόρος του ο Βασίλης Παπαδόπουλος υποδυόμενος το φίλο του Πέτρου, το μικρό Σωτήρη. Με πηγαίο χιούμορ, αλλά χωρίς να χάνει το μέτρο, ατακαδόρικο λόγο, μάτι πονηρό και σαρωτική κίνηση γίνεται ο κολλητός, ο αδερφός, το alter ego του φίλου του και δείχνει αυθεντικός και απόλυτα συγκεντρωμένος στις απαιτήσεις του ήρωά του. Δύο νέα παιδιά με εξαιρετική χημεία που αφήνουν μεγάλες υποσχέσεις για το μέλλον και σε όλους (τουλάχιστον τους άνω των 35) θα θυμίσουν κάτι από τον παιδικό τους εαυτό. Ο Δημήτρης Κολοβός ήταν ο Παππούς, ο οποίος θυμάται, αφηγείται, συγκινείται, αλλά και γκρινιάζει με μία αφοπλιστική απλότητα, ειλικρίνεια και ενθουσιασμό, μακριά από ευκολίες και στερεότυπα.
Η Άννα Κυριακίδου παίζει τη μητέρα, που είναι πειστική στην αποτύπωση μιας μάνας που νοιάζεται και μοχθεί όχι μόνο για την οικονομική, αλλά και την ψυχολογική υποστήριξη της οικογένειάς της. Μια μάνα πανταχού παρούσα.
Ο Στέργιος Τζαφέρης ερμηνεύει τον πατέρα, ο οποίος νιώθει το σύμπαν του να διαλύεται, χάνει τη δουλειά του και μένει παθητικά προσκολλημένος σε ένα ραδιόφωνο για να μαθαίνει τις εξελίξεις του πολέμου. Αν και κάποιες στιγμές φλέρταρε με κάποια κλισέ απέδωσε ικανοποιητικά το ρόλο του.
Η Κατερίνα Πλεξίδα ως Αντιγόνη, η μεγαλύτερη αδερφή του Πέτρου έχει ένα φωτεινό και εκφραστικό πρόσωπο, ζει τις στιγμές της με ένταση και δείχνει διψασμένη για ζωή και νέες εμπειρίες.
Ο Δημήτρης Καρτόκης έπαιξε τον θείο Άγγελο (και τον Ιταλό στρατιώτη), που φεύγει για το στρατό με ενθουσιασμό (με κάποια μικρή υπερβολή σε λόγο και κίνηση) και γυρίζει με σωματικά και ψυχικά τραύματα.
Η Πολυξένη Σπυροπούλου είναι μια απολαυστική κυρία Λεβέντη, που συνεργάζεται με τους Γερμανούς, ώστε να μην την αγγίξουν η πείνα και οι κακουχίες. Μια παρουσία με εξαιρετική φωνή και πολύ μπρίο στην ερμηνεία της, που κερδίζει χωρίς δισταγμό τις εντυπώσεις. Ο Ιωάννης Βαρβαρέσος υποδύεται το "Γιάννη", αλλά και το σκύλο, με φρεσκάδα και ενθουσιασμό και αφήνει και αυτός το στίγμα του στην παράσταση.
Η Παναγιώτα Μπιμπλή ερμηνεύει με ζωντάνια και δυναμισμό την "ασυγκράτητη" Ρίτα, ενώ ο Λευτέρης Αγγελάκης στο ρόλο του Αχιλλέα είναι υποδειγματικά συνεπής στις απαιτήσεις ενός αντάρτη που συντονίζει και εμπνέει την αντιστασιακή ομάδα.
Η Αίγλη Κατσίκη παίζει τη Δροσούλα, μια κοπέλα που γοητεύει τον Πέτρο, δροσερή, αιθέρια και απόλυτα ανθρώπινη. Ο Ιορδάνης Αίβάζογλου (Γιαούρτερ, Αγαρινός και ψηλέας), η Ευανθία Σωφρονίδου (Νιούρα και κυρία του Ερυθρού Σταυρού), ο Δημήτρης Τσεσμελής (κύριος Λουκάτος, Μάικλ, Γκαριμπάλντι και Ιταλός διερμηνέας) και ο Μανώλης Φουντούλης (Διερμηνέας) συμπληρώνουν με τον ενθουσιασμό και το ταλέντο τους το ερμηνευτικό παζλ της παράστασης. Ο θίασος πολυμελής, αλλά με πολύ καλή χημεία στη σκηνή, δημιουργώντας ένα πολύ αρμονικό σύνολο.

Το σκηνικό χώρο επιμελήθηκε ο Εδουάρδος Γεωργίου, εκμεταλλευόμενος εξαιρετικά το βάθος και το πλάτος της σκηνής του Βασιλικού Θεάτρου στην οποία δημιούργησε μια υπερκατασκευή εποχής, απόλυτα λειτουργική, με πολλούς ιδιαίτερους χώρους που τα είχε όλα.
Τα κοστούμια του ίδιου εξέφρασαν τόσο την ανεμελιά των αγοριών, όσο και την ανάγκη για κομψότητα των κοριτσιών και τη συντηρητικότερη γραμμή των μεγαλύτερων.
Η μουσική του Δημήτρη Ζαβρού ήταν απόλυτα εναρμονισμένη με το λόγο, του έδωσε τις αναγκαίες ανάσες, υπογράμμισε τις δραματικές του κορυφώσεις και γεφύρωσε υπέροχα τις σιωπές.
Τη μουσική διδασκαλία επιμελήθηκε ο Παναγιώτης Μπάρλας, ενώ τους στίχους των τραγουδιών υπέγραψαν ο συνθέτης και η Νέβι Κανίνια.
Η κίνηση της Φρόσως Κορρού προσεγμένη στη λεπτομέρεια, αποτέλεσε ιδανική έκφραση της πλεονάζουσας παιδικής ενέργειας.
Οι φωτισμοί του Στέλιου Τζολόπουλου προτίμησαν γενικά πλάνα στις περισσότερες σκηνές, αλλά εστίασαν σωστά και στα πρόσωπα όταν χρειάστηκε. Το video art ήταν του Χρήστου Δήμα και της Άντας Λιάκου.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Βασιλικού Θεάτρου, ένα εμβληματικό παιδικό μυθιστόρημα αποδόθηκε με τρόπο που το ανέδειξε και διατήρησε όλη την ουσία, το λυρισμό και το συναίσθημά του. Η παράσταση απευθύνεται εξίσου σε παιδικό και ενήλικο κοινό, έχοντας τα απαραίτητα στοιχεία να μαγνητίσει όλες τις ηλικίες και να τους ταξιδέψει στο σύμπαν της. Η σκηνοθετική οπτική είχε τρυφερότητα, ευαισθησία και ανθρωπιά, διατηρώντας ατόφιο το νοηματικό ιστό του αρχικού κειμένου και δούλεψε πολύ με την πολυάριθμη ερμηνευτική ομάδα, η οποία ανταποκρίθηκε σχεδόν πλήρως στις απαιτήσεις ενός δύσκολου θεατρικού πονήματος. Απόλυτα δίκαιο το θερμό και παρατεταμένο χειροκρότημα στο τέλος από μικρούς και μεγάλους.

Στη Νεανική Σκηνή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος η Ελεάνα Τσίχλη σκηνοθετεί στο Θέατρο της Μονής Λαζαριστών το έργο του Άγγλου θεατρικού συγγραφέα Σάιμον Στήβενς (Simon Stephens) "Ποιος Σκότωσε το Σκύλο τα Μεσάνυχτα" (The Curious Incident of the Dog in the Night-Time). Γραμμένο το 2012, έκανε την πρεμιέρα του τον ίδιο χρόνο (2 Αυγούστου) στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας (σκηνή Cottesloe) και κέρδισε 7 βραβεία Olivier το 2013 (συμπεριλαμβανομένου και αυτού του καλύτερου νέου έργου). Βασίστηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημα μυστηρίου του Άγγλου Mark Haddon, του 2003, το οποίο κέρδισε το Whitbread Book Award για το καλύτερο μυθιστόρημα εκείνης της χρονιάς. Ο Κρίστοφερ Μπουν είναι ένας δεκαπεντάχρονος που έχει διαγνωσθεί με ένα είδος αυτισμού (σύνδρομο Asperger), δεν αντέχει τις προσωπικές διαχύσεις που προϋποθέτουν επαφή (όπως για παράδειγμα την αγκαλιά), λέει πάντα την αλήθεια και είναι μαθηματική ιδιοφυΐα. Ζώντας στο Swindon με τον πατέρα του, ένα βράδυ ανακαλύπτει σκοτωμένο το Γουέλινγκτον, το σκύλο μιας γειτόνισσας και αναλαμβάνει να λύσει το μυστήριο του δράστη. Κάποιοι δείχνουν πρόθυμοι να τον βοηθήσουν και κάποιοι άλλοι (όπως ο πατέρας του) τον αποτρέπουν από αυτό. Στην πορεία των ερευνών, ο πατέρας του ομολογεί ότι αυτός έχει σκοτώσει το σκύλο από προσωπικό θυμό, ενώ του έχει πει ψέμματα και ως προς το θάνατο της μητέρας του, η οποία τους εγκατέλειψε και ζει στο Λονδίνο. Ο Κρίστοφερ φοβάται για τη δική του ζωή, φεύγει από το πατρικό του, υπερνικά τις φοβίες του και ταξιδεύει μόνος στο Λονδίνο για να βρει τη μητέρα του και να ζήσει μαζί της. Οι φιλοδοξίες του για ένα διαγωνισμό ανώτερων Μαθηματικών στον οποίο θέλει να συμμετέχει τον οδηγούν και πάλι στο Swindon με τη συνοδεία της μητέρας του, η οποία συμφιλιώνεται με τον πατέρα του. Ο νεαρός αριστεύει στις εξετάσεις, κάνει όνειρα για το μέλλον του και αρχίζει μια σταδιακή συμφιλίωση με τον πατέρα του. Η μετάφραση είναι της Μαργαρίτας Δαλαμάγκα-Καλογήρου έχει ροή, αποφεύγει (πλην ελαχίστων περιπτώσεων) τις γλωσσικές παγίδες της καθομιλούμενης αγγλικής και σέβεται απόλυτα το αρχικό κείμενο.

Η Ελεάνα Τσίχλη σκηνοθετεί την παράσταση, εστιάζοντας σε ένα προσεκτικό και βαθύ ψυχογράφημα ενός δεκαπεντάχρονου που κάποιοι το θεωρούν προβληματικό, αλλά και αποτυπώνοντας τον κοινωνικό του περίγυρο και τις αντιδράσεις του στη διαφορετικότητα και την ιδιαιτερότητα του νεαρού. Με την πρώτη κιόλας σκηνή ο θεατής αντιλαμβάνεται ότι δεν παρακολουθεί την ιστορία ενός παιδιού με κάποια αναπηρία, αλλά μια διάνοια των μαθηματικών που έχει διαφορετικό τρόπο σκέψης και αντιμετώπισης της καθημερινότητας από τον υπόλοιπο κόσμο. Η σκηνοθετική οπτική προσανατολίζεται στην αντιπαραβολή της εξωτερικού κόσμου όπως τον παρατηρεί και τον καταγράφει ο Κρίστοφερ και όπως τον αντιλαμβάνονται όλοι οι υπόλοιποι. Έχει χιούμορ, ανθρωπιά, ευαισθησία και γρήγορο ρυθμό, με τις σκηνές να είναι σύντομες και ουσιαστικές. Δημιουργεί αρκετές μικρές κορυφώσεις και συγκρούσεις μεταξύ των εμπλεκόμενων χαρακτήρων με τη δράση να είναι σχεδόν συνεχής και να μην υπάρχει σχεδόν πουθενά στατικότητα, αλλά ο λόγος να συνοδεύεται διαρκώς από κίνηση. Η διαφορετικότητα της αντίληψης του κόσμου γύρω μας, ίσως δεν καλύφθηκε όσο ενδελεχώς θα περίμενα, αλλά τα νοήματα και τα μηνύματα του έργου είναι σαφή και διακριτά. Η συνεχής κινητικότητα των χαρακτήρων ακολουθείται από μία αλλαγή της γεωμετρίας του σκηνικού, ενδεικτική του χαοτικού σύμπαντος ενός παιδιού με σύνδρομο Asperger, αλλά και της υποδειγματικής συμμετρίας αυτού του χάους. Ο ρυθμός είναι γρήγορος και δεν αφήνει κενά.

Ο Βασίλης Ντάρμας στο δύσκολο ρόλο του Κρίστοφερ είναι καθηλωτικός. Ο λόγος του είναι συχνά σαρωτικά παραληρηματικός, αναλύει εξαιρετικά τα μονοπάτια της σκέψης ενός ιδιαίτερου μυαλού, ενώ η κίνησή του είναι νευρική και φοβική, αποτυπώνοντας έτσι τη φοβία της σωματικής επαφής που τον διακατέχει. Ούτε στιγμή δε φλερτάρει με την υπερβολή, ή την καρικατούρα, αλλά αντίθετα έχει χιούμορ, συναίσθημα και μια πειστικότητα σε αυτά που λέει που σε παρασύρει αυθόρμητα στον κόσμο του. Υποδειγματική ερμηνεία από ένα νέο παιδί, το οποίο αφήνει υποσχέσεις για μια σπουδαία συνέχεια.
Η Μελίνα Γαρμπή υποδύεται την κυρία Μπουν, μητέρα του Κρίστοφερ, αποδίδοντας με σαφήνεια μία μητέρα μπερδεμένη τόσο συναισθηματικά, όσο και ψυχολογικά, ώστε να φτάσει στο σημείο της εγκατάλειψής του παιδιού της. Η αμηχανία της στη σκηνή της συνάντησής τους έξω από το σπίτι της στο Λονδίνο είναι γνήσια και εξαιρετικά παιγμένη.
Ο Ορέστης Παλιαδέλης ήταν ο Εντ Μπουν, πατέρας του Κρίστοφερ και αποτυπώνει με συνέπεια και ευκρίνεια έναν υπομονετικό πατέρα που σχεδόν αφοσιώνεται στο παιδί του, αλλά έχει και εμφανείς ανθρώπινες αδυναμίες που επηρεάζουν τη σχέση τους.
Η Γωγώ Παπαϊωάννου έπαιξε τη δασκάλα του νεαρού, που βρίσκεται σε καθημερινή επαφή μαζί του και έχουν δημιουργήσει δικούς τους κώδικες επικοινωνίας. Γλυκιά, ανθρώπινη, υπομονετική, επίμονη στην ερμηνεία της, αν και η αφήγησή της ενίοτε γίνεται με πολύ ουδέτερη φωνή που καπελώνει το συναισθηματικό της δέσιμο με τον Κρίστοφερ.
Η Μαριάνα Αβραμάκη (Νο. 44, Πληροφορίες και φωνή 5), η Μαρία Μπαγανά (μία πολύ ενδιαφέρουσα κυρία Αλεξάντερ, κυρία στο δρόμο, συνεπιβάτις στο τραίνο και φωνή 6), ο Χάρης Παπαδόπουλος (κύριος Σίαρς, Αξιωματικός Υπηρεσίας, κύριος Γουάιζ, ταμίας, μεθυσμένος 2 και φωνή 2), ο Θοδωρής Πολυζώνης, (Αιδεσιμότατος Πίτερς, αστυνομικός και φωνή 4), ο Αλκιβιάδης Σπυρόπουλος (αστυνομικός, γείτονας, Λονδρέζος αστυνομικός, μεθυσμένος 1 και φωνή 3) και η Χρύσα Τουμανίδου (κυρία Σίαρς, διευθύντρια του σχολείου, συνεπιβάτις στο τραίνο και φωνή 1) συμπληρώνουν σε πολλούς μικρούς ρόλους το καστ μιας προσεκτικά επιλεγμένης ομάδας.

Τα σκηνικά της Τίνας Τζόκα με τις μεταλλικές παραλληλόγραμμες κατασκευές που αλλάζουν συνεχώς της γεωμετρία του χώρου, είναι έξυπνα, λειτουργικά και αφήνουν πολύ διαθέσιμο χώρο για την κίνηση των ηθοποιών. Τα κοστούμια της ίδιας είναι απλά, καθημερινά και διακριτικά ώστε να μην τραβούν το βλέμμα, αλλά να ντύνουν σωστά τους χαρακτήρες. Η μουσική του Μάνου Μυλωνάκη έδωσε έμφαση στις σκηνές της συναισθηματικής φόρτισης των ηρώων και αποτέλεσε εξαιρετικό συνδετικό κρίκο μεταξύ των σκηνών. Την επιμέλεια της κίνησης είχε η Σοφία Παπανικάνδρου και ήταν προσεγμένη, χωρίς υπερβολές και απόλυτα προσαρμοσμένη στις ιδιαίτερες ανάγκες των χαρακτήρων. Τα video των Αναστασίας Φλωκατούλα και Γιώργου Σουμελίδη είχαν αισθητική, με την τελευταία σκηνή με τα φωτισμένα ουράνια σώματα να αποτελεί μια εμπνευσμένη κορύφωση. Οι φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου υποβλητικοί και με σωστές εστιάσεις στους μονολόγους του Κρίστοφερ.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου της Μονής Λαζαριστών, είδα μια παράσταση που σεβάστηκε απόλυτα το αρχικό κείμενο και απέδωσε με αξιοπρέπεια και σαφήνεια τα νοήματα και τους χυμούς του. Η σκηνοθετική ματιά απλή και ουσιαστική, χωρίς επιτήδευση ή υπερβολή φώτισε σωστά τη διαφορετικότητα, την ανοχή, την επιμονή και την ευαισθησία με τις οποίες πρέπει να αντιμετωπίζουμε τα άτομα με κάποια ιδιαιτερότητα, καθώς και τη σκληρότητα της καθημερινότητας. Ο νεαρός πρωταγωνιστής έδωσε ερμηνευτικό ρεσιτάλ, έχοντας συνοδοιπόρους του μια δυναμική και καλοδουλεμένη ομάδα.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.