• Buzz
  • «ΠΟΙΟΣ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ» | ΚΡΙΤΙΚΗ
«ΠΟΙΟΣ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ» | ΚΡΙΤΙΚΗ

«ΠΟΙΟΣ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ» | ΚΡΙΤΙΚΗ


5.0/5 κατάταξη (58 ψήφοι)

          Μια σιωπή, σχεδόν, νεκρική. Ίσως, γιατί τα λόγια πονούν σαν μαχαιριές. Το αγόρι θα φορέσει τα αγαπημένα του ρούχα και θα σταθεί ακίνητο μπροστά στον ανήμπορο γονιό, που βαριανασαίνει. Αυτή τη φορά, θα καταφέρει να αποσπάσει την προσοχή του πατέρα του. Αυτή τη φορά, θα προσπαθήσει να τον αφουγκραστεί. Αυτή τη φορά, πατέρας και γιος θα γίνουν ένα σώμα, χωρισμένο στα δύο. Αυτή τη φορά, θα ξεσπάσει μια επανάσταση …«Κοίτα, μπαμπά κοίτα»… η παράσταση ξεκινά.
          Ο Εντουάρ Λουί (κατά κόσμον Εντύ Μπελγκέλ) έχει καθιερωθεί ως μια ουσιαστική φωνή στη σύγχρονη λογοτεχνία, που συνδέεται άμεσα με την πραγματικότητα, γράφοντας για την κοινωνική τάξη, τη σεξουαλικότητα και τη βία. Ένας συγγραφέας με τρομερή απήχηση, παρά το νεαρό της ηλικίας του και στρατευμένος σε έναν αριστερό ριζοσπαστισμό, τον οποίο υποστηρίζει με πάθος. Η πένα του απρόβλεπτα αιχμηρή, τράβηξε την προσοχή των αναγνωστών από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε στα ράφια των βιβλιοπωλείων της Γαλλίας, με το βιβλίο του «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ». Τα μυθιστορήματά του έχουν εκδοθεί σε όλο τον κόσμο και έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από τριάντα γλώσσες, γεγονός που τον καθιστά κορυφαίο συγγραφέα της γενιάς του.
          Η λογοτεχνία του Λουί, αν και αυτοβιογραφική, είναι πάντοτε πολιτικά φορτισμένη. Όμως, στο τρίτο του βιβλίο, ο πολιτικός λόγος εισβάλλει με εντονότερο τρόπο στην ιστορία του, συνδέοντας ευθαρσώς την πολιτική σκηνή με τα προσωπικά του βιώματα.
          Το «ΠΟΙΟΣ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ», θίγει το παρελθόν και το παρόν, την ανάγκη για αποδοχή, το βάσανο της αγάπης, τα πολιτικά εγκλήματα. Από το πολύ προσωπικό τραύμα οδηγεί στο ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο, για να καταλήξει στην πολιτική που μας αφορά όλους. Μοιάζει σαν ένα γράμμα κατανόησης και μια προσπάθεια εξήγησης, συμφιλίωσης και ίσως συγχώρεσης. Αλλά, κι ένα πολιτικό μανιφέστο κατά των κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων, που καταδικάζουν τους ανθρώπους σε μια σκληρή και περιορισμένη ζωή, φτωχή σε εμπειρίες και αισθήματα.
          Η εμβέλεια του κειμένου ενισχύεται, καθώς το ακούμε δια στόματος του ίδιου του συγγραφέα. Είναι η ειλικρινής του ματιά στο τώρα, χωρίς περικοπές αλλά με οξύνεια και θάρρος. Δε φοβάται να πει τα πράγματα με το όνομά τους, δε μασάει τα λόγια του, ούτε ωραιοποιεί τις καταστάσεις. Ονοματίζει πολιτικά πρόσωπα της Γαλλίας για να φτάσει στη ρίζα του κακού. Πώς, αλήθεια, ξεκινά μια αλλαγή, μια επανάσταση; Όταν σπάσει το κατεστημένο, το ριζωμένο, το πατροπαράδοτο, το σάπιο. Εκείνο που σε βυθίζει στη συνήθεια της υποδούλωσης καταπιέζοντας όνειρα, προσωπικότητα και πνεύμα.
          Και από πού ξεκινά η επανάσταση στο θέατρο; Μα, από τις μικρές σκηνές και τις ομάδες με όραμα. Εκεί που παρακολουθείς ηθοποιούς να καταθέτουν την ψυχή τους. Εκεί, που η μίξη της ενέργειας και του ταλέντου τους ξεχειλίζει σαν εύφλεκτο αέριο και εσύ περιμένεις τη σπίθα που θα προκαλέσει την έκρηξη. Αυτή τη σπίθα προκαλεί η «Ορχήστρα των Μικρών Πραγμάτων» στο Πλύφα σε ένα σκηνικό παιχνίδι επώδυνο και συνάμα τρυφερό. Και, είναι αποτέλεσμα της μελετημένης δραματουργικής επεξεργασίας και ευρηματικής σκηνοθετικής προσέγγισης του Χρήστου Θεοδωρίδη -με τη δραματουργική αρωγή της Ιζαμπέλας Κωνσταντινίδου- και της σφριγηλής μετάφρασης της Στέλας Ζουμπουλάκη. Αν και το έργο έχει μονολογικό χαρακτήρα, εντούτοις μεταπλάθεται σε ένα αριστοτεχνικό οπτικοακουστικό θέαμα με διαρκείς εναλλαγές και μεταμορφώσεις από τους δύο ηθοποιούς.
          Ο Ντένης Μακρής και ο Γιώργος Κισσανδράκης λειτουργούν στο ίδιο μήκος κύματος, εναλλάσσοντας ταχύτατα και με υποκριτικό οίστρο όλους τους ρόλους. Και είναι εξαιρετικά ισορροπημένοι, τόσο στις σιωπές όσο και στο παραλήρημά τους. Φαίνεται ότι έχουν δουλέψει σκληρά για να φτάσουν σε τέτοιο επίπεδο επικοινωνίας. Ακόμα, και οι χορευτικές τους δεξιότητες είναι εντυπωσιακές.
          Το σκηνικό σύμπαν της Τίνας Τζόκα, ορθά επιλεγμένο, ανέδειξε την οικονομική ένδεια των ηρώων και άφησε άπλετο χώρο για τις σημαίνουσες χορογραφίες της Ξένιας Θεμελή. Βέβαια, ο αχανής χώρος έχει επιπτώσεις στην ακουστική, και αρχικά υπήρξαν μικροπροβληματάκια ήχου, που όμως, ξεπεράστηκαν μόλις ζεστάθηκαν για τα καλά οι μηχανές…
          Τα διακριτικά φώτα του Τάσου Παλαιορούτα έπαιξαν σωστά τον ρόλο τους.
          Για εμένα, αυτή η παράσταση υπήρξε μεγάλη αποκάλυψη, που με ταρακούνησε και ως άνθρωπο και ως θεατή.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.