• Buzz
  • «Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ» | ΚΡΙΤΙΚΗ
«Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ» | ΚΡΙΤΙΚΗ

«Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ» | ΚΡΙΤΙΚΗ


4.9/5 κατάταξη (31 ψήφοι)

          Θέλει τόλμη, γνώση και πρόταση στο τραπέζι για να ακουμπήσει κάποιος κλασικά έργα , πόσω μάλλον να τα διασκευάσει, όταν αυτά έχουν αποτυπωθεί, στο DNA των θεατών, με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο. «Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ», του Ιάκωβου Καμπανέλη, ανήκει σε αυτήν την κατηγορία των έργων. Διαχρονικό, πολυπαιγμένο και άκρως ελληνικό, συμπυκνώνει, στον νοσταλγικό χαρακτήρα του, έναν κόσμο οικείο, με βιώματα, μνήμες και αφηγήσεις που έχουν καταγραφεί στο μυαλό μας. Ο Χρήστος Σουγάρης, ο Στέφανος Κορκολής και ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος παίρνουν το ρίσκο να ανεβάσουν το αριστούργημα του Καμπανέλη σε μορφή μιούζικαλ και δικαιώνονται.
          Ο Στέφανος Κορκολής έχει γράψει μουσικά μοτίβα μεγάλης κλίμακας που κουμπώνουν ακριβώς στον κάθε ήρωα και εκτελούνται άψογα από την εννεαμελή ορχήστρα που διευθύνει ο μαέστρος Αναστάσιος Συμεωνίδης. Οι στίχοι του Γεράσιμου Ευαγγελάτου, σύγχρονοι και δυναμικοί, στοχεύουν ακριβώς στο συναίσθημα της κάθε ιστορίας.
          Στην «ελεγεία της χαμοζωής» που στήνει ο Σουγάρης, εμπεριέχονται όλα τα μικρά, καθημερινά «θαύματα» της κοινόβιας αυλής στη φτωχογειτονιά του Βύρωνα. Ένας μικρόκοσμος λαϊκών ανθρώπων με πολλά αδιέξοδα αλλά και όνειρα για μια καλύτερη ζωή. Η «ενορχήστρωση», αυτού του πολύχρωμου ανθρώπινου μωσαϊκού, από τον σκηνοθέτη, είναι πολύ καλά «μετρημένη», με ρυθμό και συνέπεια, από το 18μελή θίασό του, διατηρώντας την ακεραιότητα των χαρακτήρων. Πρόκειται για μια σύγχρονη, εξωστρεφή, μεγαλόπνοη παράσταση, απαλλαγμένη από νεοελληνικές ηθογραφίες και φόρμες του θεάτρου της μεταπολίτευσης. Την εκσυγχρονισμένη δραματουργική προσαρμογή αναλαμβάνει η Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου.
          Η υπόθεση μετατοπίζεται χρονικά, στη δεκαετία του '80. Τότε που ο πασοκικός σοσιαλισμός «χρύσωνε» το χάπι και όλοι περίμεναν, πως και πως, το μάννα εξ΄ ουρανού. Μόνο που στην αυλή, τίποτα καλό δε θα συμβεί και έτσι οι ελπίδες γκρεμοτσακίζονται, όπως ακριβώς η μπουλντόζα γκρεμίζει τα θεμέλια της παλιάς πολυκατοικίας τους στον βωμό της άναρχης αστικοποίησης και στο «θαύμα» του εκσυγχρονισμού.
          Το ρεαλιστικό, λεπτομερές σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου είναι, αναμφίβολα, εντυπωσιακό, με την πρώτη ματιά. Αναδεικνύεται, δε, ακόμη περισσότερο, από τους ανάγλυφους, πολύχρωμους φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου. Δωμάτια με θέα στην αυλή. Εκεί που συμβαίνουν μικροί επιτάφιοι και μικρές αναστάσεις καθημερινά. Και μας αρέσει που παρακολουθούμε τη δράση μέσα από τις κλειστές κουρτίνες και γινόμαστε ένα με τους ήρωες.
          Οι χορογραφίες του Φωκά Ευαγγελινού, λιγότερο εμπνευσμένες, θυμίζουν μεν παλιό καλό κινηματογράφο, χωρίς να προσφέρουν, όμως, κάτι παραπάνω.
          Ο θίασος ισορροπημένος, καίριος, απολαυστικός και καθ΄ όλα επαγγελματικός. Υπάρχουν, βέβαια, και εκείνοι που ξεχωρίζουν περισσότερο, τόσο με την ερμηνεία τους όσο και με τις φωνητικές τους ικανότητες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και οι υπόλοιποι δε στέκουν τίμια στο σανίδι.
          Έτσι, απολαμβάνουμε λίγο περισσότερο την Ρούλα Πατεράκη, ως έρημη «Αννετώ», την φαντασιόπληκτη, κουτσομπόλα, μνησίκακη ρουφιάνα, με ένα στόμα «οχετό», να ανακατεύεται στις ζωές όλων και να τις κατευθύνει. Είναι εκείνη, όμως, που συγκινεί βαθύτατα με το τραγούδι της στο δεύτερο μέρος.
          Η γοητευτική Φιλαρέτη Κομνηνού, ως femme fatale «Καίτη», έχει φάει τη ζωή με το κουτάλι εκσφεδονίζοντας ατάκες – δηλητήριο. Δίπλα της, στωικά, ο «Λάσκος», του Δημήτρη Πιατά, να αποζητά ψήγματα αγάπης και στοργής. Ωραίο δίδυμο!
          Ο Γιώργος Γάλλος, στον ρόλο του αποτυχημένου «Στέλιου», ενός φιλήσυχου ανθρωπάκου που άλλα ονειρεύτηκε και άλλα του πρόσφερε η ζωή, γίνεται ο περίγελος της αυλής, για τον κοινωνικό του ξεπεσμό και την ηθική του αβουλία. Δυνατός!
          Η Κατερίνα Παπουτσάκη, ως «Όλγα», εξελισσόμενη ηθοποιός, μας εκπλήσσει ευχάριστα με τα καλοκουρδισμένα φωνητικά της προσόντα.
          Η όμορφη «Ντόρα», της Μαρίας Διακοπαναγιώτου, μετατρέπεται σε «κοκότα» λόγω ανάγκης.
          Ο «γέρο Ιορδάνης», του Μάνου Βακούση, δεν αντέχει πια τον κακό ντουνιά και βρίσκει παρηγοριά, πλέον, στο κρασί και τη λαϊκή φιλοσοφία, μονάχος στην ταράτσα, κάτω από την σκέπη του ουρανού. Ευθύβολος!
          Η «Βούλα», της Κόρας Καρβούνη, και ο «Μπάμπης», του Αλέξανδρου Μπουρδούμη, αντρόγυνο που εναλλάσσει τα χαϊδολογήματα με τα μαλλιοτραβήγματα, τραβάει την προσοχή μας με την «εύφλεκτη» σχέση τους και όχι μόνο.
          Ο «Γιάννης», του Αλέξανδρου Βάρθη, καλόψυχος και ρομαντικός, περιορίζεται στο όνειρο μιας θεσούλας δημοσίου υπαλληλάκου, λόγω συνθηκών. Και είναι χάρμα οφθαλμών τη στιγμή που ροκάρει…
          Ο Γιώργος Τσιάντουλας, στον ρόλο του υδραυλικού «Στράτου», σηκώνει τρικυμία στο αισθηματικό τέλμα της μικρής «αυλικής» κοινωνίας με την φτιασιά του. Γίνεται η πέτρα του σκανδάλου…
          Ιδιαίτερη μνεία στο αδιαμφισβήτητο καλλιτεχνικό εκτόπισμα της Ειρήνης Καραγιάννη, ως «Αστά».
          Οι υπόλοιποι ηθοποιοί, Μαρία Τσάρη, Κρις Ραντάνοφ, Ηλέκτρα Σαρρή, Χρήστος Τσούκας, Χρήστος Ζαμπάτης και Γιώργος Ντάβος ανταποκρίνονται, με μέτρο και σύνεση, στους ρόλους τους.
          «Αυλή θαυμάτων που δεν συμβαίνει ούτε ένα μικρούλι θαύμα», λέει το εναρκτήριο τραγούδι. Κι όμως, συμβαίνουν πράματα και θάματα σε τούτη την «Αυλή των Θαυμάτων». Ένας ζωντανός οργανισμός πλημμυρισμένος από καταπληκτική μουσική και χυμώδεις ερμηνείες που αξίζει να δει κάποιος.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.