ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΑΝΑΠΟΔΑ. Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΔΕΛΤΑ
- Ημερομηνία: Τετάρτη, 30/09/2015 19:43
Αγαπητέ Γιώργο,
Σε ευχαριστώ πολύ που με βοήθησες να φτάσω ψηλά στο ράφι εκείνο το πακέτο του ελληνικού καφέ. Μιλούσα συχνά με την Πηνελόπη τότε και ήταν κρίμα που δεν μπόρεσες να την δεις και εσύ. Γιατί επιμένω ακόμα πως ήταν εκεί, δίπλα μου, στο διάδρομο του σουπερ μάρκετ και κουβεντιάζαμε. Δεν σε ήξερα και δεν με ήξερες. Λογικά, την Πηνελόπη θα έπρεπε να την γνωρίζεις από το σχολείο.
Τώρα, κάτι χαμένες σημειώσεις στα σκοτεινά συρτάρια ενός αρχαιολογικού ενδιαφέροντος μπαουλοντίβανου – και ένας όψιμος φόρος τιμής – είναι αυτά τα οποία με έπεισαν να γράψω για αυτήν, που τώρα είναι ανόργανη ύλη. Δεν είχα γράψει ποτέ τίποτα για χάρη της και ας ήταν η μοναδική μου συντροφιά από τότε που ο αδερφός μου μου παραχώρησε το σπίτι του για να μένω. Μιλούσα μονάχα μαζί της, δεν ήθελα να δω άνθρωπο. Τα έχασα όλα αγαπητέ μου φίλε, όπως και πολλοί άλλοι. Γιατί πριν χρεοκοπήσω οικονομικά και συναισθηματικά είχα επιλέξει να ζω μια ζωή έξω και πέρα από τις δυνατότητες μου.
Όσο ήταν εν ζωή η Πηνελόπη δεν είχε συμπεριληφθεί ποτέ στην λαχταριστή φρίκη των διεγερτικών μου αναμνήσεων – εγώ, η «του κόλου» πιστή υπηρέτρια της μνήμης και των μεγάλων ερώτων – αποθεμένη στην βεβαιότητα της απέθαντης, της βιονικής γυναίκας που «είναι τρελή γιατί η αγάπη κάποιον τρελαίνει», όπως πολύ συχνά μου έλεγε. Μονάχα δυο τρείς φορές, τον καιρό που έζησα μαζί της, συγκινήθηκα στη δολοπλόκα σκέψη της ταύτισης της με την μαμά μου ή την κολλητή που δεν είχα, προσμένοντας ονειροπαρμένα την στιγμή που θα τις αντικαταστήσει δια παντός για να απολαύσει και αυτή με τη σειρά της τις οφειλόμενες δάφνες και υποκλίσεις.
Και όμως, αναρίθμητα μεγαλειώδη στιγμιότυπα στους τόσους πολλούς ρόλους της – όλοι λατρεμένοι και στην ώρα που έπρεπε – είχαν ενταφιαστεί στο σκληρό δισκάκι της μνήμης μου, όχι από αδιαφορία, ούτε από υποτίμηση, αλλά από αυτή τη χυδαία ματαιοδοξία πως αυτό το κάστρο, της Πηνελόπης, θα πέσει τελευταίο. Πίστευα η ανόητη πως, μέσα στο οικονομικό μου δράμα, μου έχει δωριστεί άπλετος χρόνος για να της χαρίσω λίγο χώρο και χρόνο όποτε επιθυμήσω να την θυμηθώ «έτσι» ή «αλλιώς». Η φύση είναι όμως ως γνωστόν έτσι αυτορυθμισμένη που δεν μπορεί να υπολογίσει κανενός τις πολυτέλειες.
Τώρα πια θυμάμαι τις εκφράσεις του προσώπου της Χριστούγεννα του 1907, τι φορούσε στην δεξίωση του γάμου της με τον Στέφανο Δέλτα το 1895, το άρωμα της σε εκείνα τα γενέθλια το 1900, τον τρόπο που κρατούσε την πένα της, πώς χτένιζε τα μαλλιά της, τις συνομιλίες της με τον Βενιζέλο, πώς ανέβαινε τα σκαλιά και πώς χειροκροτούσε στο θέατρο όταν ξετρελαινόταν με μια παράσταση. Το καλύτερο μου: η απρόβλεπτη αντίδραση της στα μαζοχιστικά μου ανελέητα πειράγματα, άλλοτε να σκάει από τα γέλια και άλλοτε να γίνεται κατακόκκινη από το θυμό.
Ήταν η καλύτερη μου φίλη. Όχι από αυτές τις φίλες που ζεις μαζί τους μερικές ηλίθιες χαρές και νομίζεις πως μπορείς να ακουμπήσεις επάνω τους τα πάντα και για πάντα. Ακόμα και όταν μου μιλούσε για τον μεγάλο της ανεκπλήρωτο έρωτα, τον Ίωνα, ήταν σαν να μιλούσε για τα δικά μου σχέδια και όνειρα. Ήξερε όμως κάτι πολύ καλά, ίσως το πιο σπουδαίο πράγμα που με συνήθισε σε αυτά χρόνια: να με γεμίζει με λαχτάρες, προσμονές και όνειρα. Ήξερε να τοποθετεί προσεχτικά τον πήχη, τον όποιο πήχη και ύστερα να μου λέει «τώρα τρέχα», απ’ όποιον δρόμο και με όποιον τρόπο όμως ήθελα εγώ.
Το πιο ηρωικό απ’ όλα ήταν που μπόρεσε να γίνει και λίγο από Πόπη. Να γίνει και λίγο εγώ, αυτό εννοώ. Ποια; Αυτή!!!!!! Η Πηνελόπη Δέλτα!!!!! Έφτασε να λησμονεί τις δικές της αγωνίες βάζοντας πάνω απ’ όλα την αγωνία μου να ορθοποδήσω ξανά. Ναι ήταν όμορφο: για την Πηνελόπη δεν υπήρχε «άλλος». Γινόταν Πόπη για να αισθάνομαι εγώ καλά. Ή μήπως γινόμουν εγώ Πηνελόπη; Ίσως και τίποτα από τα δυο, Γιώργο. Ίσως να αποζητούσα απλά μια μεγάλη φιλία, από αυτές που δεν έζησα ποτέ. Από εκείνες τις φιλίες που μοιάζουν με του Δον Κιχώτη και του Σάντσο Πάντσα. Που η φίλη σου είναι δίπλα σου και πολεμά για κάτι που ξέρει πως ούτε υπήρχε ούτε θα υπάρξει ποτέ. Σπάγαμε πολύ πλάκα όταν την αποκαλούσα «Πηνελόπη: η κυρία με τα μαύρα». Ναι ήταν μια φίλη που ήθελε να φορτωθεί στους ώμους της τις αγωνίες, τις αποτυχίες και τις λαχτάρες μου. Το ήθελε πραγματικά, είμαι σίγουρη πως δεν της ήταν ούτε επώδυνο ούτε κουραστικό και ας ήταν ολόκληρη μια δική μου επινόηση. Μια επινόηση που ξεκίνησε από τότε που βρήκα τυχαία το βιβλίο της σε ένα παγκάκι. Τότε που δεν είχα τίποτα δικό μου στον κόσμο αυτό, έξω από εκείνο το βιβλίο.
Από την σχέση μου με την Πηνελόπη θα μου λείψει η σιωπή. Και δεν εννοώ φυσικά την κυριολεκτική σιωπή. Μιλάω για την σιωπή της ελαφρώς απροσδιόριστης και διαφεύγουσας φιλίας. Μιλάω για την σιωπή αυτή που κάνει μια φιλία από δεδομένη ή και «χρεωμένη», σε φιλία διεκδίκησης, φιλία υπό το ζωογόνο άγχος μιας αναίρεσης. Μια σιωπή κατανυκτική, από αυτές που νομίζω πως σπανίζουν (βασισμένες στην αριστοκρατικότερη των αισθήσεων, την όραση) που αρκεί και μόνο για να συμπάσχεις και να κατανοείς.
Δεν συμμερίζομαι – και ως εκ τούτου δεν χρησιμοποιώ – καμία από τις μανιοκαταδιωκτικές κοινοτυπίες όπως «ευχαριστώ την Πηνελόπη που ξαναφώτισε την ζωή μου». Εξ αιτίας των χαμένων μου σημειώσεων στο μπαουλοντίβανο – και ενός όψιμου φόρου τιμής για την επέτειο από την αυτοκτονία της – ήθελα μόνο με ένα μέϊλ σε σένα να την ευχαριστήσω που αγάπησε εμένα και την μοναξιά μου, δίχως ποτέ να μας κρίνει. Να την ευχαριστήσω για όλα όσα έκανε. Και ας μην υπήρξε ποτέ.
Με εκτίμηση,
Πόπη
«Η εποχή του κυνηγιού» γράφτηκε από τον Γιάννη Σκαραγκά
ειδικά για τις δύο πρωταγωνίστριες.
Σκηνοθεσία: Λίνα Ζαρκαδούλα
Σκηνικά – Κοστούμια: Κωνσταντίνος Ζαμάνης
Μουσική: Φωτεινή Μπαξεβάνη
Τραγούδι: Νατάσσα Μποφίλιου
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Νίκη Σερέτη
Παίζουν: Αθηνά Μαξίμου, Φωτεινή Μπαξεβάνη.
Ακούγεται η φωνή του Κωνσταντίνου Ζαμάνη.
Φωτογραφίες παράστασης: Γιάννης Βασταρδής
Video παράστασης: Όλγα Μπρούμα
Ενορχήστρωση: Φώτης Σιώτας
Επιμέλεια κομμώσεων: Δημήτρης Σιγανός
Δημιουργικό: Kiss My Art Μαρία Παναγιωτονάκου
Διεύθυνση παραγωγής: Αναστασία Καβαλλάρη
Οργάνωση παραγωγής: Σωτήρης Μίχας
Θέατρο Κιβωτός
Πειραιώς 115, Αθήνα (Γκάζι) , +302103427426
Δευτέρα & Τρίτη στις 21:15
Διάρκεια: 90′
Είσοδος 12 ευρώ