ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΔΑΣΚΕΙ ΚΑΚΟ ΘΕΑΤΡΟ. ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ

ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΔΑΣΚΕΙ ΚΑΚΟ ΘΕΑΤΡΟ. ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ


0.0/5 κατάταξη (0 ψήφοι)

Μετά την αναμενόμενη κατάληξη της πιραντελικής «ανωμαλίας» στην Κεντρική Σκηνή, το Εθνικό έμεινε ουσιαστικά με τις δύο άλλες, μεγάλες παραστάσεις του σαν φάρους και οδοδείκτες στο σκοτεινό μονοπάτι της κρίσης: τον «Φιλάργυρο» του Μπέζου από τη μια, την «Πρόβα Νυφικού» του Χατζάκη από την άλλη. Με αυτές μπορούμε να σιωπήσουμε κι εμείς, οι κάθε λογής αμφισβητίες της επιστροφής που συντελείται τελευταία του άσωτου Εθνικού σε ένα θέατρο βγαλμένο από τον λαό, για τον λαό, με τον λαό. Μη μιλάτε λοιπόν, μην ενοχλείτε: το Εθνικό βγάζει λεφτά.

 

Το κάνει, όπως πάντα, με αγαθές προθέσεις. Η λογοτεχνική αρετή του βιβλίου της Γιαννακοπούλου -αν υπάρχει- βρίσκεται κατά τη γνώμη μου στην πρωτόλεια αθωότητά του, στην αμεσότητα που κάνει τα πράγματα κάποτε εκτός από εύληπτα, περισσότερο ουσιώδη και ειλικρινή. Κατά τα άλλα, ένα ιστορικό μελόδραμα είναι η «Πρόβα», με φόντο τη μνήμη και τη νοσταλγία για την Κατοχή (ναι, υπάρχει και αυτή), με σφικτή υπόθεση και τη βασική συνταγή: έναν κακό πολύ κακό, και πολλούς καλούς πολύ καλούς.

 

Αυτό το έργο ανέβηκε στο Εθνικό. Πάει καλά, ας ήταν κι αυτό. Ας βλέπαμε από το Εθνικό την «Πρόβα» στην πλήρη, ανεπτυγμένη της ειδολογική αθωότητα, ας την βλέπαμε καλοπαιγμένη, ίσια, ανεπιτήδευτη στην καλή διασκευή της ίδιας της συγγραφέως και του Θανάση Νιάρχου, και ας γινόταν αυτή η βάση στο καλλιτεχνικό συσσίτιο που οργανώνει η διεύθυνση της κρατικής σκηνής στις άλλες παραγωγές της. Αλλά όχι. Ο ιδεολογικός καημός μας απαιτεί να την πασπαλίσουμε πρώτα με την άχνη μιας αφήγησης για την ιστορία και τη μοίρα του λαού, με τη διάθεση να την επεκτείνουμε από τον Εμφύλιο μέχρι την τωρινή κρίση. Δεν μας έφτανε η Γιαννακοπούλου, χρειάζεται, τρομάρα μας, και ο anglelus novus του Μπένγιαμιν για να κατανοήσουμε το ιστορικό βάθος της ερμηνείας του έργου από τον σκηνοθέτη.

 

Ο Σωτήρης Χατζάκης ως σκηνοθέτης έχει τελευταία ακόμα ένα κακό: επαναλαμβάνεται κατά κόρον. Εχει στον νου ένα έργο και το ανεβάζει ξανά και ξανά με άλλους τίτλους, από «Νεφέλες» μέχρι «Πρόβα». Ενα αφαιρετικό σκηνικό, που παραπέμπει στα υλικά των ερειπίων του έθνους: μάρμαρα, σανίδες, σκάλες, γύρω από τον πολυέλαιο του αστικού διαμερίσματος. Μια γενική κατήφεια, που δημιουργεί ένα περιβάλλον αόριστης μελαγχολίας. Και στη μέση ένας θίασος γιγαντιαίων διαστάσεων, θίασος περισσότερο μουσικού θεάτρου, σε πλήρη ανάπτυξη. Λίγο χορός, τραγούδι, πόζα και νοσταλγία, σε δόσεις που θα ζήλευε το Μπάντμινγκτον. Στην ουσία ένας τρόπος για να ανεβάζεις ένα μπεστ-σέλερ (θεατρικό ή πεζό, αδιάφορο) αντλώντας από τον λαό τη μετριότητα και επιστρέφοντάς την πίσω σε αυτόν με λίγη χρυσόσκονη. Πώς να πω αλλιώς; Μπορώ να δεχθώ το Εθνικό να ανεβάζει μέτριες ή κακές παραστάσεις. Δεν μπορώ όμως να ανεχθώ από αυτό να διδάσκει κακό θέατρο.

 

Υπάρχουν και άλλα να πει κανείς για την ίδια την παράσταση: για το συνεχές τρέξιμο, για το κωμικό της λαχάνιασμα να προλάβει το κείμενο, έστω την αμυδρή περιγραφή του. Σκηνές και σκηνούλες, πρόσωπα που περνούν και χάνονται, ένας συρφετός από λόγια, εικόνες, πληροφορίες. Και το κυριότερο: ψέματα. Εχεις συνεχώς την εντύπωση πως βλέπεις κάτι πλαστό, εικονογραφημένο σε φτηνό χαρτί, παλιό πια για το γενικό επίπεδο του θεάτρου μας. Από την άποψη της ποιότητας, η παράσταση κοντεύει να συγχρονιστεί με το επίπεδο του θεάτρου της εποχής που παριστάνει.

 

Λυπάμαι ειλικρινά αυτούς που συνεργάστηκαν σε αυτήν τη φούσκα. Προφανώς άλλο επιθυμούσαν και σε άλλο μπλέχτηκαν. Πήγαιναν για παράσταση Εθνικού και βρέθηκαν σε ΔΗΠΕΘΕ πρωτευούσης. Οι ηθοποιοί παρελαύνουν επί σκηνής σαν σχηματικές φιγούρες. Μερικοί από αυτούς είναι ερμηνευτές ολκής: καλώ ειλικρινά τον καθένα να τους συναντήσει στη σκηνή κάποια άλλη φορά, σε άλλες συνθήκες, πριν βγάλει συμπέρασμα.

 

Τώρα κάνουν απλώς θέατρο. Πόζες, φωνές, μετωπική στάση, στενά περιθώρια. Κρίμα και άδικο. Μια Δανάη Σκιάδη δίνει τον καλύτερο εαυτό της για να σώσει την κατάσταση. Ενας Αλκης Κούρκουλος σε μια και μόνη σκηνή (της «δολοφονίας» του) βγάζει σιωπηρή κραυγή πως θέλει να παίξει κάτι άλλο από αυτό που παίζει. Ενας Θέμης Πάνου εγκλωβισμένος σε έναν από τους ελλιπέστερους ρόλους που έχω συναντήσει πάνω στη σκηνή του Εθνικού. Για τους άλλους, ας πούμε πως έχουμε όλοι κάνει πράματα ασήκωτα για να βγάλουμε το ψωμί μας.

 

Αυτή είναι η παράσταση του Εθνικού. Αυτή βλέπει κόσμος και κοσμάκης, σε πλατείες και θεωρεία. Αυτή είναι η μεγάλη φετινή επιτυχία του επίσημου κρατικού μας θιάσου, του θιάσου που καταστατικά, ιδρυτικά, θεσμικά έπρεπε να βρίσκεται ακριβώς απέναντι σε αυτό το ανέβασμα.

 

Δεν θα τέλειωνα βέβαια χωρίς αναφορά στη σκηνή όπου ακούγεται ο Εθνικός Υμνος και οι ηθοποιοί στέκουν σε στάση προσοχής. Προφανώς για να δώσει στην παράσταση, τι να πω, ανάταση, σαν τις παλιές εθνικές εορτές. Θα ήθελα να ζω σε μια χώρα που αυτή η κατάχρηση θα αντιμετωπιζόταν ως σκάνδαλο κακογουστιάς και θα προκαλούσε αντιδράσεις παρόμοιες με αυτές που τακτικά μας χαρίζει η Επίδαυρος στην «πρόκληση» κάθε ξένου σκηνοθέτη. Αλλά πού…. Μένω μόνο με μια δική μου παρηγοριά: στην παράσταση που είδα ο κόσμος ήταν πολύς, αλλά το χειροκρότημα χλιαρό στο τέλος. Δική μου, ταπεινή, διαπίστωση.

(Πηγή: Η Εφημερίδα των Συντακτών)


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.