• Buzz
  • Συνέντευξη
  • ΤΕΤ-Α-ΤΕΤ ΜΕ ΤΟΥΣ ΤΑΣΟ ΧΑΛΚΙΑ ΚΑΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΑΣΠΙΩΤΗ
ΤΕΤ-Α-ΤΕΤ ΜΕ ΤΟΥΣ ΤΑΣΟ ΧΑΛΚΙΑ ΚΑΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΑΣΠΙΩΤΗ

ΤΕΤ-Α-ΤΕΤ ΜΕ ΤΟΥΣ ΤΑΣΟ ΧΑΛΚΙΑ ΚΑΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΑΣΠΙΩΤΗ


5.0/5 rating 1 vote

           - Θα ήθελα να ξεκινήσω με το ερώτημα που θέτει η αφίσα της παράστασης. Εσείς πιστεύετε στα φαντάσματα;
          Κ. Α.: Εγώ πιστεύω τρελά, στα φαντάσματα, όσο περνάει ο καιρός, συμβολικά και πραγματικά. Θα μου πεις, τί πραγματικό είναι αυτό που δε φαίνεται; Πολλά πράγματα δε φαίνονται, αλλά πιστεύουμε σε αυτά, ειδικά σε αυτή τη χώρα. Και το φοβερό είναι ότι υπάρχουν πολλά πράγματα που, ευτυχώς, δε βλέπουμε και είναι άλλα, επίσης πολλά πράγματα, που δυστυχώς τα βλέπουμε.
          Τ. Χ.: (Γελάει) Καλή ερώτηση! Εγώ δεν το είχα, καν, σκεφτεί. Πραγματικά, δε μου είχε περάσει, ποτέ, από τον νου, ότι θα μπορούσα πιστέψω σε κάτι τέτοιο. Όμως, αυτό το έργο, που παίζουμε μαζί με τον Κωνσταντίνο, «Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΜΑΥΡΑ», από τη στιγμή που καταγράφηκε σαν μυθιστόρημα, από τη Σούζαν Χιλ, και σε όλη την εξέλιξη του κειμένου που έφτασε μέχρι τα χέρια μας, που μετουσιώθηκε σε θεατρικό σύγγραμμα, που έγινε διασκευή και στην Αγγλία και εδώ, από εμάς, από τον σκηνοθέτη μας, τον Νικορέστη Χανιωτάκη, πάρα πολλά πράγματα αλλάξανε μέσα μου. Δε μπορώ να πω πως, πλέον, πιστεύω στα φαντάσματα, έτσι σαν γενική παραδοχή. Μπορώ να πω πως είμαι αρκετά επηρεασμένος, θετικά, απέναντι σε αυτό το θέμα. Βρίσκω πολύ αληθινό το αν έχει συμβεί σε κάποιον άνθρωπο κάτι ανάλογο, με την υποτιθέμενη ηρωίδα αυτού του έργου, και την όποια επιρροή πάνω σε τρίτα άτομα, τότε, ναι, έχω επηρεαστεί από αυτό και μπορώ να πω ότι ίσως να υπάρχουν τέτοιου είδους φαντάσματα, και το βρίσκω και λογικό το να υπάρχουν.

          - «Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΜΑΥΡΑ», ένα θεατρικό θρίλερ με πολύ χιούμορ, που προκαλεί αβίαστο γέλιο και καταλήγει σε μία τρόπον τινά τραγωδία. Ωστόσο, έχω την αίσθηση πως είναι ένα έργο κάπως ασυνήθιστο για το ελληνικό θεατρικό κοινό. Είναι έτσι;
          Κ. Α.: Ο Τάσος έχει εμπεριστατωμένη άποψη πάνω σε αυτό. Εγώ πιστεύω, πάντα, αυτά που λέει ο Τάσος, γι' αυτό θα τον αφήσω και να τα πει. Όμως, θέλω να πω πως όποιο έργο και να ανεβάσει κάποιος, αν έχει μια ωραία έμπνευση και την ανάγκη πει κάτι, μπορεί να κάνει το κοινό να ενδιαφερθεί γι' αυτό. Αν λες μία ωραία ιστορία και αν έχεις κάνει μια ωραία παράσταση, μπορεί να πάρει λίγο περισσότερο χρόνο, αλλά, τελικά, περνάει στον κόσμο -και εδώ έχει αποδειχθεί αυτό. Στο κοινό αρέσουν οι ωραίες ιστορίες -και αυτό το έργο είναι μια ωραία ιστορία.
          Τ.Χ.: Αυτό, ακριβώς, που λέει ο Κωνσταντίνος, ισχύει. Είναι βέβαιο πως μία ωραία ιστορία, αν ειπωθεί με έναν πολύ όμορφο τρόπο, θα περάσει στο κοινό. Είναι μάλιστα μέσα στον ρόλο του Κωνσταντίνου, στο έργο, να λέει σ' εμένα: «αφού θα προβείτε που θα προβείτε σε αυτό το διάβημα, ας το κάνουμε και λίγο πιο νόστιμο, αφού θα σας ακούσουν άνθρωποι, να μη βαριούνται που σας ακούνε». Πραγματικά, εδώ υπάρχει μια πολύ ωραία ιστορία, ένα πολύ ωραίο αφήγημα, το οποίο εναπόκειται στα χέρια εκείνων οι οποίοι θα το κάνουν πράξη και θα το παρουσιάσουν στον κόσμο, αν θα γίνει ακόμα καλύτερο απ' ότι είναι σαν συγγραφή, αν θα γίνει εφάμιλλο της συγγραφής αυτής ή αν θα μείνει πίσω από αυτή. Το τελευταίο, δεν έχει συμβεί σε καμία περίπτωση. Όλα τα άλλα έχουν συμβεί, λίγο έως πολύ, και έχουν συνθέσει την παράσταση που δίδεται κάθε βράδυ, από αυτήν τη σκηνή, προς τον κόσμο. Πραγματικά, όταν έχεις μία ωραία ιστορία και κάποιους ανθρώπους που την αγαπούν -αυτούς που θα τη δώσουν στον κόσμο, με τη βοήθεια εκείνου που επιβλέπει τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει το όλο γεγονός, ώστε να πάει από τη σκηνή στην πλατεία και να συμβεί αυτή η μέθεξη και η επικοινωνία της ζωντανής παραγωγής τέχνης, όπως είναι το θέατρο- τότε, κανένα έργο δεν είναι ασυνήθιστο για κανένα κοινό. Αυτό έχει συμβεί και σε εμάς εδώ -και δεν έχει να κάνει με το αν είναι στην κουλτούρα μας το θεατρικό θρίλερ. Όντως, στη δική μας την κουλτούρα μπορεί να μην ανήκει, ιδιαιτέρως, το θεατρικό θρίλερ. Να μην υπάρχει στο DNA του ελληνικού θεατρόφιλου κοινού, να μην έχει συνηθίσει να παρακολουθεί, στις ελληνικές θεατρικές σκηνές, θεατρικά θρίλερ. Όμως, το συγκεκριμένο, με τον τρόπο που δίνεται, είναι αρκετά εύπεπτο, θεατρικά και δραματουργικά, ώστε να αγαπηθεί από τον κόσμο.          

          - Είναι η δεύτερη συνεχόμενη παράσταση που συνεργάζεστε μετά την «ΔΑΦΝΕΣ ΚΑΙ ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΕΣ». Αυτήν τη φορά βρίσκεστε μόνο οι δυο σας επί σκηνής -και αυτό που, εμείς, εισπράττουμε είναι μία εξαιρετική χημεία ανάμεσά σας. Μιλήστε μου λίγο για τη συνεργασία σας.
          Κ. Α.: Η συνεργασία μας ξεκίνησε από την παράσταση «ΔΑΦΝΕΣ ΚΑΙ ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΕΣ», που είχαμε και εκεί ένα μεταξύ μας contact. Είμασταν ένα θεατρικό ζευγάρι, οπότε το είχαμε δει, από τότε, λίγο, το πως θα εξελισσόταν. Εγώ θα ήθελα να μείνω πολύ στη συγκεκριμένη συνεργασία που έχουμε τώρα, σε αυτήν την παράσταση. Ειλικρινά, χαίρομαι πάρα πολύ γι' αυτήν και συγκινούμαι που το λέω. Επειδή περνάμε πάρα πολύ χρόνο μαζί, και έχουμε και επί σκηνής κοινό χρόνο, αφού είμαστε μόνο οι δυο μας, έχουμε δεθεί πολύ, είμαστε λίγο σαν «οικογένεια». Όπως οι άνθρωποι έχουν τους φίλους τους και τις οικογένειές τους και περνάνε χρόνο μαζί, έτσι και στο θέατρο μπορεί να δημιουργηθεί μια οικογένεια, με τα καλά και τα κακά της. Δε μου αρέσει να λέω μεγάλες κουβέντες, πως με τον Τάσο είμαστε οικογένεια κλπ. Όμως, πλέον, έχουμε όλα αυτά τα συστατικά που μπορεί να έχει μια οικογένεια και μπορούμε, επί σκηνής, να επικοινωνούμε και να εξελισσόμαστε μέσα από αυτήν την σχέση. Τουλάχιστον, εγώ το νιώθω πάρα πολύ έντονα αυτό με τον Τάσο. Βλέπουμε ο ένας τον άλλο στα μάτια και πηγαίνουμε μαζί στην επόμενη στιγμή. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Είναι κάτι το οποίο κερδίζεται, πιθανώς μετά από χρόνια φιλίας ή οικογενειακών σχέσεων. Αυτό προϋποθέτει και μία έλξη, η οποία είτε συμβαίνει είτε δε συμβαίνει. Είναι μια ευτυχής συγκυρία και είναι πραγματικά σπουδαίο, για τον ηθοποιό, να έχει αυτή τη συνθήκη επί σκηνής: να κοιτάζεται με τον άλλον στα μάτια και να πηγαίνουν μαζί στην επόμενη στιγμή, όποια και αν είναι αυτή, ακόμη και αν είναι λάθος -συνήθως, όμως, μας βγαίνει σωστό.
          Τ. Χ.: Ναι, έτσι είναι. Και καθαρά επαγγελματική να ήταν η σχέση μας με τον Κωνσταντίνο, θα ήτανε μια χαρά. Όμως, δεν είμαστε εκεί μόνο, είμαστε πολύ παραπάνω από αυτό. Εγώ θεωρώ τον Κωνσταντίνο μου παιδί μου, γιο μου. Τον θεωρώ και θεατρικό μου γιο, γιατί με πηγαίνει αρκετά χρόνια πίσω, στο δικό μου ξεκίνημα. Βέβαια, ο Κωνσταντίνος δεν είναι πια στο ξεκίνημά του και έχει κάνει πολύ περισσότερα πράγματα, στην αντίστοιχη ηλικία, απ' όσα είχα κάνει εγώ στο ξεκίνημά μου -κι ας ήμουν μέσα στο «Εθνικό Θέατρο», με ένα ρεπερτόριο που με άνδρωσε σαν ηθοποιό. Το περισσότερο δεν έχει να κάνει με την ποσότητα, έχει να κάνει με το βάρος των ρόλων που έχει σηκώσει μέχρι τώρα.
          Κ. Α.: Όμως εσύ, στα χρόνια μου, είχες κάνει 50 τραγωδίες. Είναι πολύ σημαντικό αυτό. Εγώ, για παράδειγμα, είχα 9 χρόνια να πάω στην Επίδαυρο. Είναι πολύ σημαντική τριβή, για έναν ηθοποιό, οι αρχαίες τραγωδίες.
          Τ. Χ.: Ναι, αλλά αυτό είναι, απλά, ένα νούμερο, έτσι όπως ακούγεται.  Εγώ ήμουν στο Εθνικό Θέατρο για 17 ολόκληρα χρόνια. Τότε, το Εθνικό μονοπωλούσε και την Επίδαυρο και το ρεπερτόριο της κρατικής σκηνής. Δεν έμπαιναν, εύκολα, άλλοι ηθοποιοί στο καστ -και έτσι έχω παίξει στην Επίδαυρο συνολικά 36 έργα και των τριών αρχαίων συγγραφέων. Όλο το έργο του Αριστοφάνη, όλο του Ευριπίδη και του Αισχύλου και πάρα πολύ από του Σοφοκλή. Γι' αυτό αναφέρεται ο Κωνσταντίνος σε αυτό. Παρόλα αυτά, νιώθω μια μεγάλη συγγένεια, θεατρικά, με τον Κωνσταντίνο. Μία επικοινωνία δραματουργικής αξίας και υποκριτικής τέχνης και τεχνικής -είναι φοβερός τεχνίτης ο Κωνσταντίνος. Εγώ είχα, από σπόντα, δάσκαλο τον Αλέξη Μινωτή, παρότι δεν τον είχα στη σχολή. Εκείνος συνήθιζε να λέει: «δεν είμαστε συνάδελφοι, είμαστε σύντεχνοι, ανήκουμε στην ίδια συντεχνία, είμαστε τεχνίτες της ίδιας τέχνης». Αυτή, κυριολεκτικά, η φράση, πιστεύω πως μας ενώνει και στο επίπεδο της τέχνης μας, της υποκριτικής. Ανεξάρτητα αν έχουμε τόσο μεγάλη ηλικιακή απόσταση, δεν έχουμε καθόλου μεγάλη απόσταση σα σχολές, σα θεατρική πρακτική και πράξη.

          - Κύριε Χαλκιά θα ήθελα να παραθέσω δύο φράσεις σας. Έχετε πει πως δεν είστε ιδιαίτερα εύκολος με όλους τους σκηνοθέτες και πως είχατε μεγάλη δυσπιστία στους νέους σκηνοθέτες. Πώς ήταν το να σας σκηνοθετεί ο Νικορέστης που είναι ένα νέο παιδί;
          Τ. Χ.: Ο Νικορέστης είναι ένα νέο παιδί, συνάμα με τον Κωνσταντίνο μου, από άλλη σκοπιά, αλλά και από την ίδια σκοπιά γιατί και ο Κωνσταντίνος είναι ένας πολύ καλός σκηνοθέτης. Είναι δύο άνθρωποι που μπορεί να έχουν πολύ νεότερη ηλικία από τη δική μου και βιολογικά και στο θέατρο, αλλά είναι δύο άνθρωποι οι οποίοι «νογάνε από θέατρο» -μου αρέσει πολύ αυτή η φράση του δασκάλου μου του Αλέξη Διαμαντόπουλου και συνηθίζω να τη λέω. Ο Αλέξης Διαμαντόπουλος ήταν θεωρητικός του θεάτρου -και σύζυγος της ηθοποιού Όλγας Τουρνάκη- και έλεγε ακριβώς αυτή τη φράση: «το θέμα είναι να νογάς από θέατρο», δηλαδή να αντιλαμβάνεσαι το θέατρο, να το καταλαβαίνεις. Αυτά, λοιπόν, τα παιδιά καταλαβαίνουν το θέατρο και όταν καταλαβαίνεις το θέατρο δεν μπορείς να το προδώσεις. Γι' αυτόν τον λόγο, αγαπώ πολύ αυτά τα παιδιά και τα πιστεύω απόλυτα.
          Ο Νικορέστης, λοιπόν, είναι ένας σκηνοθέτης ο οποίος σέβεται και αγαπάει το υλικό του θεάτρου, το οποίο είναι το έργο και τα μηνύματά του. Από εκεί και πέρα, έχει και τον τρόπο να σου μεταφέρει, με λίγα λόγια, το πως, εκείνος, βλέπει τα πράγματα. Αν εσύ συμφωνείς, με αυτόν τον τρόπο, πηγαίνετε παραπέρα. Ακόμα και αν δεν συμφωνείς, θα κοιτάξει να κάνετε μια δοκιμή -και αν δεν τα βρείτε, πάνω στην πρακτική του θεάτρου, τότε, εντάξει, θα κάνετε κάτι διαφορετικό. Αυτούς τους ανθρώπους τους σέβομαι ιδιαιτέρως, γιατί σέβονται κι αυτοί ότι ο ηθοποιός δεν είναι ένα ανδρείκελο, δεν είναι ένα κομμάτι σίδερο που θα πάρουν ένα σφυρί για να το ισιώσουν, δεν είναι, απλά, ένα εργαλείο για να κάνουν τη δουλειά τους.
          Για εμένα, το θέατρο αρχίζει και τελειώνει στον ηθοποιό, διότι, πάρα πολύ απλά, για αιώνες ολόκληρους παρήγετο θέατρο από τους ηθοποιούς και μόνο, από κανέναν άλλον. Ο Σαίξπηρ ήταν ηθοποιός, ο Μολιέρος ήταν ηθοποιός, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης και ο Αισχύλος ήταν οι ίδιοι οι συγγραφείς, και ανέβαζαν τα έργα τους μόνοι τους. Δεν απευθύνθηκαν σε έναν άλλον, ο οποίος έπρεπε να καταλάβει τι λέει το έργο για να το περάσει στους ηθοποιούς κλπ. Ο Αισχύλος, μάλιστα, συχνά, έπαιζε στα έργα του.
         Ο σκηνοθέτης, λοιπόν, δεν είναι, καθόλου, αναγκαία συνθήκη για το θέατρο. Συγχωρέστε με για τη μακρηγορία. Θα πω άλλη μια κουβέντα για τον Μινωτή, ο οποίος έλεγε: «εγώ δεν είμαι σκηνοθέτης, όμως σκηνοθετώ γιατί δε δέχομαι κανέναν να μου πει τι θα κάνω, αφού έχω διαβάσει πολύ καλά και έχω καταλάβει το έργο που θα παίξω». Αν ο ηθοποιός διαβάσει πολύ καλά -και διαβάζω σημαίνει κατανοώ, νογάω, που λέγαμε πριν- το έργο και αυτό του γίνει βίωμα, τότε, δεν έχει ανάγκη κανέναν.
          Λέγανε οι πρώτοι μεγάλοι σκηνοθέτες, για παράδειγμα ο Σωκράτης Καραντινός -εσύ τον γνωρίζεις Κωνσταντίνε- που έστησε το «Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος» (στην κυριολεξία το έστησε μόνος του, μετά από δύο τρία χρόνια ακολούθησαν κάποιοι άλλοι), έλεγε: «προσέχετε να μην τρακάρετε μεταξύ σας». Αυτή, φαντάσου, ήταν η σκηνοθετική του οδηγία. Εξού και από τότε έβγαλαν κάποιους όρους του τύπου: «αυτός δεν είναι σκηνοθέτης, είναι τροχονόμος». Ωστόσο, είχε μεγάλο νόημα, αυτό που είπε ο Καραντινός -και δεν είχε καμία σχέση με αυτή καθ' αυτή τη φράση και το νόημά της. Είναι τόσο απλό, το να κινηθείτε πάνω στη σκηνή, δε χρειάζεται να τρακάρετε μεταξύ σας και ο ένας να κρύβει τον άλλον. Αυτό είναι, τόσο απλό. Κινησιολογικά, δηλαδή, το έλυσε το πρόβλημα, με αυτή, μόνο, τη φράση.
          Από εκεί και πέρα, αν δεν ερχόταν ο 20ος αιώνας -με την άνθηση του κινηματογράφου, όπου βγήκε στην εμπροσθοφυλακή ο σκηνοθέτης, ως ο «απόλυτος άρχων» (και δικαίως, αφού αυτός έχει το πρόσταγμα μιας ταινίας, είτε επειδή είναι προσωπικό του όραμα, είτε επειδή το σενάριο είναι δικό του, είτε επειδή εκείνος μπορεί να μετουσιώσει ένα σενάριο σε μία κινηματογραφική ταινία)- δε θα ξεπηδούσε η μόδα να βγει και στο θέατρο ένας σκηνοθέτης.
          Δε λέω, σαφώς, έχουν βγει πολύ σημαντικοί και σπουδαίοι σκηνοθέτες και στο θέατρο, τα ονόματά τους τα ξέρουμε, τόσο στο εξωτερικό όσο και στην Ελλάδα. Για παράδειγμα, ο Σπύρος Ευαγγελάτος ήταν εμπνευσμένος σκηνοθέτης. Το ίδιο και οι Γιώργος Μιχαηλίδης, Μίνως Βολανάκης, Εμπνευσμένοι άνθρωποι που είχαν μια άλλη οπτική για ένα σημαντικό έργο. Εγώ έχω παίξει σε μία παράσταση του Σπύρου Ευαγγελάτου, με τίτλο «ΟΙ ΓΙΓΑΝΤΕΣ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ», του Πιραντέλλο, στο «Εθνικό Θέατρο», που είναι ένα έργο που το είχαν όλοι για πέταμα. Δεν το ανέβαζε, ποτέ, κανείς. Το πήρε ο Σπύρος Ευαγγελάτος και έκανε μια παράσταση εμπνευσμένη, θεία, απίστευτη.
          Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν αυτοί οι σκηνοθέτες, σήμερα. Δεν έχω καμία αντιπαλότητα, καμία πολεμική με τους σκηνοθέτες. Αν, δε, ο σκηνοθέτης με πείσει ότι δε χρησιμοποιεί το θέατρο για την πάρτη του, αλλά κάνει θέατρο γιατί του αρέσει, ότι προσπαθεί να το κατανοήσει και να περάσει στην πρακτική της σκηνοθεσίας -κυριολεκτικά σεβόμενος δύο πράγματα: το κείμενο και τον ηθοποιό- είμαι μαζί του. Αν δω ασέβεια σε αυτά τα σημεία, τότε, διαφωνώ. Και βέβαια η ασέβεια είναι υποκειμενική υπόθεση, έχει και προσωπικό χαρακτήρα, το τι είναι ασεβές και τι δεν είναι. Αυτή είναι η σχέση μου με τους σκηνοθέτες.

          - Εσείς κύριε Ασπιώτη έχετε ξαναπαίξει το έργο -με παρτενέρ το Νίκο Κουρή- και πάλι σε σκηνοθεσία του Νικορέστη Χανιωτάκη. Έχετε δηλώσει πως το συγκεκριμένο κείμενο δείχνει τον μηχανισμό του θεάτρου και αναδεικνύει τη μαγεία του. Μιλήστε μας για τη συνεργασία σας με τον Νικορέστη και για το συγκεκριμένο έργο.
          Κ.Α.: Δε θα πολυλογήσω, σχετικά μου με τον Νικορέστη. Η γνώμη μου, γι' αυτόν, αποδεικνύεται, εμπράκτως, απ' τις πολλές φορές που έχουμε συνεργαστεί. Είναι ένας άνθρωπος που αγαπάει πολύ το θέατρο και τον ηθοποιό. Άλλωστε, είναι και ο ίδιος ηθοποιός -και αυτό είναι το πιο σημαντικό απ' όλα. Τα υπόλοιπα τα είπε ο Τάσος, και συμφωνώ.
          Το έργο έχει, για εμένα, κάτι το πραγματικά μοναδικό. Εκτός από το ότι δίνει την ευκαιρία σε δύο ηθοποιούς να ανοίξουν μία μεγάλη βεντάλια συναισθημάτων, τρόπων και καταστάσεων, περιλαμβάνει πολλά είδη μαζί: την κωμωδία, το δράμα, του τέλους -που πάει προς την τραγωδία- και το θρίλερ καθ' όλη τη διάρκεια.  Η αγωνία και η αδρεναλίνη, των θεατών, ανεβαίνουν κατακόρυφα, την ώρα της παράστασης -όπως συμβαίνει σε όλους μας όταν παρακολουθούμε -στην τηλεόραση ή στον κινηματογράφο- ένα θρίλερ. Φοβόμαστε αλλά ξέρουμε ότι είμαστε ασφαλείς, συναίσθημα πάρα πολύ ωραίο. Το άλλο ιδιαίτερο που έχει αυτό το έργο είναι το ότι παίζει με τον μηχανισμό του θέατρου, λόγω της συνθήκης. Ένας κύριος, που στο παρελθόν βίωσε μια φοβερή ιστορία, μια τραγωδία που την κρατάει για χρόνια μέσα του. Εξ' αιτίας αυτής, η ζωή του είναι σχεδόν κατεστραμμένη, βλέπει εφιάλτες κάθε μέρα, δεν είναι καλά ψυχολογικά. Αποφασίζει, λοιπόν, να δοκιμάσει να λύσει το πρόβλημά του μέσω του θεάτρου. Πάει σε έναν θεατράνθρωπο και του λέει: «θέλω να πω αυτήν την ιστορία. Βοηθήστε με να την πω, για να απελευθερωθώ από αυτή». Να μην το αναλύσουμε περισσότερο. Είναι γνωστό ότι η σύγχρονη ψυχιατρική και ψυχοθεραπεία χρησιμοποιεί τη δραματοθεραπεία, για κάποιες περιπτώσεις.
          Ο θεατράνθρωπος προσπαθεί να βάλει τον κύριο που βιώσε την ιστορία, στη θεατρική συνθήκη. Οπότε του δείχνει πως από το τίποτα, σιγά-σιγά γίνεται κάτι, γίνεται θέατρο. Με απλά υλικά, που έχει γύρω του, με απλά θεατρικά υλικά -όπως μια καρέκλα, ένας φακός, καπνός, ένας ήχος, ένα μπαούλο, δύο κοστούμια- ξαφνικά μπροστά στα μάτια του θεατή δημιουργείται από το τίποτα μαγεία, δημιουργείται ένας κόσμος. Και αυτό είναι όλο το νόημα του θεάτρου, να παίζει με τη φαντασία του κοινού. Χρησιμοποιεί, δηλαδή, ο καλλιτέχνης τη φαντασία του, διεγείρει τη φαντασία του θεατή και του δίνει μία αληθινή ψευδαίσθηση -αν μπορούμε να την πούμε έτσι.
          Και θα χρησιμοποιήσω και εγώ μια έκφραση που μας έλεγε ένας δικός μου δάσκαλος, ο Ανδρέας Βουτσινάς, σε ένα από τα πρώτα μου μαθήματα: «αυτό που πρέπει να κάνετε εσείς, είναι να κάνετε το κοινό συνένοχο στο υπονοούμενο». Αυτό είναι από τα πιο σημαντικά πράγματα και γι' αυτό ξεκινούσε τα μαθήματά του με αυτήν τη φράση -μας την είπε στο πρώτο έτος, στα πρώτα μαθήματα. Πώς εμείς θα καταφέρουμε να κάνουμε εσένα, που μας βλέπεις, συνένοχο στο υπονοούμενο, άρα να είμαστε μαζί. Αυτό το έργο ενδείκνυται για αυτήν τη μελέτη.
          Τ. Χ.: Η δουλειά του ηθοποιού είναι, ακριβώς, αυτό που έλεγε ο Ανδρέας. Να βρει έναν παράλληλο δρόμο προς την πλατεία, για να φέρει την πλατεία μέσα σε αυτήν τη συνωμοσία. Έτσι συμμετέχει ο κόσμος, αυτή είναι η μέθεξη του θεάτρου. Η ζωντανή επικοινωνία αυτής της τέχνης (της υποκριτικής τέχνης) με το κοινό (με την πλατεία) είναι, ακριβώς, αυτή η συνωμοσία που έλεγε ο Βουτσινάς. Συνωμοτείς επάνω στη σκηνή με σκοπό να ανεβάσεις σε αυτήν και το κοινό, να το κάνεις συνωμότη.

          - Κύριε Χαλκιά τον περασμένο χρόνο συνέβησαν πολλά στο χώρο του θεάτρου, θα θέλατε να σχολιάσετε κάτι σχετικό;
          Τ. Χ.: Μόνο μία κουβέντα θέλω να πω. Ότι συνέβη στον χώρο του θεάτρου, συνέβη στον επαγγελματικό χώρο του θεάτρου. Το θέατρο σαν ιδέα δε θίχτηκε από όλα αυτά. Το θέατρο περνούν και το υπηρετούν πάρα πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι, με τον καιρό και ανάλογα με τις πράξεις τους, μπορεί να λάβουν τον οποιοδήποτε χαρακτηρισμό. Αυτό δεν ενοχλεί καθόλου, δε σταματάει καθόλου, δεν κόβει καθόλου τη φόρα του θεάτρου να πάει προς τα εκεί που πρέπει να πάει: δηλαδή, προς την αιωνιότητα. Το θέατρο είναι καταδικασμένο να ζήσει και θα ζήσει. Τίποτα και κανένας δε μπορεί να το αγγίξει ή να το θίξει.

          - Η παράσταση «Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΜΑΥΡΑ» θα συνεχιστεί μέχρι τέλος του χρόνου -και ίσως πάρει παράταση. Θα ήθελα να μου πείτε για τα επόμενα σχέδιά σας, εντός και εκτός θεάτρου. Ετοιμάζετε κάτι για το δεύτερο μισό της σεζόν;
          Τ. Χ.: Εγώ συμμετέχω στην τηλεοπτική σειρά «ΧΑΙΡΕΤΑ ΜΟΥ ΤΟΝ ΠΛΑΤΑΝΟ», που φιλοξενεί η κρατική τηλεόραση. Κατ΄ εμέ, είναι μία συμπαθητική σειρά, μια χιουμοριστική σειρά που καταφέρνει και αποδίδει το χιούμορ και το γέλιο με λιτούς τρόπους. Είναι μια σειρά που στηρίζεται πολύ στη νεολαία. Βέβαια, έχει και πολλούς μεγαλύτερους ηθοποιούς, οι οποίοι κινούν και αυτοί κάποια νήματα μέσα στη σειρά. Μοιραζόμαστε τα πάντα μέσα σε αυτό το έργο, το χιούμορ του, το κείμενό του. Δεν έχουμε μια βασίλισσα μέσα στην κυψέλη που την υπηρετούμε όλοι. Είναι μια πολύ μοιρασμένη και ωραία δουλειά, που πιστεύω ότι πληροί την προϋπόθεσή της: να ψυχαγωγήσει τους ανθρώπους που την παρακολουθούν. Νομίζω πως αυτό το καταφέρνει πάρα πολύ καλά.
          Από εκεί και πέρα, όταν ολοκληρωθούν οι παραστάσεις μας, εμένα με περιμένει μια συνεργασία με τον Κώστα Γάκη και με το Γιάννη Βασιλώττο, τον άλλο νεότατο συνάδελφό μας, ο οποίος τώρα έχει μια παρουσία στις Άγριες Μέλισσες, τη σειρά του ΑΝΤ1 στην οποία είχα φιλοξενηθεί για λίγο και εγώ. Θα κάνουμε ένα έργο που σχετίζεται με τον Μάρκο Βαμβακάρη και έναν νεότερο ρεμπέτη, οι οποίοι έχουν έναν διάλογο που καταλήγει στις μουσικές τους. Αυτή η δουλειά πρόκειται να φιλοξενηθεί στο ίδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης», κατά τον Μάρτη. Χαίρομαι πολύ γι' αυτήν τη δουλειά, γιατί το έργο είναι γραμμένο από έναν άνθρωπο που ξέρει πάρα πολύ καλά το αντικείμενο, ξέρει πάρα πολύ καλά τον Βαμβακάρη. Μιλάω για τον Λάμπρο Λιάβα, που κάνει την εκπομπή «ΤΟ ΑΛΑΤΙ ΤΗΣ ΓΗΣ», στην κρατική τηλεόραση.
          Σε κάθε περίπτωση, όμως, ακόμα και όταν τελειώσουμε από εδώ, εγώ δεν τελειώνω ούτε με τον Κωνσταντίνο, ούτε με τον Νικορέστη. Έχουμε να κάνουμε μαζί πολλά πράγματα ακόμα. Βέβαια, υπάρχει και η σκέψη να δουν αυτό το έργο και έξω από την Αθήνα. Να το πάμε περιοδεία σε όσα μέρη μπορέσουμε να το πάμε. Θα είναι κάτι πάρα πολύ πρωτότυπο, να πάει μια τέτοια παράσταση στην επαρχία. Αυτό ίσως γίνει μόλις τελειώσουμε από εδώ, από το θέατρο Πειραιώς 131.
          Κ. Α.: Ήταν πολύ περίεργη η συνθήκη που περάσαμε την περασμένη χρονιά -και πρέπει λίγο να προσπαθήσουμε να βολέψουμε όλα αυτά που είχαμε σχεδιάσει και δεν έγιναν. Γιατί υπάρχουν πάρα πολλά συμβόλαια, πραγματικά ή ηθικά, που πρέπει να τηρηθούν. Έτσι, με τον νέο χρόνο, ολοκληρώνουμε τον κύκλο μας, με αυτή την παράσταση, στο Θέατρο Πειραιώς 131. Ήταν να τελειώσει νωρίτερα, αλλά επειδή πάει πολύ καλά -και μπορεί να πάει παραπέρα- τη συνεχίζουμε και τον Δεκέμβριο -και ποιος ξέρει, ίσως και παρακάτω. Από εκεί και πέρα, ίσως μπορέσει να γίνει -ανάλογα και με το πως πάει η πανδημία- αυτή η περιοδεία του έργου στην επαρχία, που είπε και ο Τάσος.
          Το επόμενο σχέδιο, από πλευράς μου, που ήταν στα σκαριά και θα γίνει στο δεύτερο μισό της σεζόν, είναι η παράσταση «ΛΕΥΚΕΣ ΝΥΧΤΕΣ», του Ντοστογιέφσκι, με την Αλεξάνδρα Αϊδίνη. Η θεατρική μεταφορά και η σκηνοθεσία θα γίνουν από εμένα και η μουσική από έναν σπουδαίο συνθέτη, εξαιρετικού πνεύματος, τον Στάμο Σέμση. Θα «ανέβει» στο θέατρο «Μικρό Άνεσις», από τον Φλεβάρη του 2022.

          - Πριν σας ευχαριστήσω για την κουβέντα μας, θα θέλατε προσθέσετε κάτι που αξίζει να ειπωθεί;
          Τ. Χ.: Θέλω να πω πως αυτά το θεατρικό παιδί, ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης, (αλλά και ο Νικορέστης Χανιωτάκης από την άλλη πλευρά) θα αφήσει μεγάλη εποχή στο ελληνικό θέατρο. Το πιστεύω απόλυτα μέσα μου και μιλάω με την ασφάλεια του λόγου, με την εμπειρία μου, με την αγάπη μου, αλλά κυρίως με την πίστη μου σε αυτόν τον άνθρωπο. Θεωρώ πως είναι ένα απόκτημα για το ελληνικό θέατρο. Αναγνωρισμένος από τόσες και τόσες φωνές, από όλες τις ηλικίες. Αποδεκτός απ' όλες τις πλευρές του θεάτρου, τόσο που τα δικά μου τα λόγια είναι λίγα, δε φτάνουν. Είναι σημαντικός ο Κωνσταντίνος για το θέατρο και πιστεύω ότι θα αφήσει τη σφραγίδα του στον χώρο.
          Κ. Α.: Τί να πω εγώ τώρα; Χαίρομαι, γιατί κάνω αυτό που αγαπώ. Με τιμάει, πάρα πολύ, η πίστη του Τάσου σε εμένα. Το λέω με κάθε ειλικρίνεια και τον ευχαριστώ πάρα πολύ για τα λόγια του.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.