• Buzz
  • ΤΕΤ-Α-ΤΕΤ ΜΕ ΤΟΝ ΛΑΜΠΡΟ ΤΣΑΓΚΑ
ΤΕΤ-Α-ΤΕΤ ΜΕ ΤΟΝ ΛΑΜΠΡΟ ΤΣΑΓΚΑ

ΤΕΤ-Α-ΤΕΤ ΜΕ ΤΟΝ ΛΑΜΠΡΟ ΤΣΑΓΚΑ


0.0/5 κατάταξη (0 ψήφοι)

Κύριε Τσάγκα σας ευχαριστώ θερμά για την τιμή που μας κάνετε σήμερα, να έχουμε στη συντροφιά μας έναν τόσο σπουδαίο θεατράνθρωπο με λαμπρή πορεία δεκαετιών στο σανίδι. Σήμερα βρισκόμαστε στο ιστορικό Θέατρο Κνωσσός, το οποίο γιορτάζει τα 40 του χρόνια και έχει φιλοξενήσει τεράστιες προσωπικότητες. Είναι η θεατρική σας στέγη, η οποία συμπλήρωσε 40 χρόνια ζωής και δημιουργίας πολιτισμού.

Η ιστορία μας στην αίθουσα αυτή ουσιαστικά ξεκινά το 1985. Τα σαράντα μας χρόνια είναι ο κύκλος που κάναμε από το 1978 που ξεκινήσαμε με τον Χρίστο, τον αδερφό μου και κάναμε το Παλκοσένικο, στην αρχή στο θέατρο που είχε ο Απόστολος Δοξιάδης, τις σχολές Δοξιάδη σήμερα. Εκεί πρωτοξεκινήσαμε με το έργο «Η οικογένεια Τοττ». Ήταν η πρώτη δουλειά που κάναμε μαζί με τον Χρίστο, γιατί εκείνος είχε τελειώσει τη σχολή πριν από μένα, είχαμε εφτά χρόνια διαφορά, ύστερα τελείωσα εγώ, για ένα διάστημα πορευόμασταν στο χώρο του θεάτρου παράλληλα και χώρια και κάποια στιγμή είπαμε να ξεκινήσουμε μια δουλειά μαζί. Έτυχε να έχουμε λαμπρή υποδοχή στην πρώτη μας παράσταση από τους κριτικούς και έτσι αναθαρρήσαμε. Μάλιστα υπάρχουν οι κριτικές αυτές και τώρα θα βγουν στο βιβλίο. Βέβαια εγώ ήμουν νεότερος, η βάση ήταν ο Χρίστος, γιατί αυτός ήταν ο μεγαλύτερος, αυτός ήταν ο γνωστός στο χώρο, εγώ από δίπλα ήμουν ο «χαμάλης» του χώρου, ήμουν ο νεότερος, που μπορούσα να κάνω όλες τις δουλειές, ότι χρειαζόταν μια παραγωγή. Ο Χρίστος δεν μπορούσε να κάνει παραγωγή, γιατί ήταν ο χαρακτήρας του τέτοιος. Και έτσι κάναμε μια καλή αρχή.

Το καλοκαίρι του 1979 βγήκαμε την πρώτη μας περιοδεία και πήγαμε στο Αγρίνιο. Κάναμε τους «Χωριάτες» του Ρουτζάντε και παράλληλα ξεκινήσαμε και παιδική σκηνή. Οι ίδιοι ηθοποιοί παίζαμε στο κανονικό έργο το βράδυ και στην παιδική σκηνή το πρωί. Από εκεί και πέρα πήραμε κουράγιο και πιστεύαμε πως μέσα από το θέατρο θα αλλάξουμε τον κόσμο! Και αυτή η πίστη μας έδινε δύναμη για να συνεχίσουμε. Στον τρίτο χρόνο ύστερα από την καλή υποδοχή που είχαμε στον θεατρικό χώρο, βγάλαμε ένα καλό όνομα, έλεγαν ότι οι Τσαγκαίοι κάνουν καλή δουλειά και μπράβο που προχωράνε και κάπως έτσι γίναμε «Ημικρατικό Στερεάς Ελλάδας», το 1980. Εκεί μας δόθηκε η δυνατότητα να κάνουμε πιο σοβαρές παραγωγές γιατί είχαμε και μια στήριξη των δώδεκα εκατομμυρίων δραχμών που λάμβαναν τότε τα ημικρατικά θέατρα. Είχαμε δηλαδή ένα budget πίσω μας για να μπορούμε να κάνουμε ότι πιο σοβαρό θέλαμε, είχαμε μια οικονομική ευχέρεια να λειτουργήσουμε σωστά. Στη συνέχεια αποφασίσαμε και σαν Ημικρατικό να οργώσουμε την Ελλάδα. Φέραμε μια μεταχειρισμένη νταλίκα από τη Γερμανία, τη μετατρέψαμε σε κινητή θεατρική μονάδα, πήραμε και ένα λεωφορείο μεγάλο που κι αυτό ήταν το μισό σκηνικά και το μισό για να μεταφέρει το θίασο, ώστε να κάνουμε την ίδια δουλειά και τον χειμώνα. Εγώ πήρα μάλιστα και ένα δίπλωμα Ε' κατηγορίας και ήμουν πάνω σ' ένα τιμόνι. Έτσι ξεκίνησε αυτή η πορεία μας, η οποία όμως ήταν πολύ κοπιώδης. Γυρίσαμε όλη την Ελλάδα, δεν υπάρχει μέρος που να μην πήγαμε. Και ευτυχώς με αυτό τον τρόπο γυρίσαμε και όλον τον κόσμο, πήγαμε Ρωσία, Αμερική, Καναδά μέχρι και στην Ινδονησία το 2001, στο "1ο Διεθνές Φεστιβάλ Ινδονησίας". Ήταν μια γεμάτη θεατρική διαδρομή, αλλά με πολύ κόπο και πόνο. Γιατί ουσιαστικά η οικονομική στήριξη ήταν εκ των έσω, από τις εισπράξεις μας κάναμε την επόμενη παραγωγή. Δε στηριχτήκαμε κάπου, είχαμε μόνο την κρατική οικονομική μέριμνα που ήταν συμβολική. Παρόλα αυτά από το 1978 μέχρι το 1985 ήμασταν μόνιμα σε περιοδεία και όταν παίζαμε στην Αθήνα νοικιάζαμε χώρους, παίζαμε για 10-15 παραστάσεις και μετά ετοιμαζόμασταν για την επόμενη περιοδεία.

Μέχρι το 1985 που βρήκαμε αυτό το χώρο, αρχικά τον νοικιάσαμε, μπήκαμε μέσα, τον αλλάξαμε εντελώς, γιατί ήταν κινηματογράφος ως τότε και μάλιστα πρώτης προβολής. Όταν όμως ξέπεσαν οι κινηματογράφοι, λόγω της τηλεόρασης και του βίντεο, πάτωσε ο χώρος του κινηματογράφου και έτσι πατήσαμε και εμείς σε αυτό το "πάτωμα" και ξεκινήσαμε να τον κάνουμε θέατρο. Τότε όμως είχαμε πια αποκτήσει πάρα πολλούς καλούς φίλους και ένας από αυτούς τους πολύ σημαντικούς ανθρώπους ήταν ο Βασίλης Φωτόπουλος, ο οποίος ήρθε εδώ, είδε τον κινηματογράφο, έκανε τα σχέδια και ανέλαβε όλη του τη μετατροπή σε θέατρο. Με τον τρόπο που έφτιαξε τη σκηνή, τα παρασκήνια, τους ήχους και ότι άλλο, πέτυχε η ακουστική του χώρου να είναι τέλεια.

Το 1985, η Αθήνα ήταν πολιτιστική πρωτεύουσα. Λέει τότε ο Φωτόπουλος στον φίλο του και δικό μου φίλο, τον αγαπημένο Μάνο Χατζιδάκι, «υπάρχει ένας χώρος καταπληκτικός που τον έφτιαξα εγώ, είναι των παιδιών του Χρίστου και του Λάμπρου, θες να παίξεις;» και έτσι έκανε εδώ την πρώτη του συναυλία για την πολιτιστική πρωτεύουσα ο Μάνος Χατζιδάκις. Τότε που είπε στη Μερκούρη, "Μελίνα δεν θα παίξω στο Παλλάς, θα παίξω στο Κνωσός, δε θέλω ούτε τα ηχεία, ούτε τα μεγάφωνα, εγώ θέλω να παίξω και να με ακούει το κοινό". Και έτσι ήρθε εδώ. Με τον Χατζιδάκι εγώ ήμουν γνωστός γιατί κάναμε μαζί Λιλιπούπολη για τέσσερα χρόνια, όπου έκανα τον Παπαγάλο. Εδώ η παρθενική παράσταση του θεάτρου ήταν με την Ασπασία Παπαθανασίου για την πολιτιστική πρωτεύουσα. Ήρθαν ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Μίμης Πλέσσας και όλοι υπόλοιποι.

Μετά μπήκαμε εμείς, με ένα έργο του Κομπίλιν "Ο Ταρέλκιν δεν πεθαίνει ποτέ". Ήταν μια μεγάλη επιτυχία, τα σκηνικά και τα κοστούμια τα είχε κάνει ο Φωτόπουλος. Και ήταν η πρώτη μας δουλειά στην έδρα μας. Από εκεί και μετά ήμασταν το καλοκαίρι περιοδεία και τους χειμώνες μέσα στον χώρο αυτού του θεάτρου. Έγινε το σπίτι μας και παραμένει και όσο αντέχουμε ακόμα θα το κρατάμε. Το θέατρο είναι ζωή και η ζωή έχει κύκλους. Εμείς είμαστε πάνω στην τροχιά ακόμα, δεν έχουμε κλείσει τον κύκλο μας, κλείσαμε την πρώτη 40-ετία και βρισκόμαστε στην 41η χρονιά μας. Και λέω εμείς γιατί παρότι έφυγε ο Χρίστος το 2011, είναι εδώ, είναι κομμάτι του.

Το καλοκαίρι του 1985 ήταν και οι Βαλκανικοί Αγώνες και μας ανέθεσε η Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς την πολιτιστική πλευρά των αγώνων. Διότι είχαμε την κινητή μονάδα και παίζαμε σε όλη την Ελλάδα μέχρι και τη Βουλγαρία, εκεί που έγινε ουσιαστικά η τελική τελετή των Βαλκανικών Αγώνων. Γυρίσαμε όλη την Ελλάδα και τα Βαλκάνια πάνω σε μια κινητή μονάδα και παίζαμε όπου γίνονταν αθλητικές εκδηλώσεις, μετά το τέλος είχαν και μία πολιτιστική εκδήλωση. Κάναμε τότε τους «Ιππείς» του Αριστοφάνη. Και έτσι μπήκαμε στη διαδρομή του Κνωσός. Κρατήσαμε ίδιο το όνομα, Κνωσός ήταν και σαν κινηματογράφος. Και στεγάστηκε το Παλκοσένικο στο Κνωσός.

 

 

Είστε απόφοιτος της δραματικής σχολής του Εθνικού Θεάτρου. Γραφτήκατε στη σχολή κρυφά από τον αδερφό σας Χρίστο, επίσης εξαιρετικό ηθοποιό, θεατράνθρωπο και συνοδοιπόρο σας, ο οποίος μάλιστα αποτέλεσε και δάσκαλό σας. Τι θυμάστε από εκείνη την εποχή που σπουδάζατε στη δραματική του Εθνικού και από τους δασκάλους σας;

Στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου έδωσα εξετάσεις κρυφά από τον Χρίστο και πέρασα. Από τους 450 που δίναμε, περνάγαμε σε πρώτη επιλογή οι πενήντα και μετά από τους πενήντα πέρναγαν οι 12 στη σχολή. Αφού λοιπόν πέρασα στους πενήντα, αναγκάστηκε ο Χρήστος να μου κάνει μάθημα για να περάσω στη σχολή, αλλιώς δε νομίζω να πέρναγα. Αλλά είδε και αποείδε, γιατί η αλήθεια είναι ότι εγώ μάλλον, δε μπορώ να το ξεκαθαρίσω ακόμα μέσα μου, αλλά μάλλον από τον Χρίστο είχα παρασυρθεί, γιατί εγώ τότε ήρθα παιδί από τη Λειβαδιά, ήταν ο αδερφός μου εδώ ηθοποιός και όπως τα παιδιά των ηθοποιών συνήθως θέλουν να κάνουν θέατρο, έτσι κι εγώ λόγω του αδερφού μου ήθελα να κάνω θέατρο. Και τελικά ήταν τυχερό να ακολουθήσω αυτόν τον δύσκολο δρόμο.

Η αλήθεια είναι ότι με τους δασκάλους μας, τότε, ευτυχήσαμε. Γιατί ήμασταν περισσότερο μαθητές, παρά σπουδαστές όπως είναι σήμερα τα παιδιά στις δραματικές σχολές. Εμείς ήμασταν μαθητές με την έννοια της λέξης, γιατί ήταν σημαντική και η διαφορά που έκαναν οι δάσκαλοί μας. Ο Μινωτής, η Παξινού, ο Καλλέργης, ο Κωτσόπουλος, ο Βόκοβιτς, η Χαλκούση, η Μαρία Χόρς, ο Τερζάκης, ο Ζώρας, ήταν όλοι άνθρωποι που τους βλέπαμε με δέος. Γι' αυτό ήμασταν μαθητές και τους προσέχαμε και μας αντιμετώπιζαν και εκείνοι έτσι. Ευτυχίσαμε να έχουμε εξαιρετικούς δασκάλους. Τα καλοκαίρια πηγαίναμε στην Επίδαυρο, μας διάλεγε η Παξινού, κυρίως τα αγόρια γιατί τα συμπαθούσε περισσότερο από τα κορίτσια (λόγω του ότι είχε χάσει ένα γιο 16 ετών) και μας έλεγε «παιδιά μου το καλοκαίρι θα έρθετε στην Επίδαυρο». Πηγαίναμε για δυο μήνες κομπάρσοι και παίρναμε μεροκάματο και με αυτά τα λεφτά μπορούσαμε και ζούσαμε το χειμώνα. Είχαμε ανθρώπους που τους κοιτάζαμε με ανοιχτό το στόμα. Ήταν για μας σύμβολα θεατρικά και εμείς οι μαθητές τους. Και ίσως γι’ αυτό τα περισσότερα παιδιά δουλεύαμε πάρα πολύ, με σεβασμό και με κόπο. Και ήταν βέβαια τα πρότυπά μας οι άνθρωποι αυτοί.

 

 

Έχετε δηλώσει πως μπήκατε στο θέατρο απρόσμενα ένα βράδυ και μάλιστα με αίμα… Θυμίστε μας τι συνέβη εκείνη τη βραδιά. Ποιος σας έκανε να ματώσετε;

Ο Βαγγέλης Καζάν με έκανε να ματώσω (γέλια). Εγώ πήγα να δω τον αδερφό μου σε μια παράσταση, ήμουν στην έκτη γυμνασίου, ήταν τότε οι Ενωμένοι Καλλιτέχνες, η πρώτη ένωση καλλιτεχνών και έπαιζαν το έργο "Θάψτε τους Νεκρούς" στο θέατρο Πορεία που το είχε ο Αλέξης Δαμιανός. Και όπως ήμουν στο καμαρίνι που πήγα να δω τον αδερφό μου, είναι εκεί ο Καζάν και μου λέει: "Λαμπράκο ντύσου". Τα ‘χασα εγώ, δεν κατάλαβα. Μου λέει ο Χρίστος "έλα ντύσου γιατί λείπει ένας ηθοποιός, είχε ένα ατύχημα και πρέπει να είμαστε εφτά στο κοινοτάφιο". Μου λέει ο Καζάν "ντύσου και θα σ' έχω εγώ από το χεράκι". Ντύνομαι και πάμε λοιπόν μέσα, δε μου είχε πει όμως ότι γίνεται σκοτάδι και πως υπήρχε ένα πεζούλι πενήντα πόντους στη σκηνή. Και όπως με τραβάει στο σκοτάδι, χτυπάω στο καλάμι, βγάζω μια κραυγή «ωχ» και ακούω ένα «σκάσε» και ξαπλώνουμε μέσα. Τελειώνει η σκηνή, πάω να βγάλω τα στρατιωτικά ρούχα και το πόδι μου από μέσα ήταν όλο αίμα. Και το θυμόμουν αυτό μετά από χρόνια και λέω κοίταξε τελικά με αίμα μπήκα στο θέατρο. Αλλά ξέρεις πότε το είπα; Όταν όντως παιδευόμουν, όταν όντως κουραζόμασταν πάρα πολύ με τη δουλειά. Έρχονταν στιγμές που ήμασταν του θανατά στις περιοδείες. Γιατί ακούγονται ωραίες οι περιοδείες, αλλά όλες ήταν πάρα πολύ δύσκολες. Ώρες δουλειάς, μέρες δουλειάς ατελείωτες. Είχα φτάσει να οδηγώ 22 ώρες συνεχόμενα τη νταλίκα. Και έτσι κάποια στιγμή σκεφτόμουν και πήγαινε πίσω το μυαλό μου και λέω τι σκέφτεσαι τώρα, αφού με αίμα έχεις μπει σε αυτή τη δουλειά, θα το τραβήξεις. Ήταν συμβολικό το βάφτισμα, αλλά το κατάλαβα ύστερα από πάρα πολλά χρόνια.

 

 

Κάνατε θέατρο εν κινήσει, μέσα στην καρότσα ενός μεταχειρισμένου φορτηγού που κατεβάσατε από τη Γερμανία και με το οποίο οργώνατε την Ελλάδα, πόλη την πόλη, χωριό το χωριό. Πως ξεκίνησε αυτή η εκπληκτική και πρωτοποριακή ιδέα;

Εμείς ήμασταν μόνιμα σε περιοδεία, δεν είχαμε χώρο δικό μας. Πηγαίναμε λοιπόν σε ένα δήμο και λέγαμε να κάνουμε μια παράσταση. Μας έλεγαν «πόσα θέλετε;» Εμείς ζητούσαμε 35.000 δραχμές και μιλάμε για θίασο 15-18 άτομα. Ήταν χαμηλά τα μεροκάματά μας. Έλεγε ο δήμαρχος «ρε παιδιά να σας τα δώσω τα 35 χιλιάρικα, αλλά θέλω 40 χιλιάρικα ακόμα για να στήσω εξέδρα». Μας το είπαν μια φορά, μας το είπαν δυο, την τρίτη είπαμε έχουμε εμείς εξέδρα! Έτσι άρχισε η δουλειά μας. Λέγαμε έχουμε εμείς εξέδρα και ερχόμαστε στο γήπεδό, στην πλατεία, στον χώρο σας και όλοι μετά μας φωνάζαν να κάνουμε παράσταση, όπου δεν είχε ξαναγίνει ποτέ παράσταση, όπου δεν μπορούσε μέχρι τότε να γίνει παράσταση. Έμπαινε μέσα η νταλίκα, έφευγε πιο πέρα ο τράκτορας, άνοιγε η σκηνή και είχαμε ακόμη και γεννήτρια στον τράκτορα που δούλευε και έδινε ρεύμα στη σκηνή, για να μπορούμε να κάνουμε την παράσταση και εκεί που δεν είχε ούτε καν ρεύμα. Ήμασταν παρανοϊκοί, τρελοί αλλά και πλήρως αυτόνομοι. Είχαμε όμως και πάρα πολύ καλούς συνεργάτες, ηλεκτρολόγους, τεχνικούς, το κάναμε όλοι με ένα κέφι απίστευτο. Γιατί κάναμε κάτι που δεν είχε ξαναγίνει και πιστεύαμε πως έτσι αλλάζαμε τον κόσμο. Αυτή η διάθεση μας πήγαινε μπροστά, μας έδινε δύναμη και κουράγιο για να προχωρήσουμε.

 

 

Από το Θέατρο Κνωσός έχουν περάσει πολλοί σπουδαίοι. Ο Φωτόπουλος, ο Τσαρούχης, ο Μάνος, η Μελίνα και ο Ντασέν. Εδώ μάλιστα έκανε τα πρώτα της βήματα η περίφημη Ορχήστρα των Χρωμάτων του Μάνου Χατζιδάκι. Πως από τον παπαγάλο της Λιλιπούπολης καταλήξαμε με τον Μάνο να παίζει στο Κνωσός;

Ο συνδετικός κρίκος ήταν ο Βασίλης Φωτόπουλος που όπως είπαμε μας είχε φτιάξει όλο το θέατρο, τη διαρρύθμιση, τα σκηνικά, τους ήχους, τους φωτισμούς, τα πάντα. Βέβαια ήξερα και εγώ τον Μάνο περίπου 4 χρόνια που κάναμε στην ΕΡΤ τη Λιλιπούπολη. Και έτσι ο Φωτόπουλος έκανε αυτό το προξενιό στον Μάνο. Ο Βασίλης μας αγαπούσε πολύ και τον χώρο. Έκανε και την πρώτη σκηνογραφία μας η οποία έχει μείνει ιστορική. Εδώ ξεκίνησε και η Ορχήστρα των Χρωμάτων του Μάνου, που είχε τότε τα νέα παιδιά που παίζανε. Και εδώ ερχόταν η Μελίνα με τον Ντασέν και έβλεπε τον Χατζιδάκι και μας τιμούσαν και στις δικές μας παραστάσεις.

 

 

Συνεργάζεστε για πρώτη φορά με μια εξαιρετικά ταλαντούχα ηθοποιό, φίλη και συμμαθήτρια σας από τη δραματική σχολή του Εθνικού, την κυρία Άννα Γεραλή. Οι δυο σας ανεβάσατε τη Φθινοπωρινή Ιστορία του Αρμπούζωφ. Πριν μιλήσουμε για το έργο, πείτε μας λίγο για την κυρία Γεραλή και τη συνεργασία σας.

Καταρχάς δε φταίω εγώ γι' αυτή τη συνεργασία, αυτή φταίει, αυτή μου έκανε την πρόταση (γέλια). Με την Αννούλα ήμασταν αγαπημένοι από παιδιά, από τη σχολή. Είχα γνωρίσει και τους γονείς της, εκπληκτικοί άνθρωποι, ο Γεραλής ο ποιητής και η μάνα της, σπουδαίοι άνθρωποι και οι δυο και είχαμε εξαιρετικές σχέσεις. Από τότε που τελειώσαμε, η Άννα έπαιξε αρκετές φορές με τον Χρίστο, εγώ είχα πάρει τη δική μου πορεία μέχρι το 1978 και δεν είχαμε συναντηθεί ποτέ στο σανίδι. Μιλάγαμε, βρισκόμασταν, ήμασταν φίλοι, αλλά στη σκηνή δεν είχαμε συναντηθεί ποτέ. Μέχρι που φτάσαμε στο σημείο της Φθινοπωρινής Ιστορίας. Με παίρνει ένα βράδυ, η Άννα, τηλέφωνο και μου λέει «Λάμπρο έχω ένα έργο, θες να το παίξουμε; Να παίξουμε και μια φορά μαζί, που δεν έχει τύχει ποτέ;» Και ήρθαν έτσι τα πράγματα που παίζουμε τη Φθινοπωρινή Ιστορία στη διάρκεια του φθινοπωρινού μας βίου. Και ίσως αυτό τελικά παίζει τον ρόλο του, ώστε να έχει την κατάλληλη χημεία η παράσταση. Γιατί έχει όλη αυτή την προηγούμενη ιστορία μας, που ήμασταν πολύ αγαπημένοι και η Άννα είχε κάνει μια πολύ θετική πορεία στο θέατρο και εγώ είχα παλέψει αντίστοιχα στον χώρο. Ήταν μια ευτυχής συγκυρία. Και της λέω: «Αννούλα πάμε να το κάνουμε!». Σκεφτήκαμε να μη σκηνοθετήσουμε εμείς, δεν είναι σωστό δύο άνθρωποι που έχουν την ίδια εμπειρία, τα ίδια χρόνια στο θέατρο να φτιάξουν μια θεατρική παράσταση μόνοι τους. Αυτό το είχαν κάνει ο Κατράκης με τη Λαμπέτη και είχαν αυτοσκηνοθετηθεί ουσιαστικά. Αλλά ο Κατράκης και η Λαμπέτη, ήταν η σκηνοθεσία από μόνοι τους, δεν χρειάζονταν σκηνοθεσία. Εμείς είπαμε να πάρουμε έναν νέο άνθρωπο για να έχουμε το τρίτο μάτι και να μην κάνει ο καθένας τα δικά του, αλλά να μάθουμε να υπακούμε στο τρίτο μάτι. Και έτσι πήραμε τη Μάνια Παπαδημητρίου, η οποία ξεκίνησε εδώ την καριέρα της ως ηθοποιός, στο Κνωσός, με τον Βασίλη Παπαβασιλείου κάνανε του Ζουβέ την «Ελβίρα» και ήταν ο πρώτος της ρόλος που ήταν και σημαντικός και εκείνη ήταν πάρα πολύ καλή. Και μας λέει «εδώ μέσα ξεκίνησα την καριέρα μου και εδώ μέσα σκηνοθετώ σήμερα παράσταση». Και όταν είπαμε στον Κραουνάκη, αυτός ο τρελός ήρθε με πολύ μεγάλη χαρά, κάναμε ανάγνωση, μετά μιλήσαμε, πήρε το έργο σπίτι του και σε δυο μέρες έρχεται και μας φέρνει τη μουσική. Ε, λοιπόν ακολουθήσαμε τα χνάρια της μουσικής του. Δηλαδή σκηνοθέτησε μουσικά την παράσταση. Έδωσε κλίμα σε κάθε σκηνή. Είναι ένας ταλαντούχος μουσικός, αλλά αυτός είναι και ηθοποιός μαζί. Το πήρε όλο αυτό και το έβγαλε σαν να είχε καθρέφτη του εαυτού του, γιατί σε φθινοπωρινή φάση είναι και αυτός μη νομίζεις, (γέλια) ξέρει καλά από τέτοια. Καλός και αγαπημένος φίλος ο Σταμάτης!

 

 

Πάμε μια βόλτα τώρα στη Ρίγα του 1968, εκεί που δύο βιολογικά ώριμοι άνθρωποι συναντιούνται τυχαία και διαπιστώνουν πως κουβαλάνε δύο νεανικές φλογερές ψυχές, γεμάτες όρεξη για ζωή. Δύο μοναχικοί δρόμοι που η ζωή τους τέμνει και καταλήγουν σε μια γλυκιά συμπόρευση. Τι είναι η "Φθινοπωρινή Ιστορία";

Εγώ στη Φθινοπωρινή Ιστορία ως Νικολάγιεβιτς θεωρώ εαυτόν ως τελειωμένο. Έχω κάνει τη ζωή μου, έχασα τη γυναίκα μου την οποία υπεραγαπούσα, έχω μια κόρη η οποία ζει μακριά και είμαι ένας απομονωμένος άνθρωπος ο οποίος κάνει τη δουλειά του σαν γιατρός και μόνον αυτό, τίποτα παραπάνω. Δηλαδή έχει κλειστεί μέσα του, έχει αμπαρώσει την ψυχή του και κάνει μόνο τη δουλειά του. Ώσπου βρίσκει ένα παράξενο πλάσμα που δεν έχει καμία σχέση με αυτόν και ο όποιος τρελαίνεται, με την έννοια ότι την περνάει για ανισόρροπη. Διότι εκείνος δεν είχε μάθει να εκφράζεται, ήταν κλεισμένος.

Αντίθετα η γυναίκα αυτή λειτουργούσε έτσι, επειδή είχε πάθει περισσότερα από τον Νικολάγιεβιτς και τα έπνιγε μέσα της όλα, γιατί είχε δύναμη και όρεξη για ζωή. Ζούσε τη ζωή της, είχε παντρευτεί δυο-τρεις φορές, είχε δύναμη για ζωή, αλλά παράλληλα είχε πάθει και πολλές ζημιές: είχε χάσει παιδί, είχε χωρίσει με δυο άντρες, ο τρίτος την παράτησε για μια άλλη γυναίκα, είχε σταματήσει τη δουλειά της, είχε πάρα πολλά στραπάτσα, παρόλα αυτά είχε την τρέλα της ζωής μέσα της και αντιδρούσε, δεν δεχόταν να τα παρατήσει. Ο γιατρός κλείστηκε μέσα του και είχε τελειώσει τη ζωή του, ενώ αυτή δεν δεχόταν να τελειώσει τη ζωή της. Τι έκανε; Τάιζε τους γλάρους, ήθελε το πρωί να βγει έξω να δει την ημέρα, ήθελε να τραγουδήσει, να χορέψει, ήθελε να εκφραστεί, ήταν τελείως διαφορετικός χαρακτήρας.

Δύο κόντρα άνθρωποι, καμία σχέση ο ένας με τον άλλον. Και αυτό έκανε εντύπωση και στον έναν και στον άλλο. Αυτός δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί τη ζωή με την πλευρά που την έβλεπε η Βασίλεβνα και αυτή δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί έναν άντρα να είναι τόσο καρφωμένος και κάθετος σε αυτά που έχει ζήσει και τίποτα παραπάνω. Και πιστεύω πως για εκείνη αυτό που μέτρησε ήταν ότι ο Νικολάγιεβιτς ήταν κάθετος, ευθύς και ειλικρινής, ενώ σε όλη την προηγούμενη ζωή της έπεφτε σε ανθρώπους που ήταν τελείως διαφορετικοί χαρακτήρες, δεν μπορούσε να την κρατήσει κάποιος άντρας. Έκανε κύκλους και αποτύχαινε. Και ήταν μόνη. Ουσιαστικά όμως και ο γιατρός ήταν μόνος γιατί η κόρη του έλλειπε.

Δύο διαφορετικοί χαρακτήρες που συμπλήρωσε ο ένας τον άλλον σιγά-σιγά χωρίς να το καταλάβουν. Και πιο πολύ την έπαθε ο γιατρός, γιατί εκείνη από την αρχή τον είδε πως λειτουργεί. Το ένστικτο της γυναίκας είναι πολύ δυνατό και λειτουργεί πολύ περισσότερο από του άντρα. Και ο Νικολάγιεβιτς παρασύρθηκε γιατί ήταν μεν κλεισμένος αλλά ήταν και τρυφερός άνθρωπος. Όταν την είδε μέσα στην εκκλησία να ακούει το εκκλησιαστικό όργανο και να είναι δακρυσμένη  κατάλαβε ότι η γυναίκα αυτή έχει ευαισθησίες και κάτι υπάρχει μέσα της και έτσι την πλησίασε. Και όσο την πλησίαζε ο γιατρός, τόσο αυτή καθόταν επιφυλακτική και περίμενε μέχρι να καταλάβει αν τη θέλει πραγματικά. Και μετά μέχρι αυτή να καταλάβει ότι δεν μπορεί να φύγει από το γιατρό. Αυτό είναι ένα σημαντικό παιχνίδι της ζωής γιατί έδωσε δύναμη σε δύο ανθρώπους, να πάνε παραπέρα τη ζωή τους και να μην την τελειώσουν ο καθένας μόνος και έρημος. Αυτή είναι η αξία που έχει το έργο αυτό. Φτάνει στο τέλος να λέει "φαίνεται να έζησα όλα αυτά που έζησα για να γνωρίσω εσένα" και είναι η φράση που τελειώνει το έργο. Είναι ένα πάρα πολύ ανθρώπινο έργο.

 

 

Δηλώσατε πρόσφατα πως η ζωή έχει δύναμη, ανεξαρτήτως ηλικίας. Πιστεύετε πως ο έρωτας έχει θέση στην τρίτη ηλικία; Και αν στη Ρίγα του '68 του δόθηκε η ευκαιρία να ανθίσει, στην Ελλάδα του '20 με όλα όσα βιώνει η τρίτη ηλικία, υπάρχει χώρος για ζωή και έρωτα;

Νομίζω πως υπάρχει. Βέβαια τα πράγματα από τη μία πλευρά δεν είναι τόσο δύσκολα όσο ήταν εκεί, ωστόσο όλη αυτή η κρίση που έχει υπάρξει τα τελευταία χρόνια έχει γονατίσει, έχει απελπίσει και απογοητεύσει τους ανθρώπους, αλλά ποιος δε θα ήθελε, όταν βρίσκεται σε μια κακή κατάσταση και είναι μόνος, να βρει μια συντροφιά για να μπορέσει να πορευτεί παραπέρα; Είναι η μεγαλύτερη ευλογία που μπορεί να τύχει σε έναν άνθρωπο: το να μπορέσει να βρει έναν άνθρωπο δικό του, να συμπορευθεί. Υπάρχει χώρος, και φαίνεται στους ανθρώπους που βλέπουν το έργο, γιατί ορισμένες ομάδες ανθρώπων που έρχονται εδώ κατά καιρούς από λέσχες φιλίας κλπ. στο τέλος φεύγουν ενθουσιασμένοι και αυτό δείχνει ότι βλέποντας αυτή την παράσταση, τους αγγίζει στην ψυχή και παίρνουν θάρρος, τρυφερεύουν σαν άνθρωποι και παίρνουν ελπίδα. Γιατί υπάρχει και η φιλία, η επαφή. Η σχέση δύο ανθρώπων και ο έρωτας δεν είναι μόνο μια σαρκική, σεξουαλική διαδικασία. Είναι η ουσιαστική αγάπη ενός ανθρώπου προς έναν άλλον. Η ανθρώπινη πλευρά που είναι αναγκαία και η πιο σημαντική. Γι' αυτό και η Βασίλεβνα του λέει κάποια στιγμή: "είδα ευτυχισμένους ανθρώπους, δύο ηλικιωμένους να πιάνονται χέρι-χέρι και να περπατούν ευτυχισμένοι". Και αυτό οι ηλικιωμένοι άνθρωποι το χρωστάμε στη ζωή και μας το χρωστάει η ζωή.

 

 

Η σκηνοθεσία του έργου από τη Μάνια Παπαδημητρίου είναι ευρηματική και πρωτοποριακή. Το σκηνικό επιτυγχάνει να είναι πληθωρικό όντας, επί της ουσίας, λιτό. Το φόντο είναι ολοζώντανο καθώς η βιντεοπροβολή το μετατρέπει σε ένα ρεαλιστικό περιβάλλον μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται το έργο. Το αποκορύφωμα είναι η προσθήκη μιας χορευτικής πινελιάς, την οποία προσθέτει η ηθοποιός Ελένη Γεωργακοπούλου, η οποία χωρίς να αλληλεπιδρά επί της ουσίας με τους δύο πρωταγωνιστές, δένει σφιχτά τις πράξεις της παράστασης. Μιλήστε μας λίγο για τη σκηνοθεσία του έργου.

Η Μάνια είναι εξαιρετική ηθοποιός και σκηνοθέτιδα. Είναι η νέα γενιά και έχει φαντασία. Είχε μια διεισδυτική ματιά στο κείμενο. Δουλέψαμε πάρα πολύ καλά μαζί και φροντίσαμε να μην ανεβάσουμε ένα έργο που να είναι του 1972, που γράφτηκε, να μην είναι ένα ιστορικό έργο. Αυτό το έργο είναι άχρονο, ίσχυε, ισχύει και θα ισχύει και αύριο, γιατί έχει σχέση με τη ζωή των ανθρώπων, με την ψυχή τους, με την ύπαρξή τους την ίδια και ουσιαστικά το δικαίωμά τους στη ζωή. Ουσιαστικά εμείς το ξεκολλήσαμε από την εποχή του. Και παράλληλα δώσαμε φαντασία στο μάτι του θεατή να βλέπει στο φόντο μια εικόνα, αλλά συγχρόνως να εστιάζει και φωτιστικά και νοητικά πάνω στους δύο ηθοποιούς. Τα σκηνικά μας επιμελήθηκε η αρχιτέκτονας και σκηνογράφος Χριστίνα Οικονόμου, η οποία δούλεψε πολύ σκληρά για περισσότερο από τρεις μήνες ώστε να τα φτιάξει. Και καταφέραμε το μάτι του θεατή να εισπράττει την εποχή, τη Ρίγα του 1968. Γιατί αυτά που προβάλλονται πίσω είναι εικόνες από τη Ρίγα του τότε. Είναι αυτούσια κομμάτια. Εγώ έχω πάει στην εκκλησία αυτή στη Ρίγα, είναι καταπληκτική. Έχει ένα όργανο το οποίο είναι όλο το τέμπλο του ναού, μπαίνεις μέσα, ακούς αυτό το όργανο και σε πιάνει δέος. Και βέβαια καθοριστικό ρόλο παίζουν και τα κοστούμια που επιμελήθηκε ο Κώστας Κουβάτσος. Όλο αυτό το εισπράττει ο θεατής μέσα στον εγκέφαλό του και από εκεί και πέρα εστιάζει στους δύο ανθρώπους που παίζουν.

Και αυτό είναι μια εξαιρετική σκηνοθετική δουλειά ώστε να δώσουμε παράλληλα την αίσθηση ότι αυτοί οι άνθρωποι υπήρχαν τότε, αλλά υπάρχουν και σήμερα και θα υπάρχουν πάντα. Αυτή η ανάγκη για ζωή, για συνεύρεση, για συμπόρευση στο παραπέρα της ζωής, μετά το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του βίου τους, θα περάσουν μαζί έναν ζεστό χειμώνα, γιατί το έχουν ανάγκη.

Αυτό το πέτυχε και η Μάνια Παπαδημητρίου με τη βοήθεια της Δανάης Καλαχώρα που συνέβαλε καθοριστικά στο στήσιμο της παράστασης, όπως και ο φωτιστής μας ο Δημήτρης Παπαδόπουλος, αλλά και ο Κραουνάκης με τη μουσική του. Αλλά το πέτυχε και η Ελένη, αυτή η κοπέλα που στην ουσία τι είναι; Είναι η τρυφεράδα της ζωής, η ίδια η ζωή. Ενώνει τις σκηνές και είναι σαν ένα παιχνίδι που μου δίνει εμένα τα λουλούδια και με κάνει να τα προσφέρω στη Βασίλεβνα. Ή μου στήνει τις καρέκλες για να γίνει αυτό το παιχνίδι μεταξύ μας και ουσιαστικά εγώ τη βλέπω σαν εικόνα της φαντασίας μου, γύρω μου. Αυτό είναι μια έξυπνη σκηνοθετική προσθήκη, καθώς επί της ουσίας αυτή η κοπέλα είναι και η ψυχή μου και η ψυχή της Βασίλεβνα και θέλει να μας ενώσει, είναι ο έρωτας, η αγάπη αυτοπροσώπως, που θέλει να ενώσει τον έναν με τον άλλον. Και πασχίζει να βολεύει τα πράγματα έτσι ώστε να βρισκόμαστε. Είναι ένα καθαρά συμβολικό πλάσμα. Είναι ένα απλό τρικ για να αλλάζουμε τα σκηνικά που ξαφνικά μετατρέπεται σε ένα παιχνίδι ζωής.

 

 

Η Φθινοπωρινή σας Ιστορία θα μας ταξιδεύει κάθε Σάββατο και Κυριακή στο Θέατρο Κνωσός, μέχρι το Πάσχα. Πείτε μας τα επόμενα σχέδιά σας, τι μας έχετε για μετά; Και παρεμπιπτόντως, περιμένουμε και ένα βιβλίο-λεύκωμα που ετοιμάζετε για τα 40 χρόνια του Παλκοσένικο και του Θεάτρου Κνωσός. Πότε θα το έχουμε στα χέρια μας;

Αυτό το βιβλίο είναι έτοιμο και θα πρέπει, κανονικά, μέχρι τέλος Γενάρη να είναι διαθέσιμο. Είναι για εκτύπωση τώρα και μόλις το πάρουμε στα χέρια μας θα κάνουμε και μια γιορτή εδώ στο θέατρο. Θα κάνουμε μια εκδήλωση για να πούμε τι κλείσαμε ως τώρα και τι ξεκινάμε από εδώ και εμπρός. Τώρα, σχέδια για του χρόνου υπάρχουν αρκετά. Τα συζητάμε ακόμη. Δεν μπορώ, προς το παρόν, να ανακοινώσω κάτι γιατί ακριβώς είναι όλα υπό συζήτηση.

 

 

Κύριε Τσάγκα, σας ευχαριστώ από καρδιάς για τη φιλοξενία σήμερα στο Θέατρο Κνωσός και για την συζήτησή μας. Να είστε πάντα υγιής και δημιουργικός και σας εύχομαι καλή και ευτυχισμένη χρονιά!

Σ' ευχαριστώ εγώ πάρα πολύ για την όμορφη κουβέντα μας, ήταν και δική μου χαρά. Εύχομαι να έχουμε καλή χρονιά με υγεία και ευτυχία, όλοι οι άνθρωποι.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.