• Buzz
  • ΤΕΤ-Α-ΤΕΤ ΜΕ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΛΑΤΖΟΠΟΥΛΟ
ΤΕΤ-Α-ΤΕΤ ΜΕ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΛΑΤΖΟΠΟΥΛΟ

ΤΕΤ-Α-ΤΕΤ ΜΕ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΛΑΤΖΟΠΟΥΛΟ


5.0/5 rating 1 vote

Σήμερα η στήλη έχει τη μοναδική ευκαιρία να δει από κοντά ένα θαύμα! Να συνομιλήσει με κάποιον, που παραμένει εδώ και 65 χρόνια και παιδί και θαύμα!

-Κύριε Καλατζόπουλε σας καλωσορίζω στο OnlyTheater και σας ευχαριστώ πάρα πολύ που σας έχουμε μαζί μας.
Είστε ένας άνθρωπος με έντονο ταμπεραμέντο, αρωματισμένο απ’ τα φιόρα του λεβάντε. Αλήθεια αφέντη μου, πόσο... μουρλοκεφαλλονίτης είστε;

Είμαι μέχρι το μεδούλι μουρλοκεφαλλονίτης. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια γεμάτη Κεφαλλονίτες. Ο πατέρας μου δεν ήταν Κεφαλλονίτης, ήταν από τον πύργο της Ηλείας, αλλά καλός άνθρωπος (γέλια). Η μάνα μου ήταν Κεφαλλονίτισσα και εγώ και η αδελφή μου η Μίρκα, μεγαλώσαμε με τον παππού και τη γιαγιά, από το Αργοστόλι και το Ληξούρι αντίστοιχα. Όλες οι παιδικές μου καταβολές και αναμνήσεις από το κεφαλλονίτικο χιούμορ, τις ιστορίες, τις βρισιές, τα τραγούδια πηγάζουν όλα από την Κεφαλλονιά. Και ο παππούς και η γιαγιά έπαιζαν διάφορα μουσικά όργανα και τραγουδούσαν εξαιρετικά. Μετά το έφερε η ζωή να παντρευτώ και Κεφαλλονίτισσα. Και έτσι εξακολουθώ να είμαι υπό την επήρεια της κεφαλλονίτικης αύρας. Δεν ξέρω αν αυτό έχει να κάνει καθόλου με την καλλιτεχνική μου ιδιοσυγκρασία, εγώ πάντως το αισθάνομαι και χρωστάω πολλά, ιδιαίτερα σε αυτό τον μουρλοκεφαλλονίτη τον παππού μου, τον οποίο νομίζω πως κουβαλάω μέσα μου, είμαι μια μετεμψύχωσή του ας πούμε.

Ήταν καλοκαίρι του ’54 στο περίφημο Άλσος του Οικονομίδη. Όλα ξεκίνησαν με ένα ποίημα του Μωραϊτίνη. Εκείνη η βραδιά σας έφερε το πρώτο καλλιτεχνικό μεροκάματο και σας χάρισε τον τίτλο του ‘ανφάν προντίζ’, του παιδιού θαύμα δηλαδή δια στόματος Οικονομίδη, που σας συνόδευσε μια ζωή. Ήξερε τότε που έμπλεκε ο μικρός Γιαννάκης;

Καθόλου δεν ήξερα που έμπλεκα φυσικά. Συνηθίζω να λέω όταν με ρωτάνε πως εγώ μάλλον έγινα ηθοποιός από ζήλια. Δεν ήταν προγραμματισμένο να κάνω όλα αυτά που έκανα εκείνο το βράδυ. Πήγαμε με τους γονείς μου να πιούμε μια πορτοκαλάδα στο Άλσος του Οικονομίδη, είδα ένα παιδάκι που είπε ένα ποίημα, στα ταλέντα που βγαίναν μετά το κανονικό πρόγραμμα και ζήλεψα. Αλλά ζήλεψα πολύ, δηλαδή το θυμάμαι ακόμα αυτό το συναίσθημα, γιατί να βγει αυτό το παιδάκι και να πει ένα ποίημα και να μη βγω και εγώ που ήξερα ένα ποίημα. Ε, ανέβηκα και το είπα.
Αλλά η ερώτησή σου μου θύμισε, ακριβώς τη φράση του Γιάννη Φλερύ, φεύγοντας μετά, περνώντας μέσα από τα καμαρίνια και αφού είχα πάρει το βραβείο και το χειροκρότημα, με κοιτούσαν όλοι σαν περίεργο ον, οι διάφοροι εκεί ηθοποιοί, ακροβάτες, χορευτές κλπ. Και είδα θυμάμαι έναν κοντό κύριο με έναν μπερέ που ήταν ο Γιάννης Φλερύ, τον γνώρισα μετά και συνεργαστήκαμε κιόλας πολλές φορές στο θέατρο, και μου είπε τότε «Αχ, αγοράκι μου να ήξερες σε τι περιπέτεια μπλέκεις…».
Και όντως είναι μια περιπέτεια το θέατρο. Δεν ήξερα σε τι περιπέτεια έμπλεκα, εγώ το έκανα για πλάκα, σαν ένα καπρίτσιο παιδικό που μου ήρθε να ανέβω να πω ένα ποίημα, αλλά επειδή πιστεύω πολύ στην τύχη και καθόλου στη μοίρα, δεν πιστεύω ότι όλα είναι γραμμένα και τέτοια, τίποτα δεν είναι γραμμένο, όλα εμείς τα γράφουμε, αλλά η τύχη παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή γενικά. Έτυχε εκείνο το βράδυ να είναι κάτω ο Ανδρέας Λαμπρινός, ένας σκηνοθέτης που έψαχνε ένα αγοράκι για να παίξει στο «Κορίτσι με τα παραμύθια» που ήταν η πρώτη μου ταινία. Και μετά από λίγες μέρες ήρθε σπίτι μας, βρήκε από τον Οικονομίδη τη διεύθυνση και το τηλέφωνο, του μπακάλη, στο σπίτι δεν είχαμε τηλέφωνο φυσικά, και έτσι ξεκίνησε η ιστορία μου σαν ηθοποιός.

Το παιδί θαύμα παραμένει 65 χρόνια αργότερα παιδί και το θαύμα του μετουσιώθηκε σε μια τεράστια καλλιτεχνική πορεία, σε μια σπουδαία καριέρα, σε μια ζωή γεμάτη νότες, ρόλους, χρώματα και ατάκες. Τι κάνει σήμερα ο μικρός Γιαννάκης;

Δε μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να κάνει κάτι διαφορετικό, επειδή είμαι πραγματικά από πέντε χρονών σε αυτή τη δουλειά, που στην αρχή δεν την έβλεπα σαν δουλειά, πιο πολύ σαν παιχνίδι την έβλεπα, αλλά από ένα σημείο και έπειτα κατάλαβα ότι είναι μια πολύ σοβαρή δουλειά, εκτός από ένα πολύ ευχάριστο παιχνίδι. Αλλά ποτέ δεν μπόρεσα να φανταστώ τον εαυτό μου να κάνει κάτι διαφορετικό.
Κατά καιρούς, για λόγους βιοπορισμού έχω κάνει και άλλα πράγματα. Ας πούμε για μερικά χρόνια δούλευα ως κειμενογράφος σε μεγάλες διαφημιστικές εταιρείες και οφείλω να ομολογήσω, με όλη τη σεμνότητα που με διακρίνει, ότι ήμουν και πολύ καλός σε αυτή τη δουλειά. Κάποια στιγμή ένιωσα το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια μου, ότι κινδυνεύω να κολλήσω σε αυτό το μοτίβο, γιατί έβγαζα και αρκετά λεφτά τότε, και μια μέρα κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και είδα ότι είχα αρχίσει να μην είμαι πια εγώ, να είναι ένας άλλος άνθρωπος αυτός που διαμορφωνόταν και έτσι ‘πήγα για τσιγάρα και δε γύρισα’ στη διαφημιστική εταιρεία.
Δε νομίζω ότι μπορώ να κάνω οτιδήποτε άλλο, από το να ασχολούμαι με το θέατρο υπό διάφορες ιδιότητες. Και νομίζω ότι το θέατρο μόνο έτσι το μαθαίνεις. Αν δεν καρφώσεις σκηνικό, αν δε βάψεις σκηνικό, αν δεν κουβαλήσεις φροντιστήριο και κοστούμια και αν δεν ασχοληθείς με την παραμικρή λεπτομέρεια του θεάτρου, από ανάγκη φυσικά πάντα, δεν το γνωρίζεις καλά.
Η δουλειά του ηθοποιού βεβαίως είναι να μαθαίνει τα λόγια του, να πηγαίνει στις πρόβες, να ακούει τι του λέει ο σκηνοθέτης και να βγαίνει να παίζει, αλλά το θέατρο είναι σαν ένας ωκεανός, αν αρχίσεις να κολυμπάς ή πρέπει να κολυμπήσεις πολύ ή αλλιώς πρέπει να ξαναβγείς στην αμμουδιά να ξεκουραστείς.
Εγώ δεν έχω σκοπό να βγω στην αμμουδιά, παρότι πάντα υπάρχουν στιγμές απογοήτευσης, πίκρας, ματαιότητας κλπ. Καμιά φορά λέμε ας πούμε πως αγωνιζόμαστε, προσπαθούμε τόσα χρόνια και τι έγινε; Ο κόσμος Greece’s Next Top Model βλέπει. Αλλά τίποτα δεν είναι ικανό να μας σταματήσει, κάποιους ανθρώπους που έχουμε μπολιαστεί με αυτό το μικρόβιο αυτού του δαιμόνιου θεού, του Διόνυσου, τον οποίο φαίνεται πως κουβαλάμε μέσα μας και στον οποίο πέσαν επάνω του να τον φάνε θρησκείες, εξουσίες, κράτη κλπ. Αλλά αυτός εξακολουθεί να μας εμπνέει και να μας καθοδηγεί.

-Βέρος ΘεατροΤεχνίτης και εσείς βλέπω. «Να καρφώσω, να βάψω το σκηνικό, να το στήσω, να το κουβαλήσω»… Θέατρο από όλα τα πόστα και εσείς της σχολής Κουν.

Ναι εννοείται. Και δεν το έκανα επίτηδες, από ψώνιο ή κάτι άλλο. Απλά δε μπορεί να γίνει αλλιώς. Είναι η διαδικασία. Ακόμα και τώρα σε όλες μου τις παραστάσεις, την τελευταία στιγμή, πάντα κάτι λείπει. Μπορεί να μην έχει προλάβει ας πούμε ο σκηνογράφος να φτιάξει κάτι. Θα πάρω το πινέλο και το κουτί με τη μπογιά και θα το διορθώσω επιτόπου. ‘Η αν τύχει να πάει κάτι στραβά να χαλάσει, θα κάτσω αμέσως να το επιδιορθώσω. Έτσι μου μάθανε οι δάσκαλοί μου.
Και εδώ πάλι η τύχη βοήθησε, γιατί όταν ξεκίνησα, ήμουν παιδάκι μεν και ο κόσμος μπορεί να με έμαθε από τον κινηματογράφο, τις παλιές ταινίες και από το θέατρο για παιδιά που παίζαμε από μικρός εγώ και η Μίρκα, αλλά είχα την πολύ μεγάλη τύχη, όντας μικρός ακόμα να παίξω και στο θέατρο των ενηλίκων ρόλους παιδιών, με σημαντικότατους δασκάλους. Τον Μινωτή, τον Κουν, το Διαμαντόπουλο, τον Κατράκη. Σκέψου πως εδώ τώρα σε αυτό το θέατρο που βρισκόμαστε και μιλάμε (Θέατρο Άλφα) πρωτόπαιξα 12 χρονών με την Κατερίνα Ανδρεάδη, αυτή τη σπουδαία γυναίκα του θεάτρου. Και αυτοί μου το μεταλαμπάδευσαν αυτό το πράγμα, ότι το θέατρο δεν είναι κάτι που μπορείς να το αντιμετωπίσεις σαν χόμπι. Θέλει απόλυτη αφοσίωση, αποκλειστικό δόσιμο. Θυμάμαι ο Κουν από το πρωί μέχρι το βράδυ ήταν στο θέατρο, όπως και ο Διαμαντόπουλος και όλοι. Θυμάμαι ας πούμε κάναμε πρόβες για το Γαλιλαίο και δεν κοιτούσαμε ούτε ωράριο ούτε τίποτα. Βέβαια μετά έγινα και συνδικαλιστής και άρχισα να κοιτάζω και το ωράριο… Αλλά θέλω να πω ότι θυμάμαι το Διαμαντόπουλο, που πεταγόταν δυο λεπτά και έπαιρνε έναν καφέ για να μπορέσει να αντέξει μετά από το εικοσάωρο που είχε ασχοληθεί με το θέατρο. Και αυτό το έχω διδαχτεί και με έχει μπολιάσει, δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά. Να τώρα που μιλάμε, εδώ είμαι μαζί σου και μιλάμε, αλλά το μυαλό μου είναι στην επόμενη δουλειά ήδη. Δηλαδή το πως θα οργανώσουμε με τους φίλους και συνεργάτες μου την επόμενη θεατρική μας παράσταση.

-Ηθοποιός απο μικρός. Στα πέντε σας χρόνια διαφημίσεις και ραδιόφωνο, στα εφτά σας κινηματογράφο πλάι στην Αλίκη, στον Αλεξανδράκη, στο Βέγγο, στον Γκιωνάκη και όλους τους μεγάλους του ελληνικού σινεμά. Στα εννιά σας ανεβαίνετε στο θεατρικό σανίδι δίπλα στον Κουν, στον Μινωτή, στο Διαμαντόπουλο, στον Κατράκη. Μιλήστε μας λίγο γι’ αυτή τη σπουδαία και ασυνήθιστη παιδική σας ηλικία.

Αυτό που και τώρα καμιά φορά που το σκέφτομαι και μου κάνει εντύπωση, είναι πώς τα κατάφερνα να είμαι συνεπής σε όλες μου τις υποχρεώσεις, γιατί ταυτόχρονα πήγαινα και στο σχολείο και ήμουν και καλός μαθητής. Ευτυχώς είχα εξαιρετικούς γονείς, αν δεν είχα αυτούς τους γονείς θα είχα καταστραφεί μάλλον.
Αλλά είχα τη μάνα μου, που ερχόταν και με έπαιρνε από το σχολείο, με ειδική άδεια από το δημοτικό, όταν πήγαινα στη δευτέρα και στην τρίτη τάξη, για να με πάει στο γύρισμα. Τέλειωνε το γύρισμα, έτρωγα κάτι πρόχειρο στο δρόμο και πήγαινα στην πρόβα του θεάτρου και το βράδυ πήγαινα στο σπίτι κατάκοπος μετά την παράσταση.
Θυμάμαι μάλιστα στην παράσταση «Ένα σταφύλι στον ήλιο» στο Θέατρο Τέχνης που ήμουν τότε έντεκα χρονών, βαφόμουν μαύρος γιατί ήταν νέγρικο το έργο και εγώ έκανα ένα νεγράκι. Όλος ο θίασος βαφότανε μαύρος, εμένα με έβαφε ο Θύμιος Καρακατσάνης που ήταν μαθητής στη σχολή του Θέατρου Τέχνης τότε και του είχε αναθέσει ο Κουν να με βάφει. Έπρεπε λοιπόν το βράδυ που τελείωνε η παράσταση κατά τις 12.00 να πάω στο σπίτι, να με κάνει μπάνιο η μάνα μου -που μπάνιο τότε δεν είχαμε μέσα στο σπίτι, ήμασταν σε ένα χαμόσπιτο, σε μια φτωχογειτονιά και κάναμε μπάνιο σε μια σκάφη μέσα στο κρύο, με ζεστό νερό που ζέσταινε η μάνα μου στην κατσαρόλα- ώστε να κοιμηθώ κατά τη 1.30, για να ξυπνήσω στις 7.30 να πάω στο σχολείο.
Αλλά ο άνθρωπος όλα τα συνηθίζει. Αυτό το γεγονός, ότι από μικρός έπρεπε να είμαι και καλός μαθητής γιατί ήθελα να είμαι, δεν μου το επέβαλε ποτέ κανείς, αλλά είχα πάντα ένα αίσθημα αξιοπρέπειας, δε μου άρεσε να με μειώνουν, να μου πει για παράδειγμα ο δάσκαλος ‘Γιάννη δε διάβασες το μάθημά σου’ και έπρεπε λοιπόν να ξενυχτήσω, ή να διαβάσω στην πρόβα μεταξύ δύο σκηνών που δεν έπαιζα εγώ και είχα τα βιβλία στη σάκα μου και διάβαζα τα μαθήματα της επόμενης μέρας. Ακόμα και στο σχολικό διάλειμμα, άλλοτε έπαιζα μπάλα ή με τους φίλους μου, γιατί ήμουν ένα κανονικό παιδί, αλλά είχα πάντα και τα λόγια του ρόλου στην κωλότσεπη και διάβαζα το ρόλο για να πάω μετά στην πρόβα του θεάτρου.
Αυτός ο συνδυασμός λοιπόν που πρέπει ταυτόχρονα να είσαι εντάξει στις υποχρεώσεις που έχεις αναλάβει απέναντι σε πολλά μέτωπα, νομίζω πως με έχει κρατήσει νέο. Αυτό είναι που με κάνει τώρα στα 70 μου να μην κουράζομαι όταν πρέπει να παίξω το πρωί στην εφηβική παράσταση, μετά να πάω για πρόβα, μετά να πάω για βραδινή παράσταση και μετά την άλλη μέρα πρωί-πρωί να πάω να παίξω με το εγγόνι μου, να δω τους φίλους μου, τη γυναίκα που αγαπώ και όλα αυτά. Δεν κουράζομαι γιατί έχω μάθει από μικρός να ζω με τέτοιους ρυθμούς.

-Δηλώσατε πως γίνατε ηθοποιός από τύχη και από ζήλια. Διαβάζοντας το βιβλίο σας «Γιαννάκης, το παιδί θαύμα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη, καταλαβαίνει κανείς το γιατί. Τι ήταν όμως αυτό που σας τράβηξε τελικά στο επάγγελμα του ηθοποιού; Τί σας κρατάει εκεί τόσα χρόνια τώρα και τι αγαπήσατε περισσότερο; Τον κινηματογράφο, το θέατρο, την τηλεόραση, το σπικάζ;

Δεν μπορώ εύκολα να τα ξεχωρίσω όλα αυτά γιατί είναι πλευρές της ίδιας τέχνης. Παρόλα αυτά το τι με κράτησε στο επάγγελμα συνειδητά, δεν μπορώ να μην το πω γιατί το οφείλω στη μνήμη του. Εδώ δίπλα στο άλλο θέατρο, στο Αλάμπρα που τώρα ξαναλειτούργησε μετά από πολλά χρόνια, ήταν τότε το νέο θέατρο του Βασίλη Διαμαντόπουλου και της Μαρίας Αλκαίου και κάναμε πρόβες στο Γαλιλαίο του Μπρεχτ. Εγώ ήμουν τότε στις μεγάλες μου δόξες, έπαιζα σε πολλές ταινίες, έκανα θέατρο ενηλίκων, θέατρο για παιδιά και παρότι δε θυμάμαι να είχαν πάρει τα μυαλά μου αέρα, παρόλα αυτά είχα λίγο μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση απ’ όση θα έπρεπε να έχει ένα παιδί σε αυτή την ηλικία.
Με φώναξε λοιπόν μια μέρα ο Διαμαντόπουλος, ο οποίος με αγαπούσε πολύ, είχαμε παίξει και στο σινεμά μαζί και στο θέατρο ξανά πιο πριν και μου λέει ‘να σου πω Γιάννη, τι θέλεις να γίνεις τελικά όταν μεγαλώσεις, ηθοποιός ή σταρ;’. Με είδε που κόμπιασα λίγο γιατί δεν μπορούσα ακριβώς να καταλάβω τι εννοούσε και μου λέει ‘να σου εξηγήσω, ο σταρ είναι κατοστάρης, ο ηθοποιός είναι μαραθωνοδρόμος’. Αυτή η φράση με σφράγισε.
Πήγα σπίτι και το σκεφτόμουν σε όλο το δρόμο και το πρώτο πράγμα που μπήκα και είπα στους γονείς μου είναι πως μου αρέσει ο κινηματογράφος, μου αρέσει να με γνωρίζουν στο λεωφορείο που μπαίνω μέσα και μου ζητάν αυτόγραφο, αλλά επειδή θέλω να γίνω ηθοποιός, δηλαδή θέλω να έχω διάρκεια σε αυτό το επάγγελμα, δε θέλω να ξαναπαίξω στο σινεμά. Γιατί το σινεμά ήταν τότε λίγο όπως είναι τώρα η τηλεόραση, η εύκολη αναγνωρισημότητα, το σταριλίκι που λέμε.
Και όντως είχε δίκιο ο Διαμαντόπουλος, αν δεν είχα σταματήσει έγκαιρα και αν δε μου είχε πει αυτή την κουβέντα ώστε να σταματήσω το σινεμά συνειδητά στα 12 μου και να δώσω μεγαλύτερη σημασία στις σπουδές μου, θα μου έκανε κακό. Έπρεπε να τελειώσω το σχολείο, να πάω στη δραματική σχολή, παρότι θα μπορούσα και να μην πάω.
Όλοι μου έλεγαν μα γιατί τώρα θες να πας στη δραματική σχολή, αφού σε ξέρουν όλοι οι θιασάρχες και θα σε παίρνουνε. Όχι, εγώ ήθελα να πάω στη δραματική σχολή, να σπουδάσω και να νιώσω αυτό που νιώθουν όλοι οι κανονικοί ηθοποιοί που ακολουθούν αυτό το επάγγελμα. Και του το οφείλω αυτό του Διαμαντόπουλου γιατί η συνειδητή μου απόφαση να γίνω ηθοποιός και να δω το θέατρο σοβαρά, υπεύθυνα με στοχοπροσήλωση και μια προοπτική μέλλοντος, την οφείλω σε αυτόν.
Και θέλω να πω και το εξής. Εγώ αισθανόμουν πάντα την ανάγκη να μάθω περισσότερα πράγματα για μένα αλλά και για τη δουλειά μου. Δε συμφωνώ με μερικούς που λένε πως ο ηθοποιός μαθαίνει την τέχνη του στο σανίδι, αυτό ήταν καλό για το μεσαίωνα. Έτσι ίσχυε στο μεσαίωνα, ο ηθοποιός μάθαινε την τέχνη του στο σανίδι. Και βεβαίως και στο άγιο μπουλούκι που έβγαλε σπουδαίους ηθοποιούς, οι οποίοι έτσι μάθανε την τέχνη. Αλλά τώρα πια ζούμε σε μια επιστημονική και μάλιστα μετα-επιστημονική εποχή.
Ο ηθοποιός οφείλει να εμπλουτίζει το όποιο ταλέντο του, που είναι κάτι φυσικό, ή το έχεις ή δεν το έχεις, αλλά δε φτάνει μόνο αυτό. Έτσι λοιπόν εγώ προσπάθησα να μάθω και άλλα πράγματα. Πήγα στη δραματική σχολή, πήγα στο πανεπιστήμιο, μετά πήγα σε δεύτερο πανεπιστήμιο, μετά έκανα μεταπτυχιακά κλπ. Λοιπόν απ’ όλα όσα έχω σπουδάσει, τα πιο σημαντικά πράγματα και αυτά που δεν τα ξεχνάω ποτέ και τα ξέρω καλύτερα, είναι αυτά που τα έμαθα στις πρόβες του θεάτρου. Θυμάμαι για παράδειγμα, ότι ήμουν παιδί στις πρόβες του Γαλιλαίου του Μπρεχτ, που κάναμε εδώ δίπλα, που σου έλεγα πριν, εκεί έμαθα εγώ το ηλιοκεντρικό σύστημα.
Σε μια σκηνή αυτού του έργου ο Γαλιλαίος παίρνει το μικρό του μαθητή, που τον έκανα εγώ, μαζί με την καρέκλα και τον πηγαίνει από την άλλη μεριά του ήλιου, δηλαδή ενός επίπλου που έβαλε στη μέση και είπε αυτό είναι ο ήλιος. Έτσι κατάλαβα εγώ το ηλιοκεντρικό σύστημα. Και που μου το μάθαινε μετά στο σχολείο ο καθηγητής, αν δεν το είχα βιώσει με αυτό τον θεατρικό, καλλιτεχνικό τρόπο δεν θα το μάθαινα.
Γι’ αυτό λοιπόν, είμαι για έναν ακόμη λόγο ευγνώμων στο θέατρο, γιατί πραγματικά τις καλύτερες γνώσεις μου τις πήρα από εκεί. Και γι’ αυτό ονειρεύομαι μια εποχή που όχι μόνο η ιστορία ή η λογοτεχνία που μοιάζει εύκολο, αλλά όλα τα μαθήματα ακόμη και τα μαθηματικά, η τριγωνομετρία, η φυσική και η χημεία θα διδάσκονται με θεατρικό τρόπο. Ονειρεύομαι μια εποχή που ο δάσκαλος των μαθηματικών θα λέει στα παιδιά μια ιστορία για το κλάσμα και θα λέει φέρ’ ειπείν ‘ο αριθμητής είναι ένα αγόρι που αγάπησε μια κοπέλα, που είναι ο παρονομαστής και αυτός ο παρονομαστής όσο αλλάζει, αλλάζει ολόκληρη την προσωπικότητα του κλάσματος’. Δηλαδή ονειρεύομαι σκετς και δρώμενα που με τέτοιο τρόπο θα μαθαίνουν τα παιδιά για τα μόρια, για τα κύτταρα, για τα κβάντα κ.ο.κ., με θεατρικό τρόπο. Έτσι τα παιδιά θα τα αγαπήσουν, θα τα μάθουν καλά και ποτέ δε θα βαρεθούν το σχολείο, το οποίο δυστυχώς είναι πολύ βαρετό σήμερα.
Τώρα για το τι αγάπησα περισσότερο. Κοινοτοπία μοιάζει, γιατί το λένε οι περισσότεροι, αλλά εγώ το λέω εν πλήρει συνειδήσει. Τίποτα δε συγκρίνεται με το θέατρο. Όλα είναι ενδιαφέροντα. Και ο κινηματογράφος είναι μια άλλη τεχνική που έχει τις δυσκολίες της και την ομορφιά της. Και η τηλεόραση παρόλο που δεν τη συμπαθώ ιδιαίτερα, γιατί έχει ένα στοιχείο προχειρότητας και γρηγοράδας, τουλάχιστον αυτό έχω δει εγώ όσες φορές έχει τύχει να παίξω. Παλιότερα έπαιζα στο «Θέατρο της Δευτέρας» που ήταν πιο προσεγμένα τα πράγματα, όπως επίσης και σε κάποια παλιά σίριαλ. Τώρα βλέπω ας πούμε ότι ακόμα και τα καλά σίριαλ γίνονται γρήγορα. Ο συγγραφέας πρέπει γρήγορα να γράψει τα επεισόδια, να τα δώσει στους ηθοποιούς την ώρα του γυρίσματος, να τα διαβάσουν για να παίξουν. Έχει ένα στοιχείο γρηγοράδας και προχειρότητας που δε μου πάει. Αλλά είναι και αυτή μια τεχνική και πρέπει να ξέρεις κάποια πράγματα. Πως θα στηθείς απέναντι στην κάμερα που σε παίρνει, πως να μιλήσεις, πως να κινηθείς κλπ. Έχει την ιδιαιτερότητά της. Και οι μεταγλωττίσεις έχουν μια ιδιαίτερη τεχνική και θέλουν πολύ εξάσκηση και κάποια ικανότητα. Το έκανα και αυτό για πολλά χρόνια.
Αλλά το θέατρο έχει κάτι ανεπανάληπτο, αναντικατάστατο και μοναδικό. Το ότι παίζεις μαζί με το θεατή. Πουθενά αλλού δεν υπάρχει αυτή η ζωντανή παρουσία του θεατή, που δε σε βλέπει και σε ακούει μόνο αυτός, αλλά και εσύ τον βλέπεις και τον ακούς. Και καμία παράσταση του ίδιου έργου, από μέρα σε μέρα δεν είναι ίδια. Γιατί είναι διαφορετικό το κοινό. Και αυτή η ανάσα του κοινού, αυτή η αίσθηση ότι επικοινωνείς εκείνη την ώρα μαζί του είναι μοναδική.
Και να το πω λίγο διαφορετικά, το είχα σκεφτεί μια φορά και μου αρέσει αυτό που σκέφτηκα. Ο ηθοποιός του θεάτρου είναι λίγο μέντιουμ, δηλαδή είναι ένα δοχείο μέσα από το οποίο πρέπει να περάσει το πνεύμα του συγγραφέα και να διοχετευτεί μέσω του δοχείου αυτού, στο κοινό που είναι ζωντανό εκείνη την ώρα. Ο συγγραφέας μπορεί να μην είναι ζωντανός, να έχει ζήσει πριν 3.000 χρόνια ή πριν 500 χρόνια όπως ο Σαίξπηρ ή και να ζει τώρα αλλά κάπου αλλού, στην Αμερική, στην Αυστραλία ή στην Καισαριανή, αλλά είναι απών. Και αυτός ο απών πρέπει να μπει μέσα σου και εκείνη την ώρα αυτό το μέσα σου να διοχετευτεί σε ζωντανούς ανθρώπους. Αυτό δεν το έχει ούτε ο κινηματογράφος, ούτε η τηλεόραση, ούτε το ραδιόφωνο, ούτε κανένα άλλο μέσο. Μόνο το θέατρο.
Γι’ αυτό και όλοι μας, το συνειδητοποιούμε ή δεν το συνειδητοποιούμε, κάνουμε σαν τρελοί για να παίξουμε στο θέατρο, όσα λεφτά και να μας δώσει κάποιος για να παίξουμε στο σινεμά ή στην τηλεόραση, αν μας πει κάποιος μην παίζεις στο θέατρο, αν είσαι πραγματικός ηθοποιός δε θα το κάνεις. Δεν αντικαθίσταται με τίποτα αυτή η ζωντανή σχέση με τους ανθρώπους και μάλιστα πολλούς μαζί. Γιατί και στο σινεμά είναι μεν πολλοί μαζί αλλά ο ηθοποιός δεν είναι εκεί, είναι στο πανί. Στο θέατρο όμως μπορεί να είναι πενήντα, εκατό, πεντακόσιοι ή τριάντα χιλιάδες άνθρωποι σε μεγάλα θέατρα και να βλέπουν όλοι μαζί, άλλους ζωντανούς ανθρώπους να παίζουν και να υπάρχει αυτή η διάδραση, αυτό είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο αίσθημα. Αυτό μας τρελαίνει. Αυτό που έλεγαν οι παλιοί ‘άμα σου μπει το μικρόβιο του θεάτρου..’, αυτό είναι το μικρόβιο, η ζωντανή επικοινωνία με το κοινό.
Και ένα άλλο που έχει σχέση με αυτό. Θα μου πεις παίζεις για όλους αυτούς; Δεν παίζεις για όλους αυτούς, παίζεις για τον καθένα ξεχωριστά. Ή όπως μου είχε πει μια φορά ένας συνάδελφος ηθοποιός ο Νάσος Κεδράκας ‘ξέρεις για ποιον παίζω, για τον άγνωστο θεατή’. Ποτέ δεν ξέρεις ποιος θεατής, ποια μέρα, σε ποια παράσταση, σε ποιο μέρος, θα υπάρξει ένας που θα του αλλάξεις τη ζωή, που αυτό που θα δει θα του δημιουργήσει μέσα του μια τέτοια αναστάτωση που θα γίνει άλλος άνθρωπος. Αυτό δεν υπάρχει πουθενά αλλού, μόνο στο θέατρο.

-Το θέατρο είναι κοινωνική αποστολή για εσάς. Παράλληλα έχετε αναλάβει κι άλλες κοινωνικές αποστολές. Είστε συνδικαλιστής με το ΣΕΗ, είστε πάντοτε ενταγμένος στον πολιτικό βίο και στον ταξικό αγώνα από τις γραμμές του ΚΚΕ. Πείτε μου πως βλέπετε την κοινωνία μας σήμερα και πώς φαντάζεστε το αύριο αυτού του τόπου;

Δεν είναι εύκολη η απάντηση σε αυτή την ερώτηση, γιατί για τον κοινωνικό ρόλο του θεάτρου τι να πω, νομίζω πως είναι αυταπόδεικτος, από τα αρχαία χρόνια. Μάλιστα να σου δώσω ένα παράδειγμα, που θυμήθηκα τώρα πρόσφατα που ξανακοίταζα λίγο τα χαρτιά μου, γιατί κάτι ετοιμάζω και ήθελα να πάρω κάποιες πληροφορίες.
Πολλοί ξέρουν και κυρίως όσοι ασχολούνται με το θέατρο, θα έχουν ακούσει για το Φρύνιχο, έναν αρχαίο δραματικό ποιητή που δυστυχώς δεν έχουν σωθεί τα έργα του, παρά μόνο κάποια ελάχιστα ψήγματα από στίχους του. Αυτός λοιπόν καταδικάστηκε σε πρόστιμο χιλίων δραχμών, ένα τεράστιο ποσό για εκείνη την εποχή, για ένα έργο που έγραψε το «Μιλήτου Άλωσις» που μίλαγε για την καταστροφή της Μιλήτου από τους Πέρσες, επειδή επαναστάτησε ο λαός και τότε μπήκαν μέσα στην πόλη οι Πέρσες και κατέσφαξαν τους κατοίκους. Η δικαιολογία για το πρόστιμο που του επιβάλανε ήταν «οικεία κακά υπεμνήσατο», δηλαδή τους θύμιζε δικά τους παλιά άσχημα γεγονότα.
Αυτό το ξέρουν αρκετοί. Λίγοι έως ελάχιστοι όμως ξέρουν πως αυτό το έργο, ο Φρύνιχος το έγραψε κατά παραγγελία του Θεμιστοκλή. Ο στρατηγός Θεμιστοκλής, θέλοντας να πείσει τους νέους στην εκκλησία του δήμου να φτιάξουν καράβια, γιατί προέβλεπε πως η επόμενη επίθεση μετά το Μαραθώνα, που θα δεχτεί η Αθήνα, θα είναι από θαλάσσης, όπως και έγινε με τη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Οι Αθηναίοι όμως δεν ήθελαν να κάνουν αυτά τα μεγάλα έξοδα και τότε αυτός έγινε χορηγός, πλήρωσε δηλαδή, με δικά του έξοδα το Φρύνιχο και του παράγγειλε να γράψει ένα έργο που θα θυμίζει στους Αθηναίους, τι πάθανε οι Μιλήσιοι που δεν άκουσαν την προφητεία, που έλεγε ότι πρέπει να ακούσουν τον στρατηγό τους και να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες εγκαίρως υπό την καθοδήγησή του. Αυτό λοιπόν είναι το πρώτο δείγμα προπαγάνδας ή αν θες καλύτερα κοινωνικής λειτουργίας του θεάτρου, για να πείσει ένα κοινό να κάνει κάτι. Και αυτό πέτυχε. Μετά από αυτή την παράσταση κλαίγανε με λυγμούς οι Αθηναίοι θεατές και εν τέλει δέχτηκαν την πρόταση του Θεμιστοκλή να φτιάξουν καράβια και έτσι έγινε η ναυμαχία της Σαλαμίνας και είχε νικηφόρα κατάληξη.
Γιατί την είπα τώρα όλη αυτή την ιστορία. Γιατί τα τελευταία πενήντα χρόνια, βγαίνουν μερικοί και λένε ότι η τέχνη δεν πρέπει να έχει πολιτική κατεύθυνση, πρέπει να είναι υπεράνω πολιτικής και να είναι αταξική, να μιλάει μόνο για τον έρωτα και τα προσωπικά προβλήματα του κάθε ανθρώπου κλπ. Προφανώς, θα μιλήσεις και γι’ αυτά, αλλά και αυτά πολιτικά δεν είναι; Δηλαδή, πολιτική δεν είναι ο τρόπος που ερωτευόμαστε αλλά τελικά δεν μπορούμε να είμαστε με τον άνθρωπο που θέλουμε γιατί δεν έχουμε δουλειά και λεφτά για να ζήσουμε;
Και αυτοί που λένε, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, πως δεν κάνουν πολιτική με το θέατρο, τελικά πολιτική κάνουν και αυτοί, κάνουν πολιτική υπέρ του απολιτίκ, υπέρ της απάθειας, υπέρ της απραξίας, υπέρ της παραίτησης και υπέρ του να επιτρέπουμε στην εκάστοτε εξουσία να κάνει ότι θέλει. Ενώ το θέατρο ανέκαθεν, και στην αρχαιότητα, και στην Αναγέννηση με την comedia del’ arte, και στα πρόσφατα χρόνια ο Μπρεχτ, ο Άρθουρ Μίλλερ, ο Τένεσι Ουίλιαμς, είχαν μια πρόθεση να μιλήσουν στους συνανθρώπους τους για τα προβλήματα που έχει η κοινωνία στην οποία ζουν μπας και γίνει κάπως καλύτερη.
Εγώ βρέθηκα σε μια οικογένειά που οι άνθρωποι πάντα αγωνίζονταν για τα πιστεύω και τις ιδέες τους, αλλά και οι δάσκαλοί μου, μου έμαθαν πως η τέχνη και το θέατρο πρέπει να πηγαίνει χέρι-χέρι με την κοινωνική χειραφέτηση. Ασχολήθηκα και με το συνδικαλισμό, δεν έχω μετανιώσει καθόλου γι’ αυτό, αντιθέτως το θεωρώ από τα πιο σημαντικά πράγματα που έχω κάνει στη ζωή μου, παρότι μου στοίχησε αρκετά προσωπικά, αλλά δεν έχει σημασία, δεν το μετανιώνω ποτέ.
Τώρα, ‘πώς το φέραν η μοίρα και τα χρόνια να μην ακούσεις έναν ποιητή’ που λέει και το τραγούδι και βρεθήκαμε σε αυτό το τέλμα; Διότι, πιστεύω δυστυχώς πως περνάμε μια πολύ κακή φάση της ιστορίας μας και στην Ελλάδα και παγκοσμίως. Ιδιαίτερα μετά την πτώση, δε θα την πω ούτε κατάρρευση όπως τη λένε, ούτε ανατροπή, θα την πω με μια λέξη που περιλαμβάνει και τις δύο έννοιες, την πτώση των Σοσιαλιστικών χωρών και του οράματος για το Σοσιαλισμό που είχε εφαρμοστεί με τις ανεπάρκειες και τα πιθανά λάθη, όπως εφαρμόστηκε σε κάποιες χώρες, μετά από αυτό η ιστορία γύρισε πολλά χρόνια πίσω. Βρισκόμαστε πάλι σε έναν μεσαίωνα όχι μόνο εργασιακό ή οικονομικό, με τις οικονομικές κρίσεις που είναι σύμφυτες με τον καπιταλισμό, αλλά κυρίως με την αποπνευματικοποίηση των ανθρώπων.
Δηλαδή, το ότι αναγκάστηκαν οι άνθρωποι να τους επιβληθεί ένας τρόπος σκέψης, συμπεριφοράς και ζωής που δεν προσιδιάζει στον άνθρωπο, που δεν έχει καμία σχέση με την πνευματικότητα που ο άνθρωπος κατέκτησε μέσα στα εκατομμύρια χρόνια που ζει. Ζούμε πια λίγο σαν τα ζώα, λίγο σαν τους συντρόφους του Οδυσσέα, που η Κίρκη τους μεταμόρφωσε σε γουρούνια και μας αρέσει κιόλας. Πλατσουρίζουμε μέσα στο βούρκο και θεωρούμε ότι είμαστε ευτυχισμένοι, επειδή μας επιτρέπεται το να μας πετάνε μερικά ψίχουλα, όπως το να μπορούμε να έχουμε ίντερνετ, ή το να βλέπουμε τις αγαπημένες μας σειρές στην τηλεόραση και ταυτόχρονα να μη μπορούμε οι ίδιοι να αρθρώσουμε την πραγματική μας άποψη, όχι την άποψη που μας επιβάλλεται άνωθεν. Ελπίζω, για να μην τα λέω όλα μαύρα, ότι αυτό είναι ένα μεταβατικό στάδιο. Δεν είναι η πρώτη φορά που η ανθρωπότητα γύρισε πίσω και μετά από πολλούς αγώνες μπόρεσε να ξαναρχίσει πάλι τον ανηφορικό της δρόμο.
Φοβάμαι όμως ότι θα χρειαστούν πολλοί αγώνες και πολύ αίμα να χυθεί, για να μπορέσει ο άνθρωπος να ξαναπιάσει το κομμένο νήμα, την κόκκινη κλωστή από εκεί που κόπηκε και να ξαναρχίσει την προσπάθειά του για να υψωθεί στο ύψος του ανθρώπου, το οποίο δυστυχώς έχουμε χάσει. Και η τέχνη παίζει ρόλο σε αυτό. Η τέχνη μόνη της δε θα αλλάξει τον κόσμο, αλλά η τέχνη μπορεί να αλλάξει τους ανθρώπους και με τη σειρά τους οι άνθρωποι μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο.

-"Κατά διαόλου μας παρέσυρε το ρεύμα, πήραμε ύλη και παραδώσαμε το πνεύμα’ λέτε σε ένα από τα τραγούδια σας, καθώς είστε και τραγουδοποιός. Πιστεύετε πως ίσως λείπει μια νέα μεγάλη πολιτιστική επανάσταση, όπως αυτή που πριν πενήντα χρόνια ξεκινούσε ο Μάο στην Κίνα;

Εντάξει δεν είμαι τραγουδοποιός, όμως μου αρέσει πολύ η μουσική και όταν έχω τις μαύρες μου και βλέπω τοίχο μπροστά μου, παίρνω την κιθάρα μου, σβήνω τα φώτα, κάθομαι και γράφω τραγούδια, συνήθως τα χαρίζω σε φίλους. Παλιά ήταν οι κασσετούλες, έγραφα λοιπόν μια κασετούλα και τη χάριζα φέρ’ ειπείν σε ένα κορίτσι που μου άρεσε, τώρα πια δεν υπάρχουν οι κασέτες και υπάρχει το YouTube. Ανεβάζω που και που κανένα τραγουδάκι στο YouTube, για τους φίλους πιο πολύ, δε θεωρώ τον εαυτό μου τραγουδοποιό, αλλοίμονο.
Τώρα για την πολιτιστική επανάσταση, ναι αν και το παράδειγμα είναι ατυχές γιατί κατά τη γνώμη μου δεν πέτυχε αυτή η κίνηση του Μάο στην Κίνα, διότι εν τέλει δε βγήκε σε καλό αυτού του είδους η πολιτιστική επανάσταση που έγινε εκεί. Όμως ναι πραγματικά, νομίζω ότι αυτό που χρειάζεται είναι μια πολιτιστική επανάσταση. Και το καθήκον που αισθάνομαι εγώ προσωπικά και κατά καιρούς το συζητάω με πολλούς συναδέλφους μου και στο θέατρο και σε άλλους τομείς της τέχνης, πρέπει οι άνθρωποι του πνεύματος και της τέχνης να ανασκουμπωθούμε και να ξεκινήσουμε μια καινούρια σταυροφορία, μια καινούρια αναγέννηση χρειάζεται και στην Ελλάδα και παντού στον κόσμο, αλλά εμείς ας μιλήσουμε για την Ελλάδα μας που την αγαπάμε γιατί είναι ο τόπος μας. Έχω πολύ πιο πρόσφατο παράδειγμα από τα πενήντα χρόνια πίσω με το Μάο που μου ανέφερες.
Θυμάμαι τότε που είχαμε φτιάξει την Πανελλήνια Πολιτιστική Κίνηση, λίγα χρόνια μετά τη μεταπολίτευση. Ήταν μια πολύ σημαντική προσπάθεια, γιατί βγήκαμε τότε ηθοποιοί, τραγουδιστές, ζωγράφοι και κάναμε εκθέσεις, συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις στα χωριά, που δεν είχε ξαναπάει ποτέ πολιτιστικό δρώμενο. Και υπήρξε μια ανάταση. Μετά με ευθύνες των πολιτικών εξουσιών που μας κυβέρνησαν από τότε, αυτό χάθηκε και κάποιοι καλλιτέχνες ακολούθησαν μοναχικότερους δρόμους, άλλοι εγκατέλειψαν την προσπάθεια, χάσαμε δηλαδή την επαφή μας. Αλλά τώρα δε μας παίρνει πια.
Πρέπει οι προοδευτικές δυνάμεις του τόπου, όσοι αυτοπροσδιορίζονται σαν αριστεροί, όσοι αισθάνονται αριστεροί και ‘κανονικοί’ άνθρωποι και κυρίως εμείς οι άνθρωποι της τέχνης και του λόγου, πρέπει να πρωτοστατήσουμε για να ξανακερδίσει ο κόσμος της αυτοπεποίθησή του, το χαμένο έδαφος και να καταλάβουμε πως δεν είναι το μόνο ζήτημα το να πάρουμε πέντε-έξι δραχμές αύξηση φέτος και του χρόνου να μας τα ξαναπάρουν πίσω. Και αυτό σημαντικό είναι και αυτοί σημαντικοί αγώνες είναι.
Αλλά εγώ θα ήθελα για παράδειγμα να γίνει και μια μεγάλη πορεία μια μέρα, όχι μόνο για τις αυξήσεις ή τις απολύσεις, αλλά και για την πνευματική αφύπνιση των ανθρώπων. Για να πέσει η τιμή των εισιτηρίων στα θέατρα, για να ανοίξει τις πόρτες του το Μέγαρο Μουσικής και η Λυρική Σκηνή εκεί στο ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος και όχι απλώς με φθηνότερο εισιτήριο, δεν είναι μόνο εκεί το ζήτημα, αλλά κυρίως με έργα που αφορούν τον κόσμο, που έχουν να κάνουν με την καθημερινότητά του, με τα όνειρά του και με το μέλλον του. Δυστυχώς πάσχουμε και από περιθωριοποίηση της θεματολογίας της τέχνης, που αφορά μόνο μια πολύ μικρή μερίδα οπαδών αυτής της μεταμοντέρνας τάσης. Σε κάποια τέτοια θεάματα και να θέλει να πάει ένας άνθρωπος στο θέατρο και να μπορεί να το πληρώσει, άμα το δει μια φορά ένα τέτοιο θέαμα, θα πει ΄αν είναι έτσι το θέατρο καλύτερα να ξαναγυρίσω στα σκυλάδικα’ και τελικά χάνουμε τον κόσμο.
Πρέπει να βγούμε ξανά στους δρόμους και να παλέψουμε, να αγωνιστούμε και να πιαστούμε χέρι-χέρι για να ξαναδημιουργηθούν έργα τέχνης με στόχευση και προοπτική. Να ξέρουμε ότι αυτά τα έργα δε θα αφορούν μόνο το δικό μας σήμερα, το οποίο είναι μεν σημαντικό, αλλά ότι θα μείνουν και στις επόμενες γενιές. Δυστυχώς από αυτό πάσχουμε. Τα έργα που κάνουν μεγάλη επιτυχία φέτος, σε δυο χρόνια δεν τα θυμάται κανένας, γιατί δεν έχουν να πουν κάτι σε κανέναν. Εν τέλει χρειάζεται όντως μια καινούρια αναγέννηση.

-Φέτος υπήρξατε και...θεός που κατέβαινε στο ‘Σετσουάν’ να βρει έναν καλό άνθρωπο. Παίζετε ‘Πετροπόλεμο’ με μουσική υπόκρουση του Μίκη Θεοδωράκη και βρίσκεστε πίσω από ένα ‘Συρματόπλεγμα’ που το καταργεί στην πράξη ο Μάνος Λοϊζος. Παράλληλα κρύβετε ένα μπλε ζαφείρι, φερμένο από το μακρινό Κασμίρ, εγκλωβισμένο σε ένα δαχτυλίδι, που αλλάζει πολλά χέρια στη σκηνή του θεάτρου Olvio. Μιλήστε μας λίγο για όλα αυτά και πείτε μου πού βρίσκετε όλη αυτή την ενέργεια ‘που να μπει ο διάολος μέσα μου’ όπως λέμε και στα Επτάνησα;

Μου δίνεις την ευκαιρία καταρχήν να ευχαριστήσω από την καρδιά μου αυτή τη νεανική θεατρική ομάδα, τη Μυθωδία, με επικεφαλής το Νικορέστη Χανιωτάκη, το νεαρό και πολύ ταλαντούχο σκηνοθέτη και το Γεράσιμο Σκαφίδα, τον επίσης νεαρό και πολύ ταλαντούχο ηθοποιό και εξαιρετικό συνάδελφο και όλα τα παιδιά που εδώ και τρία χρόνια συνεργαζόμαστε. Αυτοί με ανακαλύψανε, με βρήκανε και εγώ συνεργάζομαι μαζί τους με εφηβική διάθεση.
Μαζί κάναμε τον ‘Καλό άνθρωπο του Σετσουάν’, αυτή την παράσταση που παίχτηκε πέρυσι με μεγάλη επιτυχία και επαναλήφθηκε φέτος, και την πήγαμε περιοδεία και τώρα θα την ξαναπάμε περιοδεία. Επίσης μαζί παίζουμε σε δύο εκπληκτικές εφηβικές παραστάσεις, τη ‘Μουσική που σταμάτησε τον Πετροπόλεμο’ του φίλου μου του Δημήτρη Σπύρου και το ‘Συρματόπλεγμα’ του Νικορέστη. Και μου δίνουν την ευκαιρία αυτά τα παιδιά να παίξω σε παραστάσεις που ζηλεύω που δεν τις έχω σκηνοθετήσει εγώ από τη μια μεριά, αλλά ζηλεύω με την καλή έννοια και από την άλλη συνεχώς τα φτύνω αυτά τα παιδιά, τους λέω ‘φτου να μην αβασκαθείτε΄, μπράβο σας, τίποτα δεν πάει χαμένο, το θέατρο είναι σε καλά χέρια και υπάρχουν ακόμα πυρήνες να το πάνε μπροστά’.
Και δεν είναι μόνο αυτή η ομάδα, ευτυχώς υπάρχουν κι άλλες τέτοιες ομάδες νέων ανθρώπων, που μέσα σε όλο αυτό το θολό τοπίο που έλεγα προηγουμένως, της μεταμοντερνιάς και της δηθενιάς, αγωνίζονται για το αληθινό θέατρο. Το ένα είναι λοιπόν πως είμαι πολύ καλά που είμαι με αυτά τα παιδιά.
Το άλλο είναι ότι πράγματι φέτος έκανα μια παράσταση στο θέατρο Olvio, ‘Το ζαφείρι του Κασμίρ’. Είναι ένα έργο που το έγραψα και το σκηνοθέτησα κιόλας. Και το λέω κωμω…βία αντί για κωμωδία. Είναι μια κωμωδία που προσπαθεί να συνοψίσει όλα αυτά που τόσην ώρα κουβεντιάζουμε.
Δηλαδή πώς έγινε και οι σύγχρονοι άνθρωποι, οι άνθρωποι στους οποίους περιλαμβάνω και τον εαυτό μου μέσα, παρόλο που είμαι μιας μεγαλύτερης ηλικίας, πως χάσαμε τη μνήμη μας, την επαφή μας με ότι ιερό και όσιο κουβαλάμε πίσω μας, την ιστορία μας – όχι την πολύ παλιά ιστορία μας, την πρόσφατη – και βουλιάζουμε κάθε μέρα σε ένα τέλμα, σε ένα χηλό θολών νερών, ζώντας μόνο επιφανειακά, στέλνοντας μηνύματα, παίζοντας με το Facebook, φανατιζόμενοι και διαπληκτιζόμενοι για ασήμαντα και ανούσια πράγματα, που δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα.
Και από την άλλη μεριά, πώς αυτοί που έχουν κάτι να μας πούνε τελικά δεν μπορούν, όπως ο ήρωας στο έργο, αυτός ο πρώην πολιτικός πρόσφυγας που γυρίζει από την Τασκένδη και κάτι θέλει και προσπαθεί να πει στους νέους, αλλά ούτε αυτός μπορεί να το πει έτσι ώστε να το καταλάβουν οι νέοι, ούτε εκείνοι μπορούν να καταλάβουν τη γλώσσα που μιλάει αυτός.
Αυτό είναι το συμπύκνωμα αυτής της παράστασης με κωμικό τρόπο βέβαια, μέσα από πολύ κωμικές καταστάσεις και σατιρίζοντας την καθημερινότητά μας, αφήνει όμως στο τέλος αυτή την πίκρα, το πως καταφέραμε να μην μπορούμε να ζήσουμε έχοντας πίσω μας όλη αυτή τη σπουδαία κληρονομιά.

-Το ‘ζαφείρι του Κασμίρ’ έχει πολλές και διαφορετικές αξίες. Χρηματική, συναισθηματική, ιστορική. Καθένας που το κοιτάει βλέπει μέσα στη λάμψη του κάτι διαφορετικό. Άλλος χρήμα, άλλος αγάπη, άλλος θύμησες, άλλος πόνο, άλλος ζήλια. ‘Ό,τι γυαλίζει μες τα σκοτεινά μπορεί να είναι ασήμι και χρυσάφι, όμως πολύ συχνά είναι και γυαλί σπασμένο ή ξυράφι’ μας λέτε σε ένα άλλο τραγούδι σας. Τι είναι τελικά το ζαφείρι του Κασμίρ;

Να πω καταρχάς πως αυτό το τραγούδι, το τελευταίο που είπες, είναι σε μουσική του Λουκιανού Κηλαηδόνη και δικοί μου οι στίχοι από μια θεατρική παράσταση που κάναμε μαζί παλιά στο ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων.
Τώρα ‘Το ζαφείρι του Κασμίρ’ είναι βεβαίως ένα σύμβολο μέσα στην παράσταση. Είναι ένα πρόσχημα, παρότι υπάρχει όντως ένα δαχτυλίδι που το φοράει η ηρωίδα, είναι όμως ένα πρόσχημα για να θυμηθούμε όλοι μας αυτό που είπανε οι κλασσικοί του Μαρξισμού, οι Μαρξ και Ένγκελς, και άλλοι το έχουν πει πριν από αυτούς, αλλά αυτοί το διατύπωσαν με τόσο καθαρό και πάντα επίκαιρο τρόπο. Ότι στον καπιταλισμό, όλα τα πράγματα, ακόμα και ο άνθρωπος που καταντάει να γίνεται πράγμα, να γίνεται δηλαδή αναλώσιμο υλικό, έχουν δύο ειδών αξίες. Έχουν την αξία της αγοράς, την ανταλλακτική αξία όπως τη λέει ο Μαρξ, δηλαδή ‘πόσο στοιχίζει αυτό, πχ τριάντα ευρώ, παρ’ το’ και την πραγματική του αξία, την αξία που έχει ένα ποτήρι νερό, όχι τώρα εδώ στην καφετέρια αλλά όταν είσαι στην έρημο, εκεί που η αξία του είναι ανυπολόγιστη.
Όμως πολύ συχνά, αυτή την πραγματική αξία των πραγμάτων και των ανθρώπων δεν την υπολογίζουμε στην καθημερινότητά μας, στη σημερινή εποχή. Έχουμε ισοπεδώσει τα πάντα, όλα τα αγαθά τα μετράμε με το χρήμα, ακόμα και τον άνθρωπο που είναι το πολυτιμότερο αγαθό της δημιουργίας, αυτή την πολύτιμη ψυχή του ανθρώπου την πουλάμε και την αγοράζουμε με χρήμα και βλέπουμε στην ουσία ανθρώπους να ανεβοκατεβαίνουν οι τιμές τους στο χρηματιστήριο αξιών, στις αγορές, σαν να είναι μετοχές, είτε αυτοί είναι καλλιτέχνες, είτε είναι πολιτικοί, είτε είναι απλοί άνθρωποι της καθημερινότητας που σήμερα έχουν δουλειά και αύριο δεν έχουν και τους πετάνε σαν στημένες λεμονόκουπες.
Αυτό είναι ‘Το ζαφείρι του Κασμίρ’, αυτό που φαίνεται και λάμπει μέσα στο σκοτάδι και νομίζουμε συχνά πως αυτή η λάμψη είναι η χρηματική του αξία, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι αυτή. Στην πραγματικότητα η λάμψη που έχουμε όλοι μας είναι αυτό που αντιπροσωπεύουμε μέσα στην ψυχή μας, στο μυαλό μας, στις επιθυμίες και στα όνειρά μας. Και είναι κρίμα να πουλάμε τα όνειρά μας για ένα κομμάτι ψωμί.

-Τι σχέδια έχετε για το αύριο και τι για το μεθαύριο; Τι να περιμένουμε από τον ηθοποιό, από το σκηνοθέτη, από το συγγραφέα θεατρικό και μη, από το στιχουργό, από το μουσικό και από το αιώνιο παιδί θαύμα;

Η αλήθεια είναι ότι συνεχώς κάνω σχέδια. Παλιότερα μπορούσα και τα πραγματοποιούσα πιο αυτόνομα, θέλω να πω όταν είχα την ‘Παιδική Αυλαία’ για πολλά χρόνια, ήταν αρκετά διαφορετικές οι συνθήκες, μπορούσα τα σχέδιά μου και τα εκπλήρωνα μόνος μου. Δηλαδή έκανα παραγωγές, έκανα θέατρο για παιδιά, έκανα θέατρο για ενήλικες με την ομάδα ‘Σύγχρονης Τέχνης’ και μπορούσα να τα κάνω μόνος μου.
Τώρα έχουν στενέψει τόσο πολύ τα περιθώρια και επειδή δεν έχω λεφτά, κανένας δεν έβγαλε λεφτά από το θέατρο, αντίθετα χάνουμε λεφτά, δε μπορώ να κάνω μεγαλεπήβολα σχέδια που κοστίζουν ακριβά. Φέτος για παράδειγμα ΄Το ζαφείρι του Κασμίρ’ το έκανα επειδή βρέθηκε αυτός ο πολύ καλός και φιλόξενος άνθρωπος του θεάτρου εκεί στο Olvio και μας στέγασε. Παρόλα αυτά εγώ κάνω φιλόδοξα σχέδια.
Να, τώρα έχω στο μυαλό μου ένα έργο που λέγεται «Ανταντιγόνη» που και αυτό το έγραψα τώρα τελευταία και είναι μια παράσταση σχόλιο στις παραστάσεις αρχαίου δράματος που ανεβαίνουν δυστυχώς τον τελευταίο καιρό, αλλάζοντας πραγματικά τα φώτα στο αρχαίο δράμα. Θέλω να κάνω μια παράσταση που να ξεκινάει με όλο το οπλοστάσιο που έχουν αυτές οι παραστάσεις,αλλά κάποια στιγμή αυτό να ανατρέπεται και ο πραγματικός λόγος του Σοφοκλή, με έναν τρόπο -που δε θέλω να τον αποκαλύψω τώρα- να φανερώνεται. Αν καταφέρω να το κάνω αυτό, θα είμαι πραγματικά τόσο χαρούμενος, γιατί θα έχω καταφέρει να πω σχεδόν όλα όσα σκέφτομαι για το θέατρο και την παρούσα κατάσταση. Αν πάλι δεν τα καταφέρω , είμαι σίγουρος πως θα βρεθεί κάποιος άλλος και θα το κάνει καλύτερα από εμένα στα επόμενα χρόνια, αν όχι αυτό το συγκεκριμένο, κάτι παρόμοιο.
Γιατί τελικά, δε θυμάμαι που το άκουσα, αλλά οι ωραίες ιδέες υπάρχουν και πετάνε στον ουρανό, τριγύρω μας και είναι θέμα της στιγμής κάποιος ευαίσθητος άνθρωπος να απλώσει το χέρι και να την πιάσει κάποια ιδέα και να την κάνει τραγούδι, ποίημα, θέατρο, βιβλίο ή οτιδήποτε.
Και βέβαια το κυριότερο σχέδιό μου είναι να συνεχίσω να ονειρεύομαι, δε θέλω τίποτα άλλο από τη ζωή, όσο ζω να μπορώ να ονειρεύομαι και να παλεύω για την εκπλήρωση αυτών των ονείρων, που δεν είναι προσωπικά. Ή μάλλον για να το πω αλλιώς, τα πιο τρελά προσωπικά μας όνειρα, είναι βέβαιο ότι αφορούν όλο τον κόσμο. Δεν μπορείς να ονειρεύεσαι μια ατομική ευτυχία, όταν δίπλα σου οι άνθρωποι πεθαίνουν σαν τις μύγες. Επομένως ένας άνθρωπος που ονειρεύεται μια καλύτερη ζωή για τον ίδιο, οφείλει να αγωνίζεται για μια καλύτερη ζωή για όλους.

-Κύριε Καλατζόπουλε πείτε μου κάτι ακόμα ‘τώρα που τ’ όνειρο έλιωσε και η ιστοριούλα μας τέλειωσε'…

Κοίταξε, αν με ρωτούσε τώρα ο εγγονός μου, έχω ένα εγγόνι που κοντεύει να γίνει δύο χρονών, θα του έλεγα το ίδιο πράγμα που θέλω κι εγώ για μένα. Να μη σταματήσει ποτέ να ονειρεύεται. Το πρώτο πράγμα που βοήθησε τον άνθρωπο να σηκωθεί στα δυο του πόδια, από τα τέσσερα και να ορθώσει το ανάστημά του προς τον ουρανό ήταν αυτό, ότι ονειρεύτηκε μια αλλιώτικη, καλύτερη ζωή. Αν μπορέσουμε λοιπόν να συνεχίσουμε να ονειρευόμαστε, παρόλο που όλα γύρω μας το απαγορεύουν, γιατί η αλήθεια είναι πως το όνειρο απαγορεύεται σήμερα, αν λοιπόν εμείς συνεχίσουμε να ονειρευόμαστε είναι βέβαιο πως κάποια στιγμή θα μπορέσουμε να εκπληρώσουμε τα όνειρά μας.

-Πριν κλείσουμε τη σημερινή μας συζήτηση, εγώ έχοντας δει το ‘Ζαφείρι του Κασμίρ’ στο θέατρο Olvio, αυτή την έξυπνα γραμμένη και καλοστημένη κωμω…βία, με τα πολλά κρυμμένα νοήματα κάτω από τις στακάτες χιουμοριστικές ατάκες, θα ήθελα να σας συγχαρώ για το έργο σας, το οποίο γράψατε και σκηνοθετήσατε και να προσκαλέσω όλους τους θεατρόφιλους να έρθουν να το δουν και να αναζητήσουν στη λάμψη του ζαφειριού τη δική τους αλήθεια, να αναλογιστούν τα τιμαλφή που έχουν στη ζωή τους και τι αξία τους δίνουν…

Να θυμίσουμε πως έχουμε άλλες τέσσερις παραστάσεις μόνο. Στις 23/12/2019, στις 30/12/2019, στις 6/1/2020 και τελευταία στις 7/1/2020. Τέσσερις παραστάσεις και όποιος πρόλαβε τον Κύριον οίδε…


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.