ΤΕΤ-Α-ΤΕΤ ΜΕ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΤΑΛΕΙΦΟ
- Ημερομηνία: Τετάρτη, 29/12/2021 17:49
- Κύριε Καταλειφέ, με μεγάλη χαρά σας συναντώ πάλι, 11 μήνες μετά από την τελευταία μας κουβέντα, σε συνθήκες παράξενες, παρόμοιες αλλά και αρκετά διαφορετικές. Η πανδημία ορίζει ακόμα τις ζωές μας. Πως περάσατε το διάστημα αυτό;
- Είχαμε ξεκινήσει να κάνουμε πρόβες, από πέρυσι, για να ανεβάσουμε το έργο πριν από τα περσινά Χριστούγεννα. Τελικά, η πανδημία δεν το επέτρεψε. Πέρασε ένας χρόνος, ξαναρχίσαμε τις πρόβες και το έργο ανέβηκε τον Νοέμβριο.
Είναι μια πραγματικά παράξενη εμπειρία να βλέπεις τους θεατές με μάσκες. Κάτι άλλο που, επίσης, μας λείπει, είναι εκείνη η χαρά του ηθοποιού, όταν έρχεται ο κόσμος, μετά την παράσταση, στο καμαρίνι να του πει μια κουβέντα. Αυτό, σχεδόν, δε γίνεται πια, κυρίως λόγω του φόβου. Οπότε, νοσταλγείς, πάρα πολύ, αυτά που ήξερες, σε σχέση με αυτά που έχεις τώρα.
Το μόνο θετικό, μέσα σε όλο αυτό, είναι πως ξανακάνεις τη δουλειά που αγαπάς και θέλεις να κάνεις και ξαναέρχεσαι σε επαφή με τον κόσμο. Από το να είναι κλειστά τα θέατρα, τουλάχιστον, είναι κάτι και αυτό. Αλλά δε θα ήθελα να επαναληφθεί. Θα ήθελα να το ζήσω μία και μοναδική φορά το θέατρο σε αυτή την αναγκαία συνθήκη και τέρμα.
- Πρωταγωνιστείτε στο «Τέλος του παιχνιδιού», ένα έργο, του Μπέκετ, σταθμός στην ιστορία του θεάτρου. Μιλήστε μας για την παράσταση.
- Το έργο, ελλειπτικά γραμμένο με τον τρόπο του Μπέκετ, μιλάει για έναν άνθρωπο, τον Χαμ, που υποδύομαι εγώ, που κάποτε τα είχε όλα. Είχε λεφτά, είχε δύναμη, είχε εξουσία, είχε ηδονές και απολαύσεις. Κάποια στιγμή, με έναν τρόπο που, επίσης, δεν ορίζεται μέσα στο έργο, όλα αυτά χάθηκαν. Ο άνθρωπος αυτός καθηλώθηκε σε ένα αναπηρικό αμαξίδιο, τυφλώθηκε και πλέον αιμορραγεί και οδεύει προς τον θάνατο. Τον βλέπουμε λίγο πριν το τέλος του. Έχει χάσει, πλέον, τα πάντα. Βρίσκεται στο «τέλος του παιχνιδιού», γράφοντας τον επίλογο, παίζοντας την τελευταία πράξη της ζωής του.
Ο άνθρωπος αυτός από τη μία έχει την οδύνη -καθώς γνωρίζει πως οδεύει προς το τέλος- και από την άλλη έχει την τρομερή ανάγκη, αυτό το τέλος, να μην το αντιμετωπίσει μόνος του. Χρειάζεται οπωσδήποτε την παρουσία ενός άλλου, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ο Κλοβ, το παιδί που είναι κάτι ανάμεσα σε υπηρέτη και παραγιό του. Ο Χαμ προσπαθεί, σε όλο το έργο, να τον κρατήσει κοντά του με κάθε τρόπο, επινοώντας ότι μπορεί να επινοήσει, διότι αν φύγει, ο Κλοβ, αυτό θα σημάνει το οριστικό τέλος για αυτόν. Ώσπου, κάποια στιγμή, εν τέλει, μένει εντελώς μόνος του. Μοιραία, το παίρνει απόφαση και προσπαθεί να αντιμετωπίσει με αξιοπρέπεια το μοναχικό του τέλος και να έρθει αντιμέτωπος με αυτό που φοβάται ο άνθρωπος, από τη στιγμή που γεννιέται: τον θάνατο. Αυτό το έργο, από ό,τι έχουμε διαβάσει, επιδέχεται πάρα πολλές ερμηνείες. Θεολογικές, ψυχιατρικές, κοινωνικές κλπ. Όμως, σε ανθρώπινο, εντελώς, επίπεδο, μιλάει για την τρομερή ανάγκη που έχουν οι άνθρωποι για άλλους ανθρώπους. Για αυτήν τη φοβερή αλληλεξάρτηση του ενός από τον άλλο. Ειδικά στην πορεία προς το τέλος.
- Ένα από τα κύρια μέσα που διαθέτει ένας ηθοποιός είναι το σώμα του, η κίνησή του πάνω στη σκηνή. Ένα άλλο είναι το βλέμμα του. Στο «Τέλος του παιχνιδιού» ο «Χαμ», που υποδύεστε εσείς, είναι τυφλός και καθηλωμένος σε αναπηρική πολυθρόνα. Παρομοίως και οι δύο γεννήτορές του στερούνται της κίνησης. Πόσο δύσκολο είναι αυτό για έναν ηθοποιό, αλλά και για έναν σκηνοθέτη;
- Είναι πάρα πολύ δύσκολο. Ειδικά για τον δικό μου ρόλο, που εκτός από την κίνηση δεν έχεις ούτε την έκφραση των ματιών, αφού είσαι καθ' όλη τη διάρκεια πίσω από μαύρα γυαλιά. Όλη η δυσκολία είναι, όλο αυτό να περάσει στις αποχρώσεις της φωνής. Γιατί, επί της ουσίας, είναι ένας ρόλος που μόνο με τη φωνή μπορείς να τον υπηρετήσεις και φυσικά με μικρές κινήσεις του σώματος και των χεριών, πάντα καθισμένος στο αμαξίδιο.
Ένα από τα καλά -που μου είπαν κάποιοι θεατές, αρκετές φορές- ήταν ότι ο ήρωάς μου έμοιαζε σαν να μην είναι καθηλωμένος. Με τον λόγο και με αυτές τις μικρές κινήσεις, ήταν σαν να αποκτούσε κίνηση. Αυτό ήταν ένα πολύ θετικό σχόλιο για τον ρόλο.
- Φυσικά αυτή η συνθήκη αποτελεί μία πρόκληση για έναν ηθοποιό...
- Βέβαια, αυτό το εμπόδιο, αυτός ο περιορισμός -ότι όλα πρέπει να γίνουν πάνω σε ένα κάθισμα και όλα πρέπει να εκφραστούν από τη φωνή- είναι μια πρόκληση, ένα γοητευτικό παιχνίδι. Και κάτι ακόμα, που συμβαίνει και δεν το ξέρουν οι θεατές, είναι ότι εγώ σε όλο το έργο είμαι πραγματικά με κλειστά τα μάτια, ακριβώς για να έχω αυτήν την αίσθηση του τυφλού. Ακόμα και πίσω από τα μαύρα γυαλιά δεν ανοίγω, ποτέ, τα μάτια μου. Οπότε, είναι μια ακόμα πρωτόγνωρη αίσθηση, για εμένα, το να βγαίνω στη σκηνή και να μη βλέπω πως είναι από κάτω, να είμαι μέσα στο σκοτάδι, μέχρι την υπόκλιση. Και απαιτεί μια ειδική συγκέντρωση για να μπορέσεις να πεις τα λόγια σου με κλειστά τα μάτια, γιατί δε βλέπεις ούτε τους άλλους ηθοποιούς, ούτε άλλα οπτικά ερεθίσματα.
- Και σκηνοθετικά, φαντάζομαι, θα ήταν πολύ δύσκολο να αποδοθεί αυτό το έργο...
- Ακριβώς. Γιατί όπως η ζωή κάνει κύκλους, έτσι και το σκηνικό που επέλεξε ο Σκεύας, αλλά και η κίνηση του «Κλοβ» από σημείο σε σημείο πάνω στη σκηνή, δίνουν την αίσθηση του κύκλου. Σαν να είναι ένας αέναος κύκλος. Ο κύκλος της ζωής που αρχίζει για να τελειώσει και πάλι από την αρχή. Όπως, ακριβώς, και το ρολόι είναι στρογγυλό και κάνει κύκλους, ξανά και ξανά, πάνω από τις ίδιες ώρες. Αρχίζει, τελειώνει και ξαναρχίζει.
- Στο έργο, ο πρωταγωνιστής ποιος είναι, τελικά;
- Κατ' εμάς, είναι ο χρόνος. Μέσα στο κείμενο υπάρχουν όλες οι υποδιαιρέσεις του χρόνου. Η μέρα, οι ώρες, οι στιγμές. Όπως ο «Χαμ» αναρωτιέται αν, τελικά, η ζωή αξίζει μόνο για κάποιες στιγμές. Σε αυτό το, πραγματικά, τόσο δύσκολο έργο -ενώ, επί της ουσίας, λέει πολύ απλά πράγματα, αλλά με έναν τρόπο μπεκετικό γίνεται πολύ δύσκολο- πρωταγωνιστής είναι ο αδυσώπητος χρόνος. Όπως συμβαίνει, με έναν τρόπο, και σε όλα τα έργα του Μπέκετ.
- Ο Μπέκετ λέει στο έργο: «Το τέλος βρίσκεται στην αρχή, και ωστόσο συνεχίζουμε…». Πρόκειται για ένα πολύ δύσκολο κείμενο, τόσο για τους ηθοποιούς, όσο και για τους θεατές. Είναι, ίσως, το μοναδικό έργο που ξεκινάει με τη λέξη «τετέλεσται». Γιατί πιστεύετε πως ο Μπέκετ επέλεξε να τοποθετήσει το τέλος στην αρχή και ποιους προβληματισμούς θέλει να θέσει στο κοινό;
- Το έργο συναντάει το βασικό πιστεύω του Μπέκετ, το οποίο εκφράζεται με διάφορους τρόπους και σε άλλα έργα του: από τη στιγμή που γεννιόμαστε, οδεύουμε προς τον θάνατο, που τον περιμένουμε, τον φοβόμαστε, τον απωθούμε, αλλά δεν μπορούμε να τον αποφύγουμε. Είχε γράψει και ένα τρομερά μικρό μονόπρακτο, διάρκειας ενός λεπτού, στο οποίο, επί της ουσίας, συνοψίζεται όλο του το έργο. Ξεκινάει με ένα μωρό που κλαίει, μετά ακούγεται μόνο η ανάσα ενός ανθρώπου και στο τέλος υπάρχει ένας γέρος που πάλι κλαίει, οδεύοντας προς το τέλος. Αυτή είναι η οπτική και η άποψη του Μπέκετ για τη ζωή: από τη στιγμή που ξεκινάς, από τη γέννηση, είσαι καταδικασμένος να ζήσεις μια ζωή που οδηγεί στον θάνατο.
- Αυτό ακούγεται, κάπως, πεσιμιστικό και μάταιο...
- Σίγουρα ναι, μπορεί κάποιος να πει. Είναι, όμως, μία πραγματικότητα που δεν μπορεί κανείς, ποτέ, να την αρνηθεί. Και ο Σοφοκλής, αιώνες πριν, στον Οιδίποδα επί Κολωνώ, λέει κάτι παρόμοιο. Λέει: «καλύτερα να μη γεννιέται κανείς, αλλά άπαξ και γεννηθεί είναι καλύτερο να φεύγει πριν γνωρίσει τα φριχτά γεράματα». Επομένως, η ουσία του έργου είναι αυτή η κωμικοτραγωδία της ίδιας της ύπαρξης. Μάλιστα, αυτός ο στίχος, λίγο παραλλαγμένος, υπάρχει και στο «Έρημη Χώρα», του Έλιοτ, και λένε πως ο Μπέκετ του το έκλεψε… Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί το βασικό του πιστεύω και αν κανείς κάτσει και αναλογιστεί τι είναι, τελικά, η ζωή, θα δει πως έχει δίκιο. Γεννιόμαστε, προχωράμε προς τη φθορά και πεθαίνουμε. Είναι ότι πιο κοινό μπορεί κάποιος να πει για την ύπαρξη.
- Τι σας συγκινεί στον Μπέκετ;
- Έχοντας παίξει άλλα τρία έργα του, με συγκινεί ότι ενώ η οπτική του φαντάζει πολύ απαισιόδοξη, στην ουσία είναι αισιόδοξη. Γιατί, ενώ οι ήρωές του έχουν την επίγνωση του τέλους, ωστόσο, συνεχίζουν. Αυτή η συνέχεια είναι η δύναμη του ανθρώπου αλλά και του έργου του Μπέκετ. Για αυτό, ως άνθρωπος, ήταν κατά της αυτοκτονίας. Μπορεί να ξέρουμε πως το τέλος θα έρθει, αλλά το ότι κάθε μέρα παλεύουμε για να σταθούμε όρθιοι, να ζήσουμε, αυτός ο αδιάκοπος αγώνας του να συνεχίζεις, είναι αυτό που αποτελεί και τη δύναμή μας. Ότι, παρά την επίγνωση, σημασία έχει να αγωνίζεσαι και να προσπαθείς, να συνεχίζεις. Αυτό, τελικά, έχει μία γκρίζα αισιοδοξία.
- Το έργο διαδραματίζεται μέσα σε έναν χώρο που θυμίζει καταφύγιο, ενώ οι πρωταγωνιστές του μοιάζουν να είναι οι μοναδικοί και τελευταίοι επιζώντες μιας άχρονης και απροσδιόριστης ολικής καταστροφής, που προσπαθούν να παρατείνουν την επιβίωσή τους, προστατευμένοι από τον απειλητικό έξω κόσμο. Αυτή η συνθήκη, δεν πιστεύετε πως κάνει το έργο να φαντάζει τραγικά επίκαιρο, με έναν απόκοσμο τρόπο -ειδικά στην περίοδο της πανδημίας και της καραντίνας που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια;
- Καταρχάς, όταν εμείς διαλέξαμε να ανεβάσουμε αυτό το έργο, δεν υπήρχε η πανδημία. Αν ήξερα ότι θα τραβούσαμε όλο αυτό το πράγμα, θα προτιμούσα να ανεβάζαμε ένα έργο πολύ πιο φωτεινό, πιο διαδραστικό, πιο επικοινωνιακό με τον κόσμο. Εμείς παίζουμε ένα έργο πραγματικά δύσκολο και δύσβατο. Εξαιρετικό μεν, δύσκολο δε. Αν, λοιπόν, ήξερα ότι τα πράγματα θα ήταν τόσο δύσκολα και έξω από το θέατρο, θα προτιμούσα να παίρνουμε μια ανάσα πιο αισιόδοξη -από ένα άλλο έργο, ένα έργο πιο ζεστό. Το δικό μας έργο, ενώ είναι πραγματικά σπουδαίο, δεν έχει κάτι ιδιαίτερα ζεστό. Οπότε, θα είχα κάνει μία άλλη επιλογή.
Δυστυχώς, με έναν τρόπο τραγικό, το έργο έγινε, πράγματι, ανατριχιαστικά επίκαιρο. Όπως το λες. Γιατί υπάρχει και στο έργο κάτι, έξω από αυτό το καταφύγιο, μια θανατίλα, που πλανάται παντού στον αέρα. Και παρότι το έργο έχει γραφτεί δεκαετίες πριν, με έναν τρόπο θυμίζει, κάπως, όλο αυτό που ζούμε. Ειδικά στα lockdown, που είχαμε κλειστεί μέσα στα σπίτια μας και φοβόμασταν να βγούμε έξω. Βέβαια, στο έργο του Μπέκετ τίθεται με έναν τελείως άλλο τρόπο. Μιλάει για μία καταστροφή που έχει προέλθει, ίσως, από πόλεμο, ίσως, μία πυρηνική καταστροφή, σαν αυτή στη Χιροσίμα. Μια πιο απροσδιόριστη μαζική καταστροφή. Δε νομίζω πως εννοεί μια πανδημία, αλλά σίγουρα, με έναν τρόπο, συγγενεύει με όλο αυτό που ζούμε και εμείς τα τελευταία χρόνια, κλεισμένοι μέσα στα «καταφύγια» μας.
Και ένα άλλο που θα μπορούσαμε να πούμε πως μας θυμίζει αυτό που ζούμε είναι κάτι τραγικό. Αυτή η καραντίνα, ιδίως για τους ανθρώπους που νόσησαν, είναι πολύ δύσκολη. Το γεγονός πως όλο αυτό πρέπει να το περάσουν μόνοι τους, είναι κάτι πρωτόγνωρο. Ξέρουμε ότι όλοι οι άνθρωποι όταν αρρωσταίνουν έχουν κοντά τους τα αγαπημένα τους πρόσωπα, τα παιδιά τους, τους συζύγους τους, τους συγγενείς τους. Αυτό, όμως, που συμβαίνει τώρα, στην καραντίνα, που πρέπει να το περάσεις μόνος σου, μου θυμίζει με έναν ανατριχιαστικό τρόπο το έργο. Γιατί αυτό, ακριβώς, είναι που δεν αντέχει και ο ήρωάς μου, ο «Χαμ»: το να αντιμετωπίσει μόνος του όλο αυτό που ξέρει ότι έρχεται. Για αυτό, σε όλο το έργο, προσπαθεί, με κάθε τρόπο, να μη φύγει από κοντά του ο «Κλοβ».
- Το θέατρο αποδεικνύει, έμπρακτα, πως βγήκε ζωντανό, τόσο από τη λαίλαπα της πανδημίας, όσο και από τα τραγικά συμβάντα πολύμορφων κακοποιήσεων που αποκαλύφθηκαν και καταγγέλθηκαν τον περασμένο χρόνο. Εσείς πως είδατε, το φθινόπωρο, την επάνοδο του κόσμου στις θεατρικές αίθουσες και πως ήταν το αίσθημα όταν επιστρέψατε στη σκηνή μετά από έναν χρόνο απουσίας;
- Η πρώτη λέξη, που μου έρχεται να πω, είναι: συγκίνηση. Είναι πολύ συγκινητικό που οι άνθρωποι πηγαίνουν στο θέατρο μέσα σε όλη αυτήν την κατάσταση. Κάθονται δύο ώρες φορώντας μία μάσκα, για να δουν μία παράσταση. Σε κάθε περίπτωση, ρισκάρουν, ως έναν βαθμό, έστω και μικρό -καθώς το θέατρο είναι από τους πλέον ασφαλείς χώρους, αφού σε όλα τα θέατρα τηρούνται τα υγειονομικά πρωτόκολλα. Είναι πραγματικά συγκινητικό όλο αυτό και δείχνει ξεκάθαρα τη δύναμη του θεάτρου, το πόσο έλλειψε στον κόσμο, με πόση χαρά βλέπουμε και πάλι να λειτουργούν πάνω από τριακόσιες σκηνές -αριθμοί που πλησιάζουν εκείνους προ κορωνοϊού. Βλέπουμε, δηλαδή, ότι ούτε η πανδημία, ούτε οτιδήποτε άλλο κατάφερε να λυγίσει το θέατρο.
Αυτός είναι ο θρίαμβος του θεάτρου και η απόδειξη ότι παρά την επικράτηση των κινητών, των υπολογιστών, του διαδικτύου, των social media, της κάθε συνδρομητικής πλατφόρμας τηλεόρασης κλπ. βλέπουμε πως η μοναδική και αναντικατάστατη ζωντανή επαφή που προσφέρει το θέατρο στο κοινό, έχει μια δύναμη που δεν την κατανικούν ούτε η τεχνολογία, ούτε η πανδημία, ούτε τίποτα άλλο. Αυτό μας δίνει μεγάλη χαρά και τη βεβαιότητα πως πρόκειται για μία τέχνη η οποία θα επιζήσει, είναι καταδικασμένη να επιζήσει, ακόμα και σε τρομερά δύσκολες συνθήκες. Τώρα, όσον αφορά εμάς τους ηθοποιούς, παρά τον φόβο και όλα αυτά τα μέτρα, σίγουρα χαιρόμαστε που μπορούμε να κάνουμε ξανά το επάγγελμα και την τέχνη μας. Οπότε, είναι καλό που ξαναπήρε μπροστά αυτή η μηχανή, έστω και έτσι.
Το θέμα -και αυτό που ευχόμαστε όλοι- είναι να τελειώσει όλο αυτό μέσα στο 2022. Να είμαστε, πια, ελεύθεροι. Και οι πάνω στη σκηνή, που παίζουμε, και οι θεατές, κάτω, στην πλατεία. Γιατί μην ξεχνάμε πως και για εμάς είναι δύσκολο. Σκέψου, για πόσο μεγάλο χρονικό διάστημα κάνουμε πρόβες με μάσκες -πράγμα αδιανόητο για το θέατρο. Τουλάχιστον, να τελειώσει σύντομα όλη αυτή η περιπέτεια. Να τη θυμόμαστε, του χρόνου, και να λέμε: «επιτέλους τελείωσε και είμαστε πάλι ελεύθεροι, όπως παλιά».
- Ας αφήσουμε για λίγο το θέατρο, καθώς κυκλοφορεί, από τις εκδόσεις Πατάκη, το νέο σας βιβλίο με τίτλο «Πίσω από τζάμια θολά». Πρόκειται για τη δεύτερη ποιητική σας συλλογή -μετά τις «Συμπληγάδες Γενεθλίων». Πείτε μας λίγα λόγια για αυτήν.
- Αυτό το βιβλίο γράφτηκε στη δεύτερη καραντίνα. Φαίνεται πως υπήρχε ακόμα μέσα μου μια ανάγκη να εκφραστούν πράγματα με λέξεις και έτσι βγήκαν αυτά τα ποιήματα. Με έναν πιο συνειδητό τρόπο, ήθελα να μην μοιάζει με το πρώτο βιβλίο, οπότε είναι χωρισμένο σε θεματικές ενότητες. Έχει, επίσης, μία παρατήρηση άλλων ανθρώπων, ενώ το πρώτο ήταν μια παρατήρηση του εαυτού μου, είχε πιο πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Σε αυτό υπάρχει μεν το προσωπικό στοιχείο, αλλά υπάρχει και ένα βλέμμα πέραν εμού. Πρόκειται για ένα πιο εξωστρεφές βιβλίο, αν και θα έλεγα, κάπως, πιο μελαγχολικό από το πρώτο.
Μου έδωσε πολύ χαρά το γεγονός ότι μέσα σε είκοσι μέρες, από όταν πρωτοβγήκε, έγινε, κιόλας, η δεύτερη έκδοση. Αυτό μου έδωσε μια τρομερή χαρά. Ειδικά το ότι, εν μέσω πανδημίας, ο κόσμος ξαναπήρε το δεύτερο βιβλίο μου. Ομολογώ πως μέσα στις καραντίνες, την πρώτη και τη δεύτερη, αυτά τα βιβλία ήταν η μόνη χαρά και παρηγοριά μου, μέσα σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες που ζούμε όλοι. Δε σου κρύβω πως έχω έναν φόβο για το αν αυτό θα συνεχιστεί ή αν αυτό ήταν όλο. Θα ήθελα να μην τελειώσει εδώ. Θα ήθελα, δηλαδή, να έχω κάποια έμπνευση και να γράψω κι άλλο, αλλά αυτό θα το δείξει ο χρόνος.
- Την προηγούμενη φορά που συζητούσαμε, υπήρχε στα σκαριά ένα βιβλίο με διηγήματα και ένας νέος έρωτας, με τη ζωγραφική, του οποίου τους πρώτους καρπούς είχα το προνόμιο να δω. Συνεχίζουν οι σχέσεις αυτές να πορεύονται;
- Ναι, το βιβλίο με τα πεζά παραμένει στα σκαριά. Αυτά με παιδεύουν περισσότερο. Δε βιάζομαι γιατί φαίνεται πως ακόμα δεν έχουν βρει, μέσα μου, τη θέση που θέλω, ώστε να τα φανερώσω έξω από το συρτάρι μου. Ακόμα τα δουλεύω.
Όσον αφορά στη ζωγραφική, η αλήθεια είναι πως είχα αρκετό καιρό να ασχοληθώ, ειδικά από τότε που ξανάρχισε το θέατρο. Όμως, αυτές τις μέρες που μιλάμε, έκανα μία ζωγραφική και μάλιστα με πάρα πολλά χρώματα. Ειδικά μέσα σε όλο αυτό το γκρίζο που έχει αυτή η χρονιά -ως προς την πανδημία, ως προς τον Μπέκετ που παίζω, ως προς τον μουντό καιρό που κάνει- φαίνεται πως υποσυνείδητα ένιωσα την ανάγκη των πολλών χρωμάτων. Έτσι αυτές τις μέρες έφτιαξα κάτι πολύ χαρούμενο. Γεγονός που δείχνει πως έχω -και νομίζω ένα μεγάλο μέρος του κόσμου, επίσης, έχει- την ανάγκη, αυτή, για χαρά, για χρώμα, για κάτι γιορτινό. Εμένα μου βγήκε μέσα από αυτά τα χρώματα που έβαλα στο έργο και όσο το ζωγράφιζα ξεχάστηκα, αφέθηκα στα χρώματα και το χάρηκα. Γενικά, πιστεύω πως όλοι έχουμε ανάγκη, αυτή τη στιγμή, από χρώματα -με ό,τι σηματοδοτεί η λέξη αυτή. Όμως, πέραν του εξωφύλλου του δεύτερου βιβλίου μου, είχα αρκετό καιρό να ζωγραφίσω. Μέχρι που μου ήρθε, αυθόρμητα, αυτές τις μέρες.
- Αν και το τοπίο είναι εξαιρετικά θολό, με την παραλλαγή «Όμικρον» και το δικό της πανδημικό κύμα, καλώς εχόντων των πραγμάτων, μέχρι πότε θα συνεχιστεί η παράσταση «Τέλος του παιχνιδιού» και ποια είναι τα επόμενα σχέδια σας;
- Είχαμε πει, περίπου, για τρεις μήνες. Οπότε, μέχρι και τα τέλη του Γενάρη. Αυτή ήταν η αρχική προδιαγραφή. Φαντάζομαι πως αν το επιτρέψουν οι συνθήκες, θα πάει μέχρι τότε. Ίσως, και λίγο παραπέρα, γιατί υπάρχει ζήτηση από τον κόσμο. Το επόμενο που ετοιμάζω -μάλιστα, είναι η πρώτη φορά που το λέω αυτό- είναι στο «Studio Μαυρομιχάλη», όπου θα σκηνοθετήσω και θα παίξω κάποια διηγήματα του Ρέιμοντ Κάρβερ, αυτού του πολύ ωραίου Αμερικανού πεζογράφου. Κάποτε, είχαν γίνει και ταινία, του Όλτμαν: «Τα στιγμιότυπα». Θα ανεβάσουμε, λοιπόν, τον Μάιο, έξι διηγήματα του Κάρβερ, για έναν μήνα.