STILL LIFE, ΚΡΙΤΙΚΗ

STILL LIFE, ΚΡΙΤΙΚΗ


2.8/5 κατάταξη (6 ψήφοι)

Όσοι δεν προλάβαμε να παρακολουθήσουμε τη νέα παράσταση του Δημήτρη Παπαϊωάννου με τίτλο STILL LIFE στις αρχές του καλοκαιριού, είχαμε μία δεύτερη ευκαιρία με την εκ νέου παρουσίασή της, στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά. Το πρώτο της κεφάλαιο είναι ο "Σίσυφος" και στηρίζεται νοητικά στον αρχαίο μύθο, ενός ανθρώπου που ξεγέλασε το θάνατο. Σαν τιμωρία οι Θεοί του χάρισαν την αθανασία, καταδικάζοντάς τον ταυτόχρονα, σε μια αέναη εργασία, να κουβαλάει ένα βράχο ως την κορυφή ενός βουνού, απ' όπου αυτός, λόγω βαρύτητας κατρακυλούσε στο έδαφος. Και ξανά και ξανά η ίδια διαδικασία εσαεί.

Φυσικά, όπως όλες οι παραστάσεις του πολυτάλαντου αυτού δημιουργού, είναι ένας δημιουργικός συνδυασμός πειραματικής κίνησης και χορού, σωματικού θεάτρου και μιας εικαστικής περφόρμανς, όπου τίποτε δεν είναι μονοσήμαντο και μονοδιάστατο, θέτοντας ως στόχο, όχι μόνο την οπτική και αισθητική τέρψη του θεατή, αλλά και την ενεργοποίηση και συμμετοχή του στοχασμού και του συναισθήματός του.

Με σημείο εκκίνησης, πάντα απλές αισθητικές νόρμες και σκέψεις και με εργαλεία τη φαντασία, τη δημιουργία (και όχι τη μίμηση) και το αδιανόητο, μας οδηγεί στην εξερεύνηση των μύχιων φόβων, που γεννά η πολυπλοκότητα και ο καταναγκασμός της ζωής.

Και επιζητά τρόπους να σπάσουν αυτά τα δεσμά, τρόπους απεγκλωβισμού. Οι εικόνες που πλάθει, δεν είναι απλές, αλλά πολυεπίπεδες. Ένας μεγάλος πλαστικός θόλος να επέχει θέση ουρανού, μια ανθρώπινη παρουσία στο χείλος του γκρεμού, να κουβαλάει το σταυρό, μέσα από μία αριστοτεχνικά υποφωτισμένη σκηνή, είναι το έναυσμα για το ξετύλιγμα του μίτου των ερωτημάτων, που ξεπηδούν από την οπτική και νοηματική επεξεργασία των εικόνων.

Η αντίθεση της φωτεινής και της σκοτεινής πλευράς του τοίχου, η έλλειψη του περιττού και του εντυπωσιακού, τόσο από το σκηνικό όσο και από την κίνηση των περφόρμερ, ο σταδιακός θρυμματισμός του ταμπλό-σύμπαντος, όπου κινείται ή αιωρείται το σώμα, η άνοδος προς τον ουρανό και η μοιραία πτώση στο έδαφος, η μεταμόρφωση της πρώτης ύλης, η γένεση που ακολουθεί την πτώση, είναι ερεθίσματα που διαδέχονται το ένα το άλλο, με μια κανονικότητα και μια αισθητική συνέχεια.

Όλα αυτά σε ένα περιβάλλον ισορροπίας, όπου συχνά τα σώματα δημιουργούν οπτικές απάτες και συχνά μοιάζουν μαριονέτες, αλλά ταυτόχρονα και ευάλωτο, καθώς πάντα εγκυμονεί το απροσδόκητο, ένας καταρράκτης γκρίζας, μουντής απειλής πάνω από τα κεφάλια των περφόρμερ.

Ο Σίσυφος κουβαλά το φορτίο του, έτσι ώστε να μη βλέπει ούτε καν τον προορισμό του και η τελευταία πέτρα, συγκρατείται στα χέρια του, με μια αποφασιστικότητα, αλλά και μια αφελή άγνοια του τι να την κάνει.

Η αέναη πάλη του "ξανά" με το "για πάντα" και οι μεταμορφώσεις του εαυτού μας, που πολεμάμε να κρατήσουμε και αυτές που αγωνιζόμαστε να απορρίψουμε, είναι συνεχώς στο προσκήνιο.

Η αποψίλωση και καταστροφή του σταθερού, της βάσης όπου πατάμε και χτίζουμε ζωή και όνειρα, με τη μορφή μιας μονωτικής ταινίας που εκτείνεται στο άπειρο, λειτουργεί ως γενεσιουργός βάση για τη λυτρωτική σκηνή του δείπνου, μιας καθημερινής, γιορτινής τελετουργίας επιβίωσης του ζώντος ανθρώπου.

Είναι αλήθεια ότι η αισθητική και η αρμονία της παράστασης του Παπαϊωάννου, δεν έκανε καμία έκπτωση και η μόνη της αδυναμία στάθηκε η μεγάλη διάρκεια κάποιων από τις σκηνές, που επαναλαμβανόμενες δημιούργησαν μια στιγμιαία αίσθηση κορεσμού, στα μάτια και στο νου του θεατή.

Το ανθρώπινο δυναμικό που απάρτισε τη συμπαγή και καλοδουλεμένη ομάδα, η οποία μας ταξίδεψε στα ταξίδια των στοχασμών του δημιουργού της παράστασης, είναι οι Προκόπης Αγαθοκλέους, Δρόσος Σκότης, Μιχάλης Θεοφάνους, Κώστας Χρυσαφίδης, Χρήστος Στρινόπουλος, Καλλιόπη Σίμου και Παυλίνα Ανδριοπούλου. Κανένας δεν προσπάθησε λιγότερο από τους άλλους, κανένας δεν προσπάθησε να κλέψει περισσότερο φως και κανένας δε διεκδίκησε το προσωπικό. Ο ένας αποτελούσε συνέχεια του άλλου και το σύνολο παρέμεινε δυναμικό και αρραγές, σε όλη τη διάρκεια της παράστασης.

Ο ίδιος ο Δημήτρης Παπαϊωάννου ήταν απών ως αφηγητής, αλλά υπαινικτικά παρών σε κάποια από τα παθήματα του ανθρώπου που έπλασε, άλλοτε επί σκηνής και άλλοτε ως ένας εκ των θεατών, περπατώντας αθόρυβα σα σκιά στο διάδρομο του θεάτρου.

Το λιτό και απόλυτα λειτουργικό σκηνικό, που με ένα μαγικό τρόπο γέμιζε τη μεγάλη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου του Πειραιά, σχεδιάστηκε σε συνεργασία με τους Δημήτρη Θεοδωρόπουλο και Σοφία Ντώνα, ενώ τα κοστούμια έγιναν σε συνεργασία με τη Βασιλεία Ροζάνα.

Συμπερασματικά, η παράσταση του Δημήτρη Παπαϊωάννου, αποτελεί μια σκηνική σύνθεση έντονα εικονοπλαστική, που αφήνει άμεσα την επιφάνεια και επιχειρεί να εισχωρήσει και να ψηλαφίσει βαθύτερα την ουσία του ανθρώπου και το μυστήριο της ζωής. Δε χρησιμοποιεί λόγια, αλλά αφήνει την κίνηση και την αισθητική της να εκκινά τη σκέψη και το συναίσθημα του θεατή και να τα κάνει οδηγούς, καταφέρνοντας ένα αρτιότατο αποτέλεσμα εντάσσοντας το απλό στο πολύπλοκο και τούμπαλιν. Μια παράσταση που αξίζει πραγματικά να παρακολουθήσετε.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.