• Buzz
  • ΠΡΟΔΟΣΙΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ
ΠΡΟΔΟΣΙΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΠΡΟΔΟΣΙΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ


0.0/5 κατάταξη (0 ψήφοι)

Το γνωστό έργο του Χάρολντ Πίντερ με τίτλο ΠΡΟΔΟΣΙΑ σκηνοθετεί στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, ο Γιάννης Μόσχος.

Στο επίκεντρο της πλοκής ένα ερωτικό τρίγωνο από μία γυναίκα, η οποία διατηρεί πολυετή παράνομη σχέση με τον καλύτερο φίλο του άντρα της. Η προδοσία σαν έννοια δεν αναφέρεται σε μία συγκεκριμένη κατάσταση ή χρονική στιγμή, καθώς σε χρονικό βάθος σχεδόν μιας δεκαετίας παρακολουθούμε συνεχείς μικρές "προδοσίες" μεταξύ των ηρώων στις διαπροσωπικές τους σχέσεις, ξεκινώντας από το πρόσφατο παρελθόν και με διαρκή flashback φτάνουμε στην αρχή της νεότητας. Οι προδοσίες αυτές δεν είναι μόνο ως προς τους άλλους, αλλά και προς τον ίδιο μας τον εαυτό. Οι δεσμοί μεταξύ των ηρώων υποτίθεται ισχυροί και εκτός πάσας αμφισβήτησης, αποδεικνύονται επίπλαστοι, γεμάτοι αυταπάτες. Οι σκηνές των πρωταγωνιστών είναι σε ζευγάρια, όπου δομούνται και αποδομούνται τα πάντα και κυρίως η ίδια η αλήθεια των σχέσεων και των ονείρων τους. Το έργο έχει στοιχεία μπουλβάρ, κωμωδίας, αλλά και υπαρξιακού δράματος, όλα αναμεμιγμένα σε δόσεις και γλυκά μπερδεμένα, ώστε κανένα να μην επικρατεί και να μη δίνει συγκεκριμένο στίγμα στο έργο. Η ελαφρά ειρωνεία (ή και αυτοσαρκασμός πολλές φορές) του συγγραφέα παρούσα σε όλη τη ραχοκοκκαλιά του έργου. Η μετάφραση ανήκει στον ίδιο το σκηνοθέτη.

Ο Γιάννης Μόσχος κρατά την μπαγκέτα που κατευθύνει την παράσταση στο στολίδι του Πειραιά, η οποία εξ'ερχής δηλώνει διάθεση περιηγητική, καθώς μόλις ο "ηθοποιός εγκαταλείψει το χώρο, οι θεατές ακολουθούν", αλλάζουν χώρο και σκηνή και περιφερόμενοι στους διαφορετικούς χώρους του θεάτρου παρακολουθούν τα διάφορα στιγμιότυπα των σχέσεων των ηρώων. Πάντα όμως η χρονική αλληλουχία είναι από το σήμερα προς το παρελθόν, όπου οι χαρακτήρες ξετυλίγουν το φιλμ της κάθε μικρής προδοσίας και δημιουργούν το κάδρο της επόμενης σκηνής. Ο θεατής είναι πάντοτε δίπλα στους ηθοποιούς, τους παρατηρεί από κοντά και ανάλογα με την ψυχολογία του, ταυτίζεται ή όχι με αυτούς και τις καταστάσεις που βιώνουν. Σε όλες, οι ήρωες είναι στη σκηνή ανά δύο και σε κάποιες ο τρίτος είναι παρών-απών (σαν σιωπηλός μάρτυς), κάτι το οποίο δε βοηθά στη σκηνική οικονομία, γιατί φαίνεται αν και θεωρητικά απών, σα να κρυφακούει τους διαλόγους των άλλων και αναπόφευκτα αποσπά μέρος της προσοχής και της συγκέντρωσης του θεατή. Οι διάλογοι είναι επιτηδευμένα κοινότοποι, αλλά κρύβουν μια υπόγεια ειρωνεία και ποιητικότητα την οποία ανέδειξε μόνο ως ένα βαθμό ο σκηνοθέτης. Οι τρεις ηθοποιοί παίζουν ο καθένας με τις δικές του ερμηνευτικές ιδιαιτερότητες, τις οποίες φροντίζει να προβάλλει με τρόπο, ώστε να αντανακλούν και τις διαφορές τους στο έργο. Ο ήχος του Absolute Beginners του David Bowie που πλημμυρίζει το τέλος της παράστασης αποτελεί μια πολύ ευχάριστη μουσική έκπληξη.

Ο Νίκος Ψαρράς στο ρόλο του Τζέρρυ, παίζει με μια εστέτ αισθητική που του επιτρέπει να μεταπηδά σχεδόν αδιόρατα, ακόμα και στην ίδια σκηνή, από το γεμάτο σιγουριά και αυτοπεποίθηση άντρα στον ανασφαλή εραστή, που φοβάται μήπως αποκαλυφθούν τα ένοχα μυστικά του. Αλλάζει στήσιμο σώματος, έκφραση προσώπου, αλλά και τόνο φωνής με τρόπο φυσικό, αυθόρμητο και ενταγμένο πλήρως στη σκηνή που πρωταγωνιστεί. Από τις πολύ καλές στιγμές του ταλαντούχου ηθοποιού που δείχνει εξαιρετική ερμηνευτική άνεση σε ένα σύνθετο ρόλο.

Ο Γιώργος Γλάστρας είναι ο Ρόμπερτ, ο σύζυγος, ο οποίος υιοθετεί μία ερμηνευτική προσέγγιση, στην οποία είναι δύσκολο να μαντέψεις στη ροή κάθε σκηνής το συναίσθημα ή το κρυφό πάθος που μπορεί να κυριαρχεί στο χαρακτήρα του. Όταν οι πρώτες αποκαλύψεις και μικρές προδοσίες έρχονται στο φως αυτό είναι ένα ατού στα χέρια του, αλλά μετά από κάποια ώρα γίνεται μονότονο και περιοριστικό για την έκταση και το εύρος όπου θα μπορούσε να φτάσει ο χαρακτήρας. Και δεν αλληλεπιδρά σωστά πάντα και με τους άλλους δύο ήρωες.

Τέλος, η Μαρία Σκουλά υποδύεται την Έμμα, το μήλον της έριδος μεταξύ των δύο αντρών και αν και δεν είναι femme fatale, ούτε την υποκρίνεται, έχει μια ώριμη και ρεαλιστική γοητεία, που δημιουργεί ένα τύπο γυναίκας που έχει τον τρόπο της να σαγηνεύει και να παγιδεύει στον ιστό της. Κι έτσι στο ρόλο της ανταποκρίνεται φυσικά, τον κοιτάει στα μάτια και τον ερμηνεύει με μία γνησιότητα και μια αλήθεια, που δικαιώνει απόλυτα την επιλογή της γι'αυτόν.

Τα σκηνικά της Τίνας Τζόκα λόγω της περιηγητικής φύσης της παράστασης δεν είναι σταθερά, αλλά είναι λιτά και λειτουργικά σκηνικά αντικείμενα προορισμένα για την κάθε σκηνή ξεχωριστά.
Τα κοστούμια της ίδιας κομψά, τονίζουν την ιδιαιτερότητα του κάθε ήρωα.

Η κίνηση της Ανθής Θεοφιλίδου προσεγμένη και προσαρμοσμένη στις ανάγκες των διαφόρων χώρων, όπου εκτυλίσσεται η πλοκή.

Συμπερασματικά, η παράσταση του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, είναι εκ προοιμίου αντισυμβατική, αλλά ίσως ο σκηνοθέτης να εστίασε λίγο περισσότερο απ'όσο χρειαζόταν στο εύρημα της συνεχούς χωρικής μετακίνησης, εις βάρος ίσως της περιπαικτικής και της αληθινής ουσίας του πιντερικού στοχασμού όταν γραφόταν το έργο. Είναι μια ξεχωριστή εμπειρία για το θεατρόφιλο κοινό και οι ερμηνείες είναι γενικά σε υψηλό επίπεδο, αλλά μου έλειψε αυτό το κάτι που θα απογείωνε την καλή παράσταση και θα την έκανε κορυφαία.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.