• Buzz
  • Rewind
  • ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΙΣΤΕΨΟΥΜΕ ΣΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΓΙΑ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΘΑΥΜΑΤΑ
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΙΣΤΕΨΟΥΜΕ ΣΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΓΙΑ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΘΑΥΜΑΤΑ

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΙΣΤΕΨΟΥΜΕ ΣΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΓΙΑ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΘΑΥΜΑΤΑ


0.0/5 κατάταξη (0 ψήφοι)

  • Ημερομηνία: Δευτέρα, 13/02/2017 10:13
  • Συντάκτης: Onlytheater
  • Κατηγορία: Rewind

4 Φεβρουαρίου του 1987: Είναι η μέρα που το ελληνικό θέατρο έγινε φτωχότερο. Η μέρα που ένας μεγάλος δάσκαλος και καλλιτέχνης, στον οποίο η πολιτιστική ζωή της χώρας χρωστάει πολλά, ο Κάρολος Κουν, έφυγε για πάντα. Ήταν ο άνθρωπος που αναμόρφωσε την ελληνική σκηνή εξ ολοκλήρου: σύστησε στο κοινό νέους συγγραφείς, βοήθησε τους Έλληνες δραματουργούς να αναπτύξουν τη δική τους φωνή, έφτιαξε την πιο ισχυρή θεατρική ομάδα που υπήρξε ποτέ σε αυτό τον τόπο, άλλαξε οριστικά την τον τρόπο της υποκριτικής, αναζητώντας την αλήθεια και με σκληροπυρηνική πειθαρχία, την οποία πρώτος ακολουθούσε, έκανε το θέατρο μια τέχνη ιερή. Όσοι περνούσαν το κατώφλι του θρυλικού Υπογείου, γίνονταν μύστες μιας τελετουργίας. Ο Κουν άλλαξε τη ζωή πολλών ανθρώπων, αλλά και το πρόσωπο μια κοινωνίας, επιμένοντας στο όνειρό του. Μια ολόκληρη γενιά, που επάνδρωσε το ελληνικό θέατρο, ακολούθησε το όραμά του, πίστεψε στη βαθιά του αφοσίωση του, και έκανε αυτό που τότε φάνταζε απίθανο.
Ποιος ήταν όμως, ο μεγάλος δάσκαλος;
Γεννήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 1908 στην Προύσα. Ο πατέρας του, Ερρίκος Κοέν, πάμπλουτος έμπορος και κοσμοπολίτης, ήταν κατά το ήμισυ Έλληνας χριστιανός. Η μητέρα του ήταν η Μελπομένη Παπαδοπούλου. Ο μικρός Κάρολος μεγάλωσε σε ένα αστικό σπίτι, με κατ ΄οίκον δασκάλους. Οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν μικρός, και αργότερα η μητέρα ξαναπαντρεύτηκε .Ήδη από νεαρή ηλικία έδειξε τις καλλιτεχνικές του τάσεις. Σκάρωνε μελωδίες στο πιάνο τους σπιτιού τους, έκανε θέατρο στο σαλόνι και ζωγράφιζε με νερομπογιές.
Τα χρόνια της εφηβείας του τα πέρασε εσώκλειστος στην αμερικανική Ροβέρτειο Σχολή της Κωνσταντινούπολης. Στον θεατρικό όμιλο Robert College Ρlayers Οfficers, εκτελούσε χρέη γραμματέα και συμμετείχε στις παραστάσεις, διαπρέποντας κυρίως στους γυναικείους ρόλους. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή, όλα άλλαξαν στην Πόλη. Εκείνος αποφοίτησε το 1928, αλλά κανείς από τους συγγενείς δεν ήταν πια εκεί.
Την ίδια χρόνια έφυγε για να σπουδάσει Αισθητική στη Σορβόννη και το 1929 εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του στην Ελλάδα. Έπιασε δουλειά ως καθηγητής Αγγλικών στο Κολέγιο Αθηνών, όπου άρχισε να κάνει τις πρώτες θεατρικές παραστάσεις με τους μαθητές του. Έγραφε μάλιστα ο ίδιος μικρά σκετσάκια. Παράλληλα, τα βράδια παρέδιδε μαθήματα αγγλικών στο σύλλογο Εθνικής Τραπέζης για να ενισχύει τα οικονομικά του.
Στο μεταξύ, γνωρίζεται με τον Φώτη Κόντογλου, μια συνάντηση που στάθηκε καθοριστική για τη ζωή του. Όπως έλεγε ο ίδιος ο μεγάλος λαογράφος «τον βοήθησε να γνωρίσει την Ελλάδα, να νιώσει το ξάνοιγμα προς κάθε τι το Ελληνικό». Τον χειμώνα του 1933 ιδρύει μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον δημοσιογράφο Διονύσιο Δεβάρη, τη Λαϊκή Σκηνή. Από τη δραματική σχολή που στεγάζεται σ' ένα εγκαταλελειμμένο καμαρίνι του Δημοτικού Θεάτρου, θα προκύψει ο βασικός πυρήνας του θιάσου του .
Πρώτη παράσταση ήταν η « Ερωφίλη» του Χορτάτση, που έκανε πρεμιέρα στις 20 Απριλίου του 1934 στο Θέατρο Ολύμπια. Ο Κουν εμπνέεται από τις αγιογραφίες του Κόντογλου. Στα δυο επόμενα χρόνια θα παρουσιάσει την «Άλκηστη», τον «Πλούτο», τον «Κατά φαντασίαν ασθενή» και τα «Παντρολογήματα».

Το 1938 εγκαταλείπει το Κολέγιο και συνεργάζεται με τους θιάσους της κυρίας Κατερίνας και της Μαρίκας Κοτοπούλη. Το όνειρό του όμως ήταν να συγκροτήσει τη δική του ομάδα, μια ομάδα με παθιασμένους ηθοποιούς που θα έκαναν « θέατρο για την ψυχή τους», μακριά από τις επιταγές της αγοράς. Το 1942, μέσα στη γερμανική Κατοχή και τρομερά αντίξοες συνθήκες θα ιδρύσει το Θέατρο Τέχνης.
Στο δωμάτιο μιας αυλής της οδού Ζωοδόχου Πηγής 9 ξεκίνησε τις πρόβες στην «Αγριόπαπια» του Ίψεν, με μαθητές της Σχολής το Βασίλη Διαμαντόπουλο, το Δ. Καλλέργη, τον Π. Ζερβό, τη Β. Μεταξά, την Κ. Λαμπροπούλου. Δεν είχαν ακόμα μόνιμη στέγη και έτσι έπαιζαν σε διάφορα θέατρα, κυρίως στο θέατρο Κώστα Μουσούρη . Το 1943 ιδρύεται ο Όμιλος Φίλων του Θεάτρου Τέχνης με σκοπό την επικοινωνία και την ανάπτυξη ενός ισχυρού δεσμού μεταξύ των θεατών και του Θεάτρου, καθώς και την οικονομική ενίσχυση του Θεάτρου Τέχνης.
Την «Αγριόπαπια» σύντομα ακολούθησε το δραματοποιημένο παραμύθι του Στρίνμπεργκ, «Σουάνεβιτ (Κύκνος)». Στη συνέχεια παρουσιάζονται έργα όπως: «Ρόσμερσχόλμ» του Ίψεν , «Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε» του Πιραντέλλο, «Κωνσταντίνου και Ελένης» του Γ. Σεβαστίκογλου, «Βρυκόλακες» του Ίψεν, «Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» του Πιραντέλλο, «Στέλλα Βιολάντη» του Ξενόπουλου.
Οι δυσχερείς κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες όμως τον ανάγκασαν να σταματήσει για ένα διάστημα. Εκείνη την περίοδο συνεργάζεται με το Εθνικό Θέατρο, όπου ανέβασε πέντε έργα: «Ερρίκος Δ'», «Άνθρωποι και ποντίκια», «Οι τρεις αδερφές», «Όνειρο καλοκαιρινής νυκτός», «Ο θείος Βάνιας». Την περίοδο 1945-1946, ο Κουν επιστρέφει στον θίασο της Κατερίνας,
Το 1954 ξανάστησε το θέατρο Τέχνης, στο θρυλικό Υπόγειο της Στοάς Ορφέως. Το «Υπόγειο των θαυμάτων», όπως λεγόταν . Εκεί κάτω από το άγρυπνο μάτι του , ηθοποιοί, σκηνοθέτες, συγγραφείς, μουσικοί, σκηνογράφοι βρήκαν την δική τους ταυτότητα και έγιναν οι στυλοβάτες του ελληνικού θεάτρου.
Το 1959 παρουσίασε στο Φεστιβάλ Αθηνών τους «Όρνιθες», στο Ηρώδειο. Η παράσταση διακόπηκε από τις έξαλλες διαμαρτυρίες και τα γιουχαΐσματα του κοινού, ενώ η κυβέρνηση επενέβη δραστικά. Τρία χρόνια αργότερα, στο Φεστιβάλ των Εθνών στο Παρίσι, οι «Όρνιθες» του μοιράστηκαν το πρώτο βραβείο με το Εθνικό Θέατρο της Ελλάδας. Οι κριτικές ήταν διθυραμβικές.
Παρότι είχε πολλές προτάσεις από το εξωτερικό, ο Κουν ποτέ δεν σκέφτηκε να εγκαταλείψει τον τόπο του. Ήθελε να σκηνοθετεί στη γλώσσα του, να ακούει τον ήχο της και να νιώθει τον ρυθμό τη. Μόνο μια φορά, το 1967, σκηνοθέτησε στο Στράτφορντ το «Ρωμαίος και Ιουλιέττα» του Σαίξπηρ. Η αγγλική κριτική χαρακτήρισε την παράσταση ως την καλύτερη Σαιξπηρική της τελευταίας δεκαετίας. Το ελληνικό κοινό, χάρη στον Κουν, γνώρισε τα σύγχρονα ξένα θεατρικά ρεύματα, το θέατρο του παραλόγου, Ιονέσκο, Μαξ Φρις, Μπέκετ, Άλμπυ, Βάις, Πίντερ, Αραμπάλ, ενώ επανήλθε συχνά στους Ουίλλιαμς, Πιραντέλλο, Τσέχωφ, Μπρεχτ, Μίλλερ, Σαίξπηρ. Πρόβαλε το ελληνικό έργο μέσα από τον Βυζάντιο, τον Κορομηλά, τον Καπετανάκη, τον Ξενόπουλο και δημιούργησε νέους συγγραφείς: τον Καμπανέλλη, την Αναγνωστάκη, τον Κεχαΐδη, τον Σκούρτη, τον Μουρσελά, τον Αρμένη. Στη δεκαετία 1974-1983 δημιούργησε για πρώτη φορά και Β' σκηνή, τη «Λαϊκή», που λειτούργησε στο Θέατρο Βεάκη.
Η έρευνά του πάνω στην αναβίωση του αρχαίου δράματος υπήρξε σημαντική. Συνδυάζοντας παραδοσιακά λαϊκά στοιχεία, τελετουργικά δρώμενα και σύγχρονες μεθόδους, κατέθεσε ιστορικές παραστάσεις, που αποτελούν πρότυπο. Ο ίδιος, όμως έλεγε πως δε φτάνουν δυο ζωές για να ασχοληθεί κανείς σοβαρά με την προσέγγιση του Αρχαίου Δράματος.
Το 1980 το θέατρο Τέχνης μπήκε στην Επίδαυρο, με τη μεγαλειώδη παράσταση της τριλογίας «Ορέστεια» του Αισχύλου. Στη συνέχεια παρουσιάζει παραστάσεις στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, στο «Θέατρο των Εθνών» του Παρισιού, στο Λονδίνο, στη Ζυρίχη, στο Μόναχο, στη Μόσχα, στο Λένινγκραντ, στη Βαρσοβία, στη Βενετία, στο Φεστιβάλ Βιέννης, στο Διεθνές θεατρικό Φεστιβάλ Βελιγραδίου, στην Ελληνική Εβδομάδα του Ντόρτμουντ, στο Φεστιβάλ Φλάνδρας και σε σκανδιναβικές πρωτεύουσες με τα έργα: «Όρνιθες», «Πέρσες», «Επτά επί Θήβας», «Αχαρνής», «Οιδίπους Τύραννος», «Λυσιστράτη», «Βάκχες» και «Ειρήνη».
Στις αρχές του 1985, το Θέατρο Τέχνης απέκτησε και δεύτερη θεατρική αίθουσα στην Πλάκα, με τη βοήθεια της Πολιτείας. Ο μεγάλος «θεατράνθρωπος τιμήθηκε με το παράσημο Φοίνικα, το Αργυρό Μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών και το βραβείο Θεάτρου των Εθνών. Έγραψε επίσης τις μελέτες «Η αρχαία τραγωδία-κωμωδία» και «Ο σκηνοθέτης και το αρχαίο δράμα».
Ο Κουν πίστευε ότι το θέατρο δεν είναι ακαδημαϊκό επάγγελμα. «Ο θάνατος του θεάτρου είναι η ακαδημαϊκή παιδεία. Δε μας ενδιαφέρει η πλατιά μόρφωση όσο το είδος της μόρφωσης που θα προσφέρει. Θέλουμε να είναι μορφωμένοι οι ηθοποιοί μας, αλλά όχι με ένα συγκεκριμένο υλικό που θα αναγκαστούν να διδαχθούν. Κάτω τα χέρια από την θεατρική παιδεία. Είναι κάτι που ανήκει στον καλλιτέχνη», έλεγε.
Στις 8 Φεβρουαρίου 1987 εισήχθη στο νοσοκομείο «Υγεία» με έντονους πόνους στο στήθος. Άφησε την τελευταία του πνοή το βράδυ της 14ης Φεβρουαρίου, την ώρα ακριβώς που θα δινόταν η πρεμιέρα του έργου «Ο ήχος του όπλου» της Λούλας Αναγνωστάκη, που λίγο καιρό πριν είχε αρχίσει να σκηνοθετεί στο «Υπόγειο» του Θεάτρου Τέχνης.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.