ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΓΚΟΝΤΟ, ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Τετάρτη, 09/09/2015 17:03
Ο Ντίντι και ο Γκόγκο (Βλαδίμηρος και Εστραγκόν αντίστοιχα) είναι δύο περιπλανώμενοι αλήτες, οι οποίοι συναντώνται στο ίδιο μέρος, κάθε απόγευμα, περιμένοντας τον κύριο Γκοντό.
Περνούν την ώρα τους κουβεντιάζοντας, αναπολώντας, καυγαδίζοντας, επαναλαμβάνοντας τις ίδιες ενέργειες ή κουβέντες, περιμένοντας ουσιαστικά να αλλάξει κάτι που θα μεταβάλλει τη ροή του χρόνου, όπως αυτοί τη βιώνουν και θα δώσει απαντήσεις στα υπαρξιακά τους ερωτήματα και τις αναζητήσεις. Διαφορετικοί χαρακτήρες, διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες, με έντονα στοιχεία να τους δένουν μεταξύ τους, αλλά και σημαντικές διαφορές. Παρακολουθούμε δύο μέρες από τη ζωή τους, σε ένα έργο "ιλαροτραγωδία", όπου η αβεβαιότητα και οι εσωτερικοί φόβοι κυριαρχούν και η παραδοξολογία, η παραληρηματικότητα και οι συχνά ασύνδετοι διάλογοι, παρέχουν πρόσφορο έδαφος να αναζητηθεί και να καθορισθεί από τον καθένα μας η ουσία της ύπαρξης.
Ο Νίκος Καραγέωργος αναλαμβάνει τη σκηνοθετική επιμέλεια της παράστασης του Cartel, με στόχο να της δώσει μια φρέσκια και προσωπική ματιά, αφού άλλωστε το ίδιο το έργο δεν έχει στεγανά και συγκεκριμένα όρια, αφήνοντας περιθώρια σκέψης και προβληματισμού στο κοινό.
Η πρώτη εύστοχη και καινοτόμα επιλογή, ήταν να ανοίξει τη μεγάλη πόρτα της σκηνής και να συνδέσει τα τεκταινόμενα του έργου πάνω στη σκηνή, με τα όσα μπορεί να συμβούν έξω από αυτήν. Δίνει έτσι μια αύρα φυσικότητας και αυθορμητισμού στην παράσταση, καθώς το εξωτερικό περιβάλλον ενσωματώνεται ενεργά στη μυσταγωγία της παράστασης, δίνει μια αίσθηση ανοικτού ορίζοντα στα μάτια του θεατή και κλιμακώνει στη σκέψη και την καρδιά του, μια αναμονή για το ποιος ή τι θα περάσει απέξω, κάνοντάς τον να αφουγκραστεί το ίδιο συναίσθημα που διακατέχει τους ήρωες.
Μήπως τελικά έρχεται ο Γκοντό; Η δεύτερη είναι ότι καταφέρνει με την ατμόσφαιρα που δημιουργείται στην παράσταση και τη χημεία μεταξύ των ηθοποιών, να κρατήσει ασαφή την υπόσταση του αναμενόμενου Γκοντό. Θεός ή άνθρωπος, φαντασία ή πραγματικότητα, ο μπεκετικός ήρωας παραμένει ιδέα και σύμβολο σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, γύρω από τον οποίο ξετυλίγονται όλα τα μηνύματα, που ήθελε να μας περάσει ο συγγραφέας.
Η τρίτη εύστοχη επιλογή είναι η σαφής διαφοροποίηση των δύο κεντρικών ηρώων του έργου, οι οποίοι έχουν μόνο κοινό την αναμονή τους, την υπαρξιακή τους αγωνία και τις κοινές τους θύμησες. Οι χαρακτήρες τους διαφέρουν, όπως και η ιδιοσυγκρασία τους και η ματιά τους απέναντι στη ζωή. Είναι διακριτοί και μέσα από τη διαφορετικότητά τους η φιλία και η αγάπη τους είναι βαθιά και ειλικρινής. Η χρήση του μικροφώνου, ήταν ελαφρώς υπερβολική, κυρίως ως προς τη διάρκειά της, αλλά δε στάθηκε ικανή να με αποσυντονίσει ή να με αποσπάσει από τα διαδραματιζόμενα στη σκηνή.
Ο Βασίλης Μπισμπίκης υποδύθηκε το Βλαδίμηρο, που είναι πρακτικός τύπος, θυμάται τα πάντα, έχει επιμονή και πείσμα και πιστεύει βαθιά ότι ο Γκοντό θα έρθει. Η ερμηνεία του είχε βάθος, φιλοσοφία και συνέπεια. Με προσεκτική άρθρωση, συγκεντρωμένος στις επιταγές του ρόλου του και χωρίς ερμηνευτικές υστερίες ή δασκαλίστικες ατάκες, είχε μια δυναμική και στιβαρή παρουσία σε λόγο και κίνηση και με έπεισε ότι εμβάθυνε σε μεγάλο βαθμό στο ρόλο του, τον κατανόησε πριν αποφασίσει να τον παίξει, χωρίς να τον φοβηθεί στο παραμικρό.
Ο Παναγιώτης Σούλης στο ρόλο του Εστραγκόν, του πιο ξεχασιάρη και ευμετάβολου από τους δύο, που βλέπει όνειρα και μοιάζει συχνά πιο ευάλωτος, υιοθέτησε μια πιο αλαφροϊσκιωτη και ονειροπόλα προσέγγιση. Με φωνή πιο χαμηλότονη και χροιά λίγο ποιητική, αλλά σαφής στις ιδέες και στις τοποθετήσεις του, αποτελεί το σχεδόν ιδανικό άλλο πόλο του διπόλου των δύο χαρακτήρων. Αν και νέος ηθοποιός, διέκρινα ωριμότητα και αποφασιστικότητα στο παίξιμό του, που πρέπει να χαρακτηρίζουν έναν ηθοποιό όταν αποφασίζει να αναμετρηθεί με έναν τέτοιο ρόλο.
Ο Γιώργος Γεροντιδάκης ήταν ο Πότζο, μια προσωποποίηση της εξουσίας, τόσο στην ιλαρή, όσο και στην γκροτέσκα της πλευρά. Παίζοντας με μέτρο τον ήρωα αυτόν, κατάφερε να ισορροπήσει σκηνικά με έξυπνο τρόπο, ώστε να μη γελοιοποιήσει την πρώτη του πλευρά και να μην κάνει υπερβολικά στεγανή και αποστειρωμένη τη δεύτερη.
Ο Στέλιος Τυριακίδης στο ρόλο του Λάκι, του συνήθως βωβού αλλά πιστού (σα σκυλάκι) ακολούθου του Πότζο, με εντυπωσίασε με τη μεστότητα και την συγκέντρωση με την οποία αντιμετώπισε το ρόλο, που όχι μόνο δεν έγινε καρικατούρα, αλλά στάθηκε ισάξιος των μεγαλύτερων.
Είναι χαρά να βλέπεις νέα παιδιά να παίρνουν το ρόλο του ηθοποιού στα σοβαρά και να τον δουλεύουν στις λεπτομέρειες.
Η Κατερίνα Σιώζου σε ένα πολύ μικρό ρόλο, του αγοριού που έρχεται να ειδοποιήσει ότι ο κύριος Γκοντό δε θα έρθει τελικά σήμερα, ολοκληρώνει τη σύνθεση του θιάσου.
Ο σκηνοθέτης και οι ηθοποιοί έχουν επιμεληθεί συλλογικά τα σκηνικά, τα κοστούμια και τους φωτισμούς ως μέρος της διαδικασίας των δοκιμών, παραδίδοντας μια παράσταση με "χειροποίητη" αλλά υψηλή αισθητική.
Συμπερασματικά, η παράσταση του Cartel, αποτέλεσε μία από τις πολύ ευχάριστες εκπλήξεις που επιφύλαξε η δύση της περσινής θεατρικής σαιζόν και που επαναλαμβάνεται στην ανατολή της φετινής.
Ένας σκηνοθέτης με όραμα και πλάνο, καθοδήγησε μια πολύ συμπαγή ομάδα ηθοποιών με ταλέντο, πείσμα, πολύ καλή χημεία και πάνω απ'όλα διάθεση για δουλειά. Και προέκυψε μια παράσταση ενδιαφέρουσα και με άποψη, που φυσικά δεν είναι ούτε μοναδική, ούτε μονοσήμαντη, αλλά έχει την προσωπική τους σφραγίδα και είναι αποτέλεσμα έντονης και κοπιαστικής δουλειάς. Προλαβαίνετε ακόμα να τη δείτε, μέχρι το τέλος του μήνα