• Buzz
  • ΟΙ ΦΑΛΑΙΝΕΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ | ΚΡΙΤΙΚΗ
ΟΙ ΦΑΛΑΙΝΕΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ | ΚΡΙΤΙΚΗ

ΟΙ ΦΑΛΑΙΝΕΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ | ΚΡΙΤΙΚΗ


4.0/5 κατάταξη (3 ψήφοι)

Το έργο του Αμερικανού θεατρικού συγγραφέα Ντέιβιντ Μπέρρυ (David Adams Berry) "Οι φάλαινες του Αυγούστου" (The Whales of August) σκηνοθετεί στο Θέατρο Χώρα ο Πέτρος Ζούλιας. Το έργο ξεκίνησε να γράφεται το 1978 και έκανε πρεμιέρα στο Center Stage Theatre της Βαλτιμόρης, συνεχίστηκε το 1981 στο Trinity Repertory Company του Rhode Island, ενώ στη Νέα Υόρκη ανέβηκε το 1982 στο off-Broadway WPA Theatre. Στην Ελλάδα ανέβηκε για πρώτη φορά το 2001-2002 από το Εθνικό Θέατρο με τον Κοραή Δαμάτη να σκηνοθετεί και τις Αντιγόνη Βαλάκου, Βέρα Ζαβιτσιάνου και Νέλλη Αγγελίδου να πρωταγωνιστούν. Το 1987 έγινε και ταινία με τις Bette Davis, Lillian Gish και Ann Sothern (η οποία προτάθηκε και για Όσκαρ Β' Γυναικείου Ρόλου για το ρόλο της ως Τίσα). Δύο γηραιές αδερφές, η Λίμπι και η Σάρα, με διαφορετική θεώρηση ζωής, βρίσκονται στο σπίτι τους σε ένα νησί στο τέλος του καλοκαιριού, προσπαθώντας να επιβιώσουν και περιμένοντας να δουν τις φάλαινες να περνούν στα ανοιχτά για να επιβεβαιώσουν τον ερχομό του φθινοπώρου. Η μικρότερη, δραστήρια, εξωστρεφής, φροντίζει την αδερφή της που είναι καθηλωμένη σε αναπηρική πολυθρόνα και έχει μια πιο απαισιόδοξη οπτική για το μέλλον. Μαζί τους μία κολλητή φίλη της μικρότερης αδερφής, ένας ξεπεσμένος Ρώσος αριστοκράτης που πλέον έχει προσαρμοστεί σε μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα κι ένας υδραυλικός, ο οποίος διορθώνει βλάβες και προσπαθεί να πείσει τις δύο αδερφές να επεκτείνουν το μπροστινό τους παράθυρο για να έχουν περισσότερο φως και καλύτερη θέα. Η νεότερη αδερφή με αποθέματα ενέργειας και ζωής μέσα της, δε θέλει να ακούει για τέλος και θάνατο, ενώ η μεγαλύτερη μοιάζει να συμβιβάζεται με αυτόν και να τον περιμένει σχεδόν καρτερικά, σαν λύτρωση. Οι κόσμοι τους συχνά συγκρούονται, αλλά δεν παύουν να υπάρχουν μεταξύ τους οι δεσμοί αίματος που θεραπεύουν όλες τις πληγές και τα τραύματα. Το παρόν αναθυμάται το παρελθόν, η αίσθηση της ζωής γίνεται γλυκόπικρη και το τέλος της που είναι αναπόφευκτο, για κάποιους μοιάζει μία μακρινή και απευκταία προοπτική και για άλλους ένας τρόπος απόδρασης.
Τη μετάφραση επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαλέος και διατήρησε όλους τους χυμούς και τα νοήματα του αρχικού κειμένου, σε μία γλώσσα σημερινή και καθημερινή.

Ο Πέτρος Ζούλιας στο σκηνοθετικό τιμόνι της παράστασης βάζει την ανθρώπινη ψυχολογία στο προσκήνιο, ενδοσκοπεί στις διακυμάνσεις της και αντιπαραθέτει τη ζωή με τον θάνατο, τα γηρατειά με τη νιότη, τις αναμνήσεις του παρελθόντος με τη σκληρή καθημερινότητα. Η σύγκρουση του πιο "φωτεινού" κόσμου της Σάρα, με το πιο γκρίζο και απαισιόδοξο σύμπαν της Λίμπι γίνεται η αφορμή για να ξυπνήσουν οι αναμνήσεις, τα όνειρα, οι ελπίδες, αλλά και οι βαθύτερες επιθυμίες του παρελθόντος των δύο γυναικών. Κατ' επέκτασιν και του κοινού, καθώς ο σκηνοθέτης υιοθετεί μια απλότητα και μια ζεστασιά στην προσέγγισή του που σε μεγάλο βαθμό καταργεί την απόσταση μεταξύ θεατών και πρωταγωνιστών. Οι χαμηλοί τόνοι διακόπτονται από εύθυμα διαλείμματα, νοσταλγικά flashback, μια συνεχή αντιστροφή των πόλων του διπόλου μοναξιάς και ανθρώπινης αλληλεγγύης και σύγκρουση της ελπίδας με την παραίτηση. Υπάρχουν κάποιες σιωπές που κρατούν λίγο περισσότερο και κάποιες σκηνές που φλερτάρουν με μια κοιλιά στον ρυθμό, αλλά η ισορροπία αποκαθίσταται γρήγορα, χωρίς να επέλθει η κούραση. Το χιούμορ (και ο σαρκασμός της Λίμπι) ενίοτε μένουν ανεκμετάλλευτα για να προταθεί το συναίσθημα, αλλά σε τελική ανάλυση το τελευταίο δεν εκβιάζεται, αλλά προκύπτει αυθόρμητα από τις ερμηνείες και τη σκηνική χημεία των ηθοποιών. Το τέλος αφήνει περιθώρια για διαφορετικές ερμηνείες και με έξυπνο τρόπο επιτρέπει στο θεατή να το προσαρμόσει στη δική του ψυχοσύνθεση και επιθυμία.

Η Έρση Μαλικένζου ερμηνεύει τη Σάρα, η οποία είναι μικρότερη, έχει μια έμφυτη αισιοδοξία και διάθεση για ζωή, ενώ επικουρεί στο μέγιστο δυνατό τις ανάγκες της μεγαλύτερης αδερφής της. Έχει πολλή ενέργεια στη σκηνή, είναι ιδιαίτερα κινητική και ο λόγος της εκπέμπει ανθρωπιά κι ευαισθησία. Δείχνει να έχει μελετήσει τις ιδιαιτερότητες του ρόλου της και κατανοήσει σε βάθος την ιδιοσυγκρασία της ηρωίδας της, αποτυπώνοντάς την με ακρίβεια και επάρκεια. Η Τζένη Ρουσσέα είναι η πιο κυνική και απαισιόδοξη Λίμπι, που μοιάζει κακότροπη και γκρινιάρα, αφήνοντας όμως χαραμάδες καλοσύνης και αγάπης προς την αδερφή της. Συχνά ο σαρκασμός αποτυπώνεται και στις εκφράσεις του προσώπου της, στο οποίο επίσης αποτυπώνεται το πείσμα και η ξεροκεφαλιά ενός μωρού. Θα ήθελα πιο δυνατή την ένταση της φωνής της (υπήρχαν σκηνές που η φωνή δεν έφτανε στις πίσω σειρές της πλατείας) και λίγο εντονότερα τα συναισθηματικά της "σπασίματα", αλλά ταίριαξε με τη συμπρωταγωνίστριά της κι έπεισαν σαν δίδυμο.
Ο Νίκος Γαλανός στον ρόλο του Μαρανόφ, του ξεπεσμένου Ρώσου αριστοκράτη, κάνει μία σχεδόν υποδειγματική ερμηνεία. Χρησιμοποιεί την εξωτερική του γοητεία, έχει μια καθαρή και προσεγμένη άρθρωση στον λόγο του, μία καλοδουλεμένη λεπτότητα στη συμπεριφορά του και μια μεγαλοπρέπεια στην κίνησή του, που σε κάνει να πιστεύεις απόλυτα το παρελθόν του χαρακτήρα του.
Η Μαρία Αντουλινάκη παίζει την Τίσα, παιδική φίλη της Σάρα και στέκεται επάξια και έντιμα, δίπλα στην ερμηνευτική ποιότητα των δύο πρωταγωνιστριών. Μόνη μου ένσταση είναι ότι επειδή απέχει ηλικιακά από τις άλλες δύο κυρίες, είχε πολλή ζωτικότητα και δυσκολεύτηκα σε κάποιες στιγμές να την ταυτίσω με τη συνοδοιπόρο των άλλων δύο γυναικών.
Ο Μάκης Πατέλης υποδύεται τον Τζόσουα, τον υδραυλικό που επισκέπτεται για επισκευές τις δύο αδερφές και προσπαθεί να πείσει τη μεγαλύτερη να ανοίξει το κεντρικό παράθυρο για να μπαίνει πιο πολύ φως. Με σωστές σκηνικές τοποθετήσεις, σωστό τόνο φωνής, κέφι, αποτέλεσε μια σημαντική μονάδα συναισθηματικής αποφόρτισης κάποιων σκηνών.
Ο Γιάννης Μαρίνος ως κύριος Μπέρκουιθ σε ένα σύντομο πέρασμα στο δεύτερο μέρος, δεν είχε συγκέντρωση και δεν ακολούθησε τον ρυθμό των υπολοίπων, χωρίς όμως να επηρεάσει σημαντικά τη γενικότερη αρτιότητα της ερμηνευτικής ομάδας.

Τα σκηνικά της Αναστασίας Αρσένη γέμισαν μεν δημιουργικά το χώρο, αλλά η αναπαράσταση του σπιτιού των δύο αδερφών δεν είχε ιδιαίτερη φαντασία και ευρηματικότητα, αλλά επέμεινε σε μια βαρετή γραμμικότητα. Αντίθετα, τα κοστούμια της ίδιας είχαν ποικιλία και ήταν αντιπροσωπευτικά της ιδιαίτερης ψυχοσύνθεσης του κάθε χαρακτήρα.
Η μουσική του Παναγιώτη Αυγερινού είχε μια νοσταλγική ευαισθησία και συνόδευσε εύστοχα τις συναισθηματικές εξάρσεις των χαρακτήρων.
Οι φωτισμοί της Κατερίνας Μαραγκουδάκη έπαιξαν όμορφα με τα χρώματα της ανατολής και της δύσης, αν και θα μπορούσε να εστιάσει με πιο κλειστά πλάνα στις πρωταγωνίστριες.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Χώρα, είδα ένα τρυφερό και ευαίσθητο έργο, στο οποίο η σκηνοθετική οπτική ακολούθησε τη γραμμή της γραφής του. Οι διαχρονικές αντιθέσεις ζωής και θανάτου, νεότητας και γηρατειών, δύναμης και παραίτησης που αποτέλεσαν τη βασική προβληματική του, έρχονται να συναντήσουν τους προσωπικούς φόβους και ανασφάλειες του καθενός μας και να δώσουν έμφαση στην αξία της ζωής. Η ιστορία δεν έχει απρόοπτα και ανατροπές, αλλά μια ανθρώπινη προσέγγιση που βασίζεται στο συναίσθημα, το οποίο ερεθίζει χωρίς να εκβιάζει. Η απλότητα και η αμεσότητα της σκηνοθεσίας, μαζί με τη δυναμική και τη χημεία της ερμηνευτικής ομάδας που ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες, υπερκάλυψε τις μικρές ανισορροπίες στο ρυθμό και τις όποιες κοιλιές, προσφέροντάς μας ένα ικανοποιητικό θεατρικό βράδυ.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.