Ο ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΙΝΔΟΥ
- Ημερομηνία: Τετάρτη, 14/10/2015 12:07
Μετά από μία δεκαετία, επιστροφή στην Ελλάδα. Ανηφορίζω τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Στο ύψος των δικαστηρίων δημιουργείται μία παράξενη αύρα. Ελαφρύς δροσερός ανατολικός άνεμος φέρνει μυρωδιά φρεσκοκουρεμένου γρασιδιού από απέναντι. Εδώ υπήρχε ένα γήπεδο. Ένα ρημάδι από μπετόν τίγκα στα μπότοξ. Τώρα, ένα βαθύσκιωτο πάρκο με λεύκες, πλατάνια, πεύκα, δύο μικρές λίμνες με σιντριβάνια κι ένα πολύχρωμο carousel, περίπου εκεί που βρισκόταν κάποτε ο «τάφος του ινδού», τότε που ο θηριώδης Κοκολάκης των 2.16 χτυπούσε το κεφάλι του στα ταβάνια. Στην πλευρά του πάλαι ποτέ βόθρου-κολυμβητηρίου, ένα διακριτικό καφέ γαλλικού τύπου μέσα στα δέντρα. Αυτό όμως που κέρδισε το βλέμμα μου ήταν εκείνο το απρόσμενα όμορφο κτήριο από γυαλί και στοιχεία μπετόν, ακριβώς στο κέντρο του πάρκου. Πλησίασα. Διάβασα την επιγραφή: «Εθνικό Θέατρο – Παιδική και εφηβική σκηνή». Έπεσα από τα σύννεφα. Επιτέλους, μία κρατική επένδυση μακράς πνοής για τον πολιτισμό. Μπήκα μέσα στο κτήριο. Εντυπωσιακή αισθητική που θύμιζε βορειοευρωπαική χώρα και ελκυστικό περιβάλλον για παιδιά και εφήβους. Το γυαλί, πανταχού παρόν, άφηνε το πάρκο να εισβάλλει στο εσωτερικό. Αριστούργημα. Στον προθάλαμο, μία επιγραφή που έδινε τις βασικές πληροφορίες για το κτήριο. Το κείμενο υπέγραφε ο Υπουργός Πολιτισμού, δυστυχώς δεν συγκράτησα το όνομά του, έλειπα και χρόνια από την Ελλάδα και μου ήταν άγνωστο. Μετά έμαθα ότι επρόκειτο για κάποιον νέο καλλιτέχνη, μουσικό ή εικαστικό, δεν θυμάμαι ακριβώς. Το κείμενο στην πλάκα έλεγε, μέσες-άκρες, ότι ήταν πλέον καιρός να αξιοποιηθεί προς όφελος των πολιτών αυτό το ανοιχτό απόστημα της Λεωφόρου Αλεξάνδρας και να συνδυαστεί η αναβάθμιση του περιβάλλοντος με την αναβάθμιση του πολιτισμού. Ακολουθούσε κείμενο του Καλλιτεχνικού Διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου – ούτε το δικό του όνομα μου θύμισε κάτι – ο οποίος υποστήριζε ότι δεν είναι δυνατόν το Εθνικό Θέατρο να απευθύνεται στα παιδιά και τους εφήβους παραμένοντας σε παλιά και βρώμικα κτήρια, σε υπόγεια που βρίσκονται στο αποπνικτικό και γκρίζο κέντρο της Αθήνας, και ότι αυτό το κτήριο θα έπρεπε να είχε δημιουργηθεί εδώ και πολλά χρόνια. Το κτήριο του Τσίλλερ θα παρέμενε η ιστορική έδρα του θεάτρου για το κεντρικό του πρόγραμμα, Για την παιδική και τη νεανική σκηνή όμως, χρειαζόταν οξυγόνο και φαντασία. Πριν ολοκληρώσω την ανάγνωση, ακούω φωνές παιδιών. Δύο σχολικές τάξεις, διέσχισαν το πάρκο και μπήκαν στο θέατρο. Ήμουν περίεργος να δω ποια παράσταση επρόκειτο να παρακολουθησουν: «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» σε διασκευή για παιδιά και σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά! Τεράστια έκπληξη. Αναζήτησα το υπόλοιπο πρόγραμμα. Το είδα μόλις έστριψα αριστερά το κεφάλι μου, σε ένα μεγάλο banner: Θωμάς Μοσχόπουλος, Μιχαήλ Μαρμαρινός, Θεόδωρος Τερζόπουλος, Δημήτρης Καραντζάς, ήταν λίγα μόνο από τα ονόματα των σκηνοθετών των παιδικών παραστάσεων εκείνης της χρονιάς, ως ελάχιστη ευγενική συνεισφορά τους στην πανηγυρική εναρκτήρια χρονιά λειτουργίας του θεάτρου. Πλησίασα στα ταμεία να ζητήσω πληροφορίες. Ένα υπέροχα όμορφο γυναικείο πρόσωπο. Όσο πλησίαζα άρχισε να συμβαίνει κάτι περίεργο. Το πρόσωπο μίκραινε και γινόταν θολό και ασπρόμαυρο. Σα να έπεφτε ένα λευκό πέπλο μπροστά στα μάτια μου. Γύρισα το βλέμμα προς το πάρκο. Ο χώρος έμοιαζε συγκεχυμένος, δεν ήταν πια η Λεωφόρος Αλεξάνδρας, έμοιαζε την ίδια στιγμή με τον Ελαιώνα, το εργοστάσιο ΦΙΞ στην Πατησίων, τον κήπο του Μεγάρου Μουσικής, όλα λευκά και υγρά. Μια φωνή μιλούσε σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα. Στεγνός ουρανίσκος. Μπερδεμένος στο ιδρωμένο σεντόνι μου. Πάντα εδώ. Στο ακίνητο.