• Buzz
  • Άρθρο
  • Ο ΝΙΚΟΣ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΡΟΛΑ ΠΟΥ ... ΑΝΕΒΟΚΑΤΕΒΑΙΝΑΝ
Ο ΝΙΚΟΣ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΡΟΛΑ ΠΟΥ ... ΑΝΕΒΟΚΑΤΕΒΑΙΝΑΝ

Ο ΝΙΚΟΣ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΡΟΛΑ ΠΟΥ ... ΑΝΕΒΟΚΑΤΕΒΑΙΝΑΝ


2.0/5 rating 1 vote

          Η γιαγιά μου, η Σοφία Επαινετού από την Κωνσταντινούπολη, δύο άντρες αγάπησε στη ζωή της. Τον Δημητρό, τον άντρα της, και τον Νίκο Ξανθόπουλο. Όπως άλλωστε και οι περισσότερες συνομήλικές της. Εξαιτίας της έχω δει όλες του τις ταινίες -κι όχι μόνο από μία φορά- και πάντα φεύγαμε από το σινεμά χαρούμενες, γιατί ο δικός μας «Μικρός Ήρωας» δικαιωνόταν και γιατί η πίστη στο καλό στο τέλος νικούσε. Έχω ντοκτορά στο θέμα. Δικαιούμαι τον τίτλο «Ξανθοπουλολόγος», γιατί μπορώ να αναλύσω -αν χρειαστεί- τη συγκινησιακή και καλλιτεχνική αθωότητα των ταινιών του. Δεν ξεχνάω πως ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης μού έλεγε κάποτε στη Θεσσαλονίκη πως «οι ταινίες του Ξανθόπουλου ήταν σύγχρονοι βίοι αγίων» και ο Χάρης Καμπουρίδης πως «ήταν ένα πολύτιμο ορυκτό που περιέχει το λαϊκό συναίσθημα ωμό, αθώο, αμόλυντο, κάτι σαν αντίδοτο στον πολιτιστικό νεοπλουτισμό του '60».
          Σημασία για μένα έχει πως όταν, επιτέλους, τον γνώρισα από κοντά και του έκανα συνέντευξη, έζησα και την απόλυτη καταξίωση στα μάτια της γιαγιάς μου. Με αποθέωσε με το ξεχωριστό προσφυγικό ταμπεραμέντο της, φτιάχνοντας μέχρι και γλυκό σταφύλι για να το γιορτάσουμε.
          Επιτέλους, η γιαγιά είχε πειστεί ότι η δημοσιογραφία (της οποίας τον λόγο ύπαρξης δεν μπορούσε να κατανοήσει) εκπλήρωνε και τα δικά της όνειρα. Το μόνο πρόβλημα που δημιουργήθηκε, ήταν ότι μ' έβαζε να της λέω και να της ξαναλέω πώς ήταν από κοντά το «παλικάρι», τι έλεγε, πώς μου φέρθηκε, τι φορούσε, τι με τράταρε, πώς ήταν το σπίτι του, η γυναίκα του, ο κήπος του και όσα της κατέβαιναν κάθε φορά στο μυαλό.
          Δεν το πήρε βέβαια και πολύ καλά που -τότε που τον πρωτοσυνάντησα- ο Ξανθόπουλος έμενε σε μια γωνιακή μονοκατοικία στη Φιλοθέη. Τον φανταζόταν σε καμιά παράγκα στο Πέραμα. Βρήκε ασύμβατη την περιοχή με τον ήρωά της...
          Τότε, σ' εκείνη την πρώτη συνέντευξη στο «Κυριακάτικο Έθνος», ο Νίκος Ξανθόπουλος μού είχε ξεκαθαρίσει πως ήταν η τελευταία συνέντευξη που έδινε και κάτι ακόμη που μπήκε τίτλος: «Εγώ τελείωσα τώρα. Κατεβάζω ρολά!».
          Ήταν η περίοδος που ετοιμαζόταν να φύγει από τη Φιλοθέη και να πάει να ζήσει το όνειρό του, στο κτήμα που είχε πάρει στην Παιανία, αυτό το κομμάτι γης που μεταμόρφωσε -μαζί με την γυναίκα του Εριφύλη- σε παράδεισο.
Μάθαινα πάντα νέα του από κοινούς μας φίλους και συχνά του έστελνα μηνύματα -υπενθυμίζοντάς του την παρουσία μου- σε περίπτωση που επέλεγε να ...ανεβάσει για λίγο τα ρολά και να ξαναβρεθούμε δημοσιογραφικά. Τίποτε...
          Πέρασε αρκετός καιρός με ανταλλαγές μηνυμάτων, ώσπου μια μέρα με καλεί στο κτήμα (μετά και από στενό μαρκάρισμα και του κοινού μας φίλου Γ. Μπουρνέλη, που βοήθησε πολύ).
          «Καλό σημάδι», σκέφτηκα, «μπορεί και να καταφέρω να τον πείσω να βγει και στην τηλεόραση».
          Πήγα με μεγάλη χαρά να τον δω και βρέθηκα σ' έναν άλλο, ονειρικό κόσμο. Έμεινα άναυδη με όσα απίστευτα είδα μπροστά μου, είχε μεταφέρει (πάντα με τη βοήθεια της ακούραστης Εριφύλης του) τον κήπο της Εδέμ στη γη της Παιανίας.
          Ένα σύμπαν που μόνο σε παραμύθια θα μπορούσαμε να φανταστούμε. Αυτό ήταν πια το σκηνικό της ταινίας της ζωής του, που επιτέλους σκηνοθετούσε ο ίδιος.
          Όσο για την περιποίηση, αυτή ήταν πέρα από κάθε προσδοκία. Επέμενε να δοκιμάσουμε όλη την πλούσια και εξαιρετικής ποιότητας παραγωγή του σε φρούτα, λαχανικά, μέλι, κρασί, λάδι, αλλά και κουλουράκια, πίτες, τουρσιά, παξιμάδια, γλυκά, τα πάντα. Ήταν ευτυχισμένος!
          Δεν έβγαλα κιχ όσο μείναμε εκεί για τηλεόραση, του μιλούσα μόνο για το κτήμα και για τα βιβλία. Αυτά άλλωστε ήταν τα αγαπημένα του θέματα. Τα εκθείαζα και το εννοούσα. Ώσπου τα εξάντλησα.
          Ώρες μετά, αφού ήπιαμε, φάγαμε, γελάσαμε, ξαναφάγαμε, τραγουδήσαμε, ξαναήπιαμε, τη στιγμή που σφίγγαμε τα χέρια και χαιρετιόμασταν, πετάω δήθεν αδιάφορα: «Να ξέρεις θα μου 'δινες μεγάλη χαρά να κάναμε μια εκπομπή μαζί...», γνωρίζοντας ότι το λέω στον βρόντο, αφού τα ρολά ήταν όχι μόνο κατεβασμένα, χρόνια τώρα, αλλά και κλειδαμπαρωμένα.
          Με κοιτάζει μ' εκείνο το κινηματογραφικό βλέμμα που είχε λίγο πριν πιαστεί στα χέρια με τη θρυλική αρκούδα, στη σκηνή της «Οδύσσειας ενός ξεριζωμένου», πιάνει το μέτωπό του, σαν να σκέφτηκε «ρε, τι έπαθα!», εγώ ψιλοτρομάζω, και τότε εκείνος βάζει τα γέλια και μου λέει: «Μία μόνο; Αν είναι να χαρείς, να κάνουμε δύο!». Λέω μπα... παράκουσα, δεν μπορεί, αστειεύεται. Όμως ο Ξανθόπουλος δεν ήξερε ποτέ από λόγια του αέρα. Ό,τι έλεγε το εννοούσε. Και το έκανε. Έτσι κάναμε δυο καταπληκτικές ωριαίες εκπομπές στους «Άλλους Καιρούς», στον «ΑΝΤ1», που ξεπέρασαν το 65% σε θεαματικότητα. Μόλις τελειώσαμε το δεύτερο γύρισμα, με έπιασε σε μια άκρη και μου δήλωσε: «Πρόσεξε καλά, μετά απ' αυτό που κάναμε σήμερα, τα ρολά κατεβαίνουν οριστικά κι αμετάκλητα! Μην ακούσω ξανά κιχ, κουβέντα... Σύμφωνοι;».

Η παγίδα με τους φίλους.

          Όντως επί 10 χρόνια υπήρξα συνεπέστατη στην υπόσχεσή μου. Τον δέκατο χρόνο, όμως, δεν άντεξα, λύγισα.              Φθινόπωρο 2005. Τρίτος γύρος πολιορκίας. Ύπουλος! Μάζεψα κάποιους από τους πιο αγαπημένους του φίλους και συνεργάτες, βεβαιώθηκα ότι θα έρθουν οπωσδήποτε στο στούντιο, σε περίπτωση ...που ο Ξανθόπουλος θα δεχόταν να κάνουμε εκπομπή και του τηλεφώνησα. Μετά από τα τυπικά, του έριξα την ιδέα να ξαναβρεθούμε όλοι μαζί με κάποιους καλούς φίλους του.
- Σαν ποιους; με ρωτάει.
Κι αρχίζω να του λέω: Με την πρώτη κινηματογραφική «σύζυγό» του, την Αντζελα Ζήλεια, και τα «παιδιά» του, Βασίλη Καΐλα και Μαίρη Ευαγγέλου, τον Στέφανο Στρατηγό, τον Αθηνόδωρο Προύσαλη, τον κριτικό Τέχνης Χάρη Καμπουρίδη, τους ποδοσφαιριστές Κώστα Νεστορίδη και Κώστα Πολυχρονίου, τους εκδότες Οδυσσέα Χατζόπουλο και Αναστασία Παπαδημητρίου, την δημοσιογράφο Ελένη Γκίκα, τον στιχουργό Λευτέρη Χαψιάδη, τον Μιχάλη Βιολάρη, τον Γιάννη Μπουρνέλη, τον σκηνοθέτη Απόστολο Τεγόπουλο και καμιά δεκαριά ακόμη ηθοποιούς και τραγουδιστές.
- Ρε συ, ωραία ιδέα, μου λέει. Θα 'ρθείτε στο κτήμα;
- Όχι, κομπιάζω. Λέγαμε μήπως ερχόσουν εσύ...
- Εντάξει, απαντάει αμέσως. Πού και πότε;
Εδώ χαμηλώνω τη φωνή, βάζω όση γαλιφιά έχω απόθεμα για κάτι τέτοιες περιστάσεις και του δίνω απνευστί τα στοιχεία, «Δευτέρα τρεις το μεσημέρι στο στούντιο του Alpha».
Σιωπή στην άλλη άκρη της γραμμής.
- Νίκο μ' ακούς;
- Σ' ακούω και θαυμάζω το θράσος σου...
- Νίκο, να σου εξηγήσω...
- Πες μου μόνο αν τους έχεις ειδοποιήσει όλους αυτούς.
- Η αλήθεια είναι πως ναι... αλλά αν δεν μπορείς, να...
- Τη Δευτέρα στις δυόμισι θα είμαι εκεί. Άνοιγε κλείσε, άνοιγε κλείσε, λάστιχο τα κάναμε τα ρολά!
          Εκείνη τη Δευτέρα, με το που μαθεύτηκε στην περιοχή γύρω από το στούντιο ότι θα ερχόταν ο Ξανθόπουλος, άρχισε να μαζεύεται κόσμος από το πρωί. Όταν έφτασε, οι γύρω δρόμοι είχαν κλείσει από τον κόσμο. Εκείνος μιλούσε με όλους, έσφιγγε χέρια, δεχόταν αγκαλιές, του έφεραν λουλούδια, γλυκά, ζητούσαν αυτόγραφα, παραληρούσαν. Ο κόσμος δεν έλεγε να τον ξεχάσει κι ας μην έπαιζαν εδώ και δεκαετίες τα σινεμά ταινίες της Κλακ Φιλμς, ήταν 2005 κι ο Νίκος ήταν ήδη 70 χρόνων.
          Όταν μίλησε για όλα.
          Ήμουν αποφασισμένη να του κάνω μια εκπομπή όσο καλύτερη μπορούσα, μια εκπομπή που δε θα ξεχνούσε ποτέ, αντάξιά του. Ήξερα πως αυτή σίγουρα θα ήταν η τελευταία. Σ' εκείνο το «Κοίτα τι έκανες» στον «Alpha», το αγαπημένο «παιδί του λαού», αυτός που αποτύπωσε στις ερμηνείες του την τιμιότητα, την ανιδιοτέλεια και κυρίως τον μόχθο για μια καλύτερη ζωή, για την οποία πάλευαν οι άνθρωποι στις λαϊκές γειτονιές, μου μίλησε για τη ζωή του, για τη φτώχεια που βίωσε ως παιδί προσφυγικής οικογένειας στη Ν. Ιωνία, για τον τσαγκάρη και ψαρά πατέρα του, το ότι δούλευε από 8 χρόνων, για πέντε ζωές δηλαδή, για τον έρωτά του με την γυναίκα του, δέχτηκε στωικά τα πειράγματα των φίλων του και στο τέλος ερμήνευσε τις μεγάλες επιτυχίες των ταινιών του, καθώς και ποντιακά, κυπριακά και τουρκικά τραγούδια.
          Όμως, όταν μιλούσε για τον πατέρα του το βλέμμα του συννέφιαζε. Ιδίως όταν αναφερόταν στις ξένοιαστες παιδικές του μέρες, που τέλειωσαν απότομα, όταν ο πατέρας του βγήκε στο βουνό, πέρασε στη Ναύπακτο κι από τον Μόρνο ανέβηκε στ' αντάρτικα, με τον Άρη Βελουχιώτη.
          Λίγο μετά, τον μικρό Νίκο με την μάνα του τους συνέλαβαν και τους φυλάκισαν στην Εγλυκάδα. Εκεί έβλεπε κάθε μέρα να βασανίζουν άγρια την μάνα του για να μαρτυρήσει πού είναι ο άντρας της, ο αντάρτης, και με ποιους. Σε μια φυλακή με ανακατεμένους πολιτικούς και ποινικούς κρατούμενους, ο Νίκος ήταν ο «υπόδικος ετών εννέα»...
          Διαβάζοντας αποσπάσματα από το βιβλίο του, «Όσα θυμάμαι και όσα αγάπησα», των εκδόσεων «Άγκυρα», τα μάτια του μέσα από τα γυαλιά ήταν συνεχώς υγρά.
           Σε κάποια σημεία, κόμπιαζε από συγκίνηση:
           «Κάποτε είχα έναν μόνο στόχο, να ζήσω, να καταφέρω να ζήσω. Ακούγεται τώρα παράξενα αυτό, τώρα που είναι όλα εύκολα, αλλά στα χρόνια τα δικά μας, μες στους πολέμους, την Κατοχή και τον εμφύλιο, ήταν ένα επίτευγμα. Δε με ξέρετε, κανένας δε με ξέρει. Η εικόνα μου δεν είναι αυτή που δημιούργησαν, ίσως να φταίω κι εγώ που δεν αντιδρώ, δεν μιλάω. Κάποτε αποφάσισα να πάρω την οικογένειά μου και να φύγω να πάω στον Καναδά. Να κάνω μια νέα αρχή. Δεν άντεχα την αστάθεια, την ασάφεια, την ανασφάλεια, την καχυποψία, τον φθόνο, τη διαβολή, την επιβουλή. Κι όμως, στο χείλος της καταστροφής, την ύστατη στιγμή υπάρχει ένα μαγικό ραβδί, που μεταμορφώνει αυτή τη χώρα, μας μεταμορφώνει στους καλύτερους, τους συνεπέστερους, σταθερούς, σαφείς κι αποδοτικούς πολίτες, αντάξια τέκνα αυτής της υπέροχης άθλιας χώρας στην οποία ζούμε. Είναι να τρελαίνεσαι... Θέλω να ζητήσω συγγνώμη αν αδίκησα κανέναν, αν φέρθηκα άσχημα σε κανέναν. Μπορεί να μην το κατάλαβα, να μην το ήθελα...». (Απόσπασμα εκείνης της εκπομπής εδώ.) 
          Υπήρξε ένας σοφός και πεντακάθαρος άνθρωπος ο Νίκος Ξανθόπουλος, ένας αγωνιστής διαρκείας, που όλοι οι κίνδυνοι της ζωής που βίωσε σε μέγιστο, μάλιστα, βαθμό, δεν κατάφεραν να τον απογοητεύσουν και να τον κάνουν να αρνηθεί το όραμα που τον κρατούσε δυνατό και πεισματάρη. Ο αγαπημένος μαθητής του Δημήτρη Ροντήρη, και με δασκάλους τον Τερζάκη, τον Μελά, τον Κωτσόπουλο, την Παξινού, τον Χορν, τον Διαμαντόπουλο, που είχε ίνδαλμα τον Μάνο Κατράκη και συνεργάστηκε με την Ευτ. Παπαγιαννοπούλου, τον Απ. Καλδάρα, τον Ακη Πάνου, τον Στ. Ξαρχάκο κ.ά., ο σκληραγωγημένος αθλητής της ΑΕΚ, ο επιμελής σπουδαστής του Εθνικού Θεάτρου (και του «Θεάτρου Τέχνης» για λίγο), που έπαιξε τον Ορέστη στην «Ηλέκτρα», αλλά και στον «Αμλετ», στον «Οιδίποδα τύραννο», στον «Ιππόλυτο», στην «Εκάβη», που δοκιμάστηκε από γαλλικό μπουλβάρ μέχρι ...Αγκάθα Κρίστι, ο ανιψιός (από την πλευρά της πρώτης του γυναίκας, της Ελένης Καρπέτα) του Μπάμπη Γκολέμα και της Ελένης Βούλγαρη, την ιστορία των οποίων ο Παντελής Βούλγαρης αποτύπωσε στα «Πέτρινα Χρόνια», το κινηματογραφικό σούπερ σταρ, ο αισθαντικός λαϊκός ερμηνευτής των 300 τραγουδιών, ο άνθρωπος με - ίσως - τη μεγαλύτερη (και διαβασμένη) βιβλιοθήκη της Αθήνας, τα τελευταία χρόνια του τα αφιέρωσε στη γη.
          Έγινε ο τέλειος αγρότης! (Έστω και με ένα μικρό απωθημένο. Δεν άνοιξε τελικά το βιβλιοπωλείο που ονειρευόταν...). Στις τελευταίες του αναρτήσεις στο facebook, στα μέσα του περασμένου Δεκέμβρη, καμάρωνε για τις ελιές, το λάδι και τα ρόδια του, αλλά πιο πολύ για τα μανουσάκια της Εριφύλης, που μοσχοβολούσαν στο σαλόνι τους... Μετά από αυτές τις αναρτήσεις, ο χρόνος σταμάτησε στο προφίλ του. Πριν λίγες μέρες, εκείνα τα παλιο-ρολά που τα είχαμε κάνει λάστιχο, κατέβηκαν οριστικά.
          Σκέφτομαι κάτι που μου είχε πει στην τελευταία εκπομπή, όταν αναρωτιόμουν πώς διαχειρίστηκε την τόση αγάπη του κόσμου και την τεράστια επιτυχία.
          «Η επιτυχία μ' έκανε καλύτερο άνθρωπο», είχε πει.
          «Αναρωτιόμουν πάντα αν άξιζα αυτή την αγάπη και προσπαθούσα με τον καιρό να γίνομαι καλύτερος, πιο ταπεινός, πιο καταδεκτικός, αλληλέγγυος, πιο έντιμος, πιο εντάξει. Είναι αχαριστία να σου συμβαίνει κάτι καλό και να γίνεσαι καθίκι. Οφείλεις να γίνεις καλύτερος».


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.