ΝΑ ΔΙΑΣΚΕΥΑΣΤΕΙ Ή ΝΑ ΜΗΝ ΔΙΑΣΚΕΥΑΣΤΕΙ;
- Ημερομηνία: Τετάρτη, 27/01/2016 14:36
Κι όμως σπουδαίοι συγγραφείς έχουν ασχοληθεί με τις προσαρμογές, μεταξύ των οποίων και οι ίδιοι οι κλασικοί, που πολλές φορές, μεγάλα τους έργα, βασίστηκαν σε ήδη υπάρχοντα κείμενα (θεατρικά και μη).
Οι προσαρμογές, μπορεί να είναι και εξαιρετικά ενδιαφέρουσες, αν φυσικά δεν γίνονται απλώς και μόνο για να αποφευχθεί η καταβολή πνευματικών δικαιωμάτων, πράγμα σύνηθες στις μέρες μας. Βασικά, η προσαρμογή είναι μια τέχνη, όπως ακριβώς και η μετάφραση, όπου ο διασκευαστής καλείται να «μεταφράσει» το λόγο του συγγραφέα, στο σήμερα. Οι συνθήκες σε κάποια κείμενα είναι τόσο απομακρυσμένες από το παρόν, που τελικά μπορεί να μην αφορούν το σύγχρονο θεατή κι έτσι ένα ωραίο έργο να καταδικαστεί στο χρονοντούλαπο. Εκεί μια προσαρμογή μπορεί να κάνει θαύματα.
Ο David Hare, ο διάσημος Βρετανός συγγραφέας, έχει κατά κόρον και με επιτυχία, ασχοληθεί με τις προσαρμογές έργων του Τσέχωφ, του Ίψεν και άλλων στη σύγχρονη εποχή. Ο ίδιος ο Hare γράφει:
«Αμέσως μόλις έγινα θεατρικός συγγραφέας, κατάλαβα ότι δεν είχα καμία δουλειά με την θεατρική προσαρμογή. Το διαπίστωσα καλά αυτό, όταν ανέλαβα να γράψω μια νέα εκδοχή για το «Οι κανόνες του παιχνιδιού» του Πιραντέλο, για το Εθνικό θέατρο.Η αποτυχημένη αυτή προσπάθεια, απέδειξε ότι δεν γνώριζα τίποτα για το έργο του κι ακόμη λιγότερα για το πώς γίνεται μια θεατρική μεταφορά. Είχα από πριν την πεποίθηση, ότι οι δραματουργοί πρέπει να γράφουν τα δικά τους έργα κι όχι να γίνονται λαθρεπιβάτες στα έργα άλλων, αναπροσαρμόζοντάς τα. Η πεποίθηση αυτή άλλαξε ριζικά το 1991 όταν ο Jonathan Kent , καλλιτεχνικός διευθυντής του Almeida Theatre, μου ανέθεσε εκ νέου την θεατρική μεταφορά του έργου του Πιραντέλο, για μια νέα σκηνική εκδοχή. Ξαναδιαβάζοντας το έργο, ένιωσα ντροπή για την προηγούμενη απόπειρα μου και προσφέρθηκα να το κάνω δωρεάν. Καταπιάστηκα λοιπόν, σοβαρά και έτσι ξεκίνησε η συνεργασία μου με το συγκεκριμένο θέατρο το οποίο είχε ως στόχο να ξαναβρεί και να ερμηνεύσει εκ νέου το ευρωπαϊκό ρεπερτόριο και κυρίως τον Μπρεχτ και τον Τσέχωφ. Ο καλύτερος τρόπος μου να περιγράψω τι είναι η θεατρική διασκευή ενός έργου είναι το "κατεύθυνση δια αντιπροσώπου". Δεν κάνεις την δουλειά του σκηνοθέτη, αλλά καθώς διασκευάζεις ένα έργο είναι σαν να δημιουργείς μια μικρή παραγωγή στο μυαλό σου. Οι μεγάλοι σκηνοθέτες μετά, απλώς ρυθμίζουν το έργο ώστε να είναι κατανοητό από το κοινό. Ως προς τη διασκευή κλασικών έργων, το ζητούμενο δεν είναι να μεταφράσεις λέξη προς λέξη το πρωτότυπο, αλλά να επιλέξεις ποιες πτυχές του έργου, θέλεις να φωτίσεις, ώστε ακόμα και η γλώσσα του συγγραφέα να βρίσκει πατήματα σε μια εντελώς διαφορετική εποχή και πολιτισμό. Ο Ίψεν κατέληξε στο ίδιο ακριβώς συμπέρασμα όταν επέμενε ότι αν τα έργα του αντέξουν μετά το θάνατό του, θα πρέπει να διασκευάζονται συνεχώς για τις ανάγκες της εποχής και της γλώσσας».
Φυσικά πάντα ελλοχεύουν κίνδυνοι, καθότι οι προσαρμογές μπορούν να φθείρουν το ιδεολόγημα ενός κειμένου ή να του στερήσουν τον γλωσσικό του πλούτο. Για παράδειγμα, αν ο Παπαδιαμάντης διασκευαζόταν σε δημοτική, θα ήταν «λογοτεχνικό έγκλημα» αφού η γλώσσα του είναι θησαυρός ανεκτίμητος.
Το θέμα είναι λοιπόν, το τι επιλέγουμε να προσαρμόσουμε και πώς ο κάθε συγγραφέας σέβεται το έργο του προκατόχου του.
Και κλείνοντας είναι σημαντικό να καταλάβουμε πως οι προσαρμογές δεν είναι «κλοπή» ούτε «θανάσιμο αμάρτημα», αρκεί να δηλώνεται η πηγή και όχι να παρουσιάζονται ως πρωτογενείς δημιουργίες, όπως κάποιες στην εποχή μας.