• Buzz
  • ΜΙΣΑ - ΜΙΣΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ
ΜΙΣΑ - ΜΙΣΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΜΙΣΑ - ΜΙΣΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ


3.0/5 κατάταξη (4 ψήφοι)

Το έργο των Καταλανών Τζόρντι Σάντσεθ και Πεπ Άντον Γκόμεθ (Jordi Sánchez & Pep Anton Gómez) "Μισά-Μισά" (Mitad y Mitad) σκηνοθετεί στο μικρό Γκλόρια ο Γιάννος Περλέγκας.
Γράφτηκε το 2002, αλλά παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Ισπανία το 2012 και μας εξιστορεί την ιστορία του Χουάν και του Κάρλος, δύο ετεροθαλών αδερφών και της κατάκοιτης μητέρας τους, οι οποίο συναντιούνται ένα βράδυ στο σπίτι του δεύτερου (όπου ζει με τη μητέρα του), νομίζοντας ότι αυτή πέθανε. Η μητέρα τους είναι μεγάλη σε ηλικία, έχει υποστεί εμβολή που της άφησε πολλά κουσούρια πριν πολλά χρόνια, ταλαιπωρείται από γρίπη, αλλά αρνείται πεισματικά να πεθάνει. Ο Χουάν είναι γύρω στα 50, έχει μια υπερβολικά κτητική και σχεδόν φαλακρή σύζυγο και σοβαρά οικονομικά προβλήματα με την επιχείρησή του, ενώ ο Κάρλος είναι 42 και έχει παραμείνει στην ίδια στέγη με τη μητέρα του για να τη φροντίζει και να την προσέχει. Και οι δύο περιμένουν το θάνατο της μητέρας, για να την κληρονομήσουν, αν και τα βιβλιάριά της που έχουν ανακαλύψει δεν ανταποκρίνονται στις οικονομίες που περίμεναν ότι θα είχε. Η βραδιά είναι μεγάλη και κατά τη διάρκειά της θα ειπωθούν αλήθειες που παρέμεναν κρυμμένες, θα αποκαλυφθούν μυστικά και θα υπάρξουν συγκρούσεις και εκπλήξεις. Και από των δύο το μυαλό περνά η ιδέα να σκοτώσουν την κατάκοιτη γυναίκα κατά τη διάρκεια της νύχτας, αλλά τελικά κανένας δεν έχει το απαιτούμενο θάρρος να το πράξει.
Η μετάφραση είναι της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ, έχει ροή και συνέχεια και φαίνεται να έχει αποτυπώσει επακριβώς τόσο την κωμική πλευρά της αδερφικής διαμάχης, όσο και τη δραματική της.

Ο Γιάννος Περλέγκας αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία της παράστασης, ισορροπώντας ανάμεσα σε ένα βαθύ σαρκασμό της ανθρώπινης ψυχολογίας, αλλά και μία ενδελεχή ακτινογράφησή της. Οι μεταβάσεις από την κωμωδία στο δράμα, από το γέλιο στην αγωνία, από την αισιοδοξία στη μιζέρια είναι συνεχείς, αυθόρμητες, ανθρώπινες και δημιουργούν ένα ενιαίο σύνολο. Οι χαρακτήρες είναι καθημερινοί και βασανίζονται από προβλήματα και αδιέξοδα που όλοι βιώνουμε αργά ή γρήγορα. Η σκηνοθετική προσέγγιση όμως δεν αρκείται σε μία επιφανειακή ανάγνωση της εποχής της οικονομικής κρίσης, σκαρώνοντας μια εύπεπτη κωμωδία, αλλά προχωρά βαθύτερα, διερευνώντας τη σχέση μητέρας-γιού, των αδερφών μεταξύ τους, αλλά και των ατόμων που κινούνται γύρω τους. Η πίκρα, τα απωθημένα, οι εξαρτήσεις, τα προσωπικά αδιέξοδα είναι όλα παρόντα και οδηγούν τη σκέψη και συχνά και το λόγο των δύο αντρών, ωθώντας σε μία κλιμακούμενη αντιπαράθεση σχεδόν μέχρις εσχάτων, με αντάλλαγμα την απελευθέρωσή τους από τα προσωπικά ψυχολογικά βαρίδια του καθενός. Όλη η δράση εκτυλίσσεται γύρω από ένα έξυπνα στημένο πηγάδι στη μέση της σκηνής, ο ρυθμός είναι γρήγορος και σφιχτός, χωρίς κοιλιές, με έξυπνες κωμικές ατάκες, κάποιες απαραίτητες σιωπές να δίνουν την ευκαιρία στους ήρωες να συνειδητοποιούν τη βαρύτητα των λόγων τους και τη σκηνική χημεία των δύο πρωταγωνιστών να είναι εξαιρετική. Κάποιες φωνητικές υπερβολές δε χαλούν τη γενικότερη πολύ καλή εικόνα. Η μητέρα δεν εμφανίζεται ποτέ, με την παρουσία της να γίνεται όμως αισθητή από το κουδούνι που χτυπά για να ειδοποιήσει ότι χρειάζεται κάτι.

Ο Θάνος Τοκάκης αναλαμβάνει το ρόλο του μεγαλύτερου αδερφού, του Χουάν, ο οποίος πνίγεται από την καταπίεση της γυναίκας του και τα μεγάλα οικονομικά ανοίγματα που έχει, βλέποντας το θάνατο της μητέρας του ως μοναδική σανίδα σωτηρίας. Πατά στέρεα στα κωμικά ερείσματα του χαρακτήρα του (με έξυπνες προσθήκες από commedia dell' arte) και τα εξελίσσει με μία λανθάνουσα υπερβολή στην κίνηση, μια κρυφή ειρωνεία στο λόγο, μια πικρία στο βλέμμα, αλλά και τη βαθύτερη ανάγκη να ξεφύγει από τη μέγγενη των προβλημάτων του. Η εξωτερικότητα της ερμηνείας του δεν επισκιάζει καθόλου το συναισθηματικό υπόβαθρο του ρόλου του, το οποίο βλέπουμε από τις χαραμάδες που αφήνει στην έκφρασή του και οι οποίες γίνονται όλο και μεγαλύτερες, όσο η βραδιά οδεύει προς την κορύφωσή της, αποδίδοντας εξαιρετικά τις ψυχολογικές μεταπτώσεις του ήρωά του.
Ο Θανάσης Δήμου υποδύεται τον Κάρλος, κρατά πιο χαμηλούς τόνους από τον αδερφό του, δημιουργώντας ένα ενδιαφέρον δίπολο χαρακτήρων. Υποφέρει για χρόνια τις παραξενιές της κατάκοιτης μητέρας του, είναι αυθόρμητα φοβικός, συχνά με ένα ελαφρό τραύλισμα, αρέσκεται να αποφεύγει τις συγκρούσεις, ενώ η (αμυντική) στάση του σώματός του προδίδει ότι βρίσκεται πολύ κοντά στα όριά του. Δείχνει συνηθισμένος στην εκμετάλλευση των άλλων και αναζητά τον τρόπο να σπάσει τα δεσμά του, να απελευθερώσει τα απωθημένα του και να ζήσει πραγματικά. Απελευθερώνει κλιμακωτά τις ποιότητες του χαρακτήρα του και την καταπιεσμένη του διεκδικητικότητα προκαλώντας μια γνήσια συμπάθεια από την πλευρά του θεατή και κάνοντάς τον συμμέτοχο στα παθήματά του. Οι δύο ηθοποιοί διατηρούν την αυτοτέλεια της ερμηνείας τους, αλλά συνδυάζονται εξαιρετικά στο σανίδι, συμπληρώνοντας ο ένας τον άλλο, και δημιουργώντας ένα πολύ επιτυχημένο δίδυμο αντιθέσεων στη σκηνή.

Το σκηνικό χώρο επιμελήθηκαν η Λουκία Χουλιάρα και η Γεωργία Μπούρα, με ένα μεγάλο πηγάδι να δεσπόζει στο μέσο της σκηνής και τη σκηνική δράση να εκτυλίσσεται τόσο μέσα όσο και γύρω από αυτό, ενώ οι δύο τοίχοι παίζουν το ρόλο μαυροπίνακα, όπου οι ήρωες σημειώνουν νούμερα, ώρες και αστείες ατάκες. Τα κοστούμια των ίδιων από τα απλά, καθημερινά ρούχα, στην κλιμάκωση της έντασης και της αντιπαράθεσης των αδερφών παραπέμπουν σε ταυρομάχους, δίνοντας έμφαση στη μέχρι εσχάτων "μάχη" τους.
Η κίνηση της Δήμητρας Ευθυμιοπούλου ήταν συνεχής, νευρώδης και συνέβαλλε στο κωμικό μομέντουμ της παράστασης.
Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασσόπουλου εστίαζαν σωστά είτε στο πηγάδι (όταν αυτό αποτελούσε το κέντρο του σκηνικού ενδιαφέροντος), είτε στους ήρωες στις λεκτικές τους αντιπαραθέσεις.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Μικρού Γκλόρια, παρακολούθησα μία παράσταση σύγχρονη, ζωντανή, επίκαιρη, με τη σκηνοθεσία να προτάσσει ως βασικό της όχημα την κωμωδία για να θίξει καθημερινά προβλήματα σχέσεων. Ο ρυθμός είναι γρήγορος, δεν κάνει κοιλιές και η πλοκή κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή μέχρι το τέλος. Οι δύο πρωταγωνιστές κρατούν τις ισορροπίες (με ελάχιστες υπερβολές), έχουν σχεδόν υποδειγματική χημεία και συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.