• Buzz
  • ΚΑΘΕ ΤΡΙΤΗ ΜΕ ΤΟΝ ΜΟΡΙ - ΚΡΙΤΙΚΗ
ΚΑΘΕ ΤΡΙΤΗ ΜΕ ΤΟΝ ΜΟΡΙ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΚΑΘΕ ΤΡΙΤΗ ΜΕ ΤΟΝ ΜΟΡΙ - ΚΡΙΤΙΚΗ


3.0/5 κατάταξη (8 ψήφοι)

Το έργο των Αμερικανών Μιτς Άλμπομ και Τζέφρυ Χάτσερ (Mitch Albom και Jeffrey Hatcher) "Κάθε Τρίτη με τον Μόρι" (Tuesdays with Morrie) σκηνοθετεί στο Θέατρο Ιλίσια ο Νικορέστης Χανιωτάκης. Το βιβλίο του Mitch Albom δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1997 και διασκευάστηκε για τηλεοπτική ταινία το 1999 (με τον Jack Lemmon στον ομώνυμο ρόλο, που του χάρισε και βραβείο Έμμι και τον Hank Azaria). To 2002 διασκευάστηκε για το θέατρο από το συγγραφέα και τον Jeffrey Hatcher και ανέβηκε στο off-Broadway Mineta Lane Theatre. Ο Μιτς γίνεται ο αγαπημένος φοιτητής του καθηγητή της Κοινωνιολογίας Μόρι Σβαρτζ και υπόσχεται να κρατήσει επαφή μαζί του και μετά την αποφοίτησή του, υπόσχεση που όμως δε θα κρατήσει. Η ζωή και η ανάγκη για επιβίωση τον κάνουν να ασχοληθεί με το αθλητικό ρεπορτάζ, με μόνιμη στήλη σε εφημερίδα του Ντιτρόιτ και πολυάσχολο πρόγραμμα, ξεχνώντας τον καθηγητή του. Όταν τον βλέπει σε ένα βραδυνό τηλεοπτικό σόου να μιλάει για την ασθένεια από την οποία πάσχει, την αρρώστια του Λου Γκέριγκ, η οποία είναι θανατηφόρα, τηλεφωνεί στον πρώην καθηγητή του και πηγαίνει να τον επισκεφθεί στη Μασσαχουσέττη. Η κατ' αρχήν τυπική επίσκεψη εξελίσσεται σε ουσιαστική και ο Μιτς αρχίζει να επισκέπτεται τον καθηγητή του κάθε Τρίτη και να καταγράφει σε κασσετόφωνο τις συνομιλίες τους. Μέχρι η αρρώστια να θέσει αναγκαστικό τέρμα στις συναντήσεις αυτές. Η αρχική μετάφραση είναι του Ζαφείρη Χαϊτίδη και δεν είχε κενά ή ασάφειες, ενώ η απόδοσή του έγινε από το σκηνοθέτη και το Γρηγόρη Βαλτινό.

Ο Νικορέστης Χανιωτάκης στη σκηνοθετική επιμέλεια του εγχειρήματος, επιχειρεί να ακτινογραφήσει τη βαθιά και ειλικρινή σχέση δύο ανθρώπων διαφορετικών, την εξέλιξή της στην πάροδο του χρόνου και να αναδείξει την αλήθεια και την ουσία της. Επιλέγει την αμεσότητα στους σκηνικούς διαλόγους των ηθοποιών, με αυτούς να απευθύνονται συχνά προς την πλατεία, κάνοντας αυτόματα τους θεατές κοινωνούς της σχέσης των δύο αντρών και ουσιαστικά καταργώντας την απόσταση μεταξύ τους. Τα διαλογικά κομμάτια εναλλάσσονται με αφήγηση, για να γεφυρωθούν τα χρονικά κενά της εξέλιξης της ιστορίας, αλλά και για να συνδεθούν οι ιδιαίτερες προσωπικές ιστορίες του καθενός μεταξύ τους. Υπάρχουν αναδρομές στο παρελθόν, καθώς αυτό αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία οικοδομείται το παρόν της σχέσης των δύο. Το χιούμορ είναι πάντα παρόν, όπως και το συναίσθημα, που κάποιες φορές αγγίζει ίσως το μελό, αλλά δε γίνεται δυσάρεστο, καθώς δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το θέατρο δεν είναι αποκομμένο από την ψυχή του θεατή και χρειάζεται να απευθύνεται και σε αυτή. Υπάρχουν κάποιες μικρές κοιλιές μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, αλλά ο ρυθμός της παράστασης δεν κουράζει και η εναλλαγή των εικόνων κρατά δυναμικά το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος. Η λαχτάρα για τη ζωή, το κυνήγι της επιτυχίας και της αναγνώρισης, αλλά και η απλή, ανόθευτη αγάπη μεταξύ των ανθρώπων προβάλλονται με τρόπο απλό, κατανοητό και απόλυτα προσιτό στο θεατή.

Ο Γρηγόρης Βαλτινός ερμηνεύει τον καθηγητή Κοινωνιολογίας Morrie Schwartz, εγκαταλείποντας την κομεντί που γνωρίζει πολύ καλά για ένα σαφώς πιο δραματικό χαρακτήρα. Κι εδώ όμως δεν μπορείς παρά να χειροκροτήσεις την ικανότητά του να προσαρμόζεται σχεδόν απόλυτα στις απαιτήσεις του ρόλου του και να χρησιμοποιεί με άνεση και ευστροφία όλη την γκάμα των πλούσιων εκφραστικών του μέσων. Υπάρχουν οι κωμικές πινελιές που ίσως του είναι πιο εύκολες, αλλά είναι εξίσου πειστικός σαν ένας άνθρωπος που έχει πάθος για ζωή, αρνείται να παραιτηθεί από αυτήν και περιγελά το θάνατο, μέχρι να τον εγκαταλείψουν πλήρως οι δυνάμεις του. Έχει μια φυσική ποιότητα, έναν αέρα σπουδαίου ερμηνευτή, χωρίς να καταφεύγει σε θεατρινισμούς ή υπερβολές.
Ο Γιάννης Σαρακατσάνης υποδύεται το φοιτητή (και μετέπειτα αθλητικογράφο) Mitch Albom, σε ένα ρόλο φαινομενικά αταίριαστο σε σχέση με αυτά που τον έχουμε συνηθίσει να παίζει στο θέατρο. Διέκρινα ένα ίχνος σκηνικής αμηχανίας στις πρώτες του σκηνές ως φοιτητή, αλλά στη συνέχεια αποτύπωσε εύστοχα τον τεχνοκράτη ρεπόρτερ, για τον οποίο το ρολόι είναι ο μόνιμος σύντροφός του και η αγωνία για τη διατήρηση της στήλης και του "ονόματός" του ένας μόνιμος βραχνάς. Έχει μεγάλη άνεση όταν απευθύνεται στο κοινό και διατηρεί μια ευελιξία κινούμενος μεταξύ του "ψυχρού" δημοσιογράφου, αλλά και του ευαίσθητου και ανήσυχου ακροατή του πρώην καθηγητή του. Η έμφυτη κωμική του φλέβα κάνει παιχνιδάκι τις κωμικές αποχρώσεις του ρόλου του.

Το σκηνικό του Γιάννη Μουρίκη έχει λειτουργικότητα, χρησιμοποιεί όλο το διαθέσιμο χώρο και έχει προσαρμοστεί στις ιδιαιτερότητές του, αφήνει αρκετά περιθώρια για την κίνηση των ηθοποιών και ίσως το μόνο που κατά στιγμές με ενόχλησε ήταν η κάπως υπερβολική παρουσία της σκηνικής κουρτίνας μπροστά από το "σαλόνι" του Μόρι.
Τα κοστούμια του Γιώργου Σεγρεδάκη ήταν σύγχρονα και αντιπροσωπευτικά των χαρακτήρων που έντυσαν, ενώ οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί του Νίκου Βλασσόπουλου εστίασαν σωστά στους πρωταγωνιστές.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Ιλίσια-Βολανάκης, παρακολούθησα μια παράσταση ενός έργου με σύγχρονο θεματικό πυρήνα που απευθύνεται με αμεσότητα στις ευαισθησίες του θεατή. Η σκηνοθετική προσέγγιση έξυπνη, πραγματεύθηκε ένα βαρύ θέμα, με ελάχιστες αρρυθμίες, χωρίς να το κάνει ψυχοπλακωτικό ή βαρετό, είχε σε κατάλληλες δόσεις το χιούμορ, το συναίσθημα και την ανθρώπινη ευαισθησία και χρησιμοποίησε εύστοχα τις εναλλαγές δράσης και αφήγησης. Το μεγαλύτερο όμως ατού της παράστασης στάθηκε η χημεία των δύο πρωταγωνιστών, οι οποίοι μέσα από τη διαφορετικότητά τους, συμπλήρωσαν ο ένας τον άλλο, είχαν σκηνική άνεση και χρησιμοποίησαν σωστά τα εκφραστικά τους μέσα για να αποτυπώσουν με ευκρίνεια δύο χαρακτήρες σημερινούς και απόλυτα αναγνωρίσιμους.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.