• Buzz
  • ΗΛΕΚΤΡΑ/ΟΡΕΣΤΗΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ
ΗΛΕΚΤΡΑ/ΟΡΕΣΤΗΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΗΛΕΚΤΡΑ/ΟΡΕΣΤΗΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ


5.0/5 κατάταξη (2 ψήφοι)

Την παράσταση "Ηλέκτρα/Ορέστης" σκηνοθέτησε με το θίασο της Comédie Française στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου ο Βέλγος σκηνοθέτης Ivo van Howe. Δύο τραγωδίες του Ευριπίδη που διηγούνται τις περιπέτειες της οικογένειας των Ατρειδών γίνονται μια ενιαία παράσταση. Η Ηλέκτρα διδάχτηκε για πρώτη φορά το 413 π.Χ. και ο μεταγενέστερος Ορέστης το 408 π.Χ. Η κόρη του Αγαμέμνονα εκδιωγμένη από το παλάτι από τη μητέρα της την Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της τον Αίγισθο, ζει σε μια αγροτική περιοχή έξω από το Άργος, παντρεμένη με ένα φτωχό γεωργό, που δεν την έχει πλησιάσει ερωτικά σεβόμενος τη βασιλική της προέλευση. Οι δύο ξένοι που καταφθάνουν στην πόρτα της φέρνοντάς της νέα από τον εξορισμένο αδερφό της, τον Ορέστη, τον οποίο η ίδια θεωρεί πεθαμένο, τελικά αποκαλύπτεται πως είναι ο ίδιος ο Ορέστης με τον αδερφικό του φίλο τον Πυλάδη. Οι τρεις αυτοί ήρωες απεργάζονται ένα σχέδιο εκδίκησης για το θάνατο του πατέρα τους, με το οποίο αρχικά δολοφονούν τον Αίγισθο ενώ αυτός είναι εκτός παλατιού και κάνει χοές και στη συνέχεια τη μητέρα τους, την οποία έχει καλέσει στο σπίτι της η Ηλέκτρα με τη δικαιολογία ότι έχει γεννήσει. Τα δύο αδέρφια μετά τους δύο φόνους βασανίζονται από τύψεις, ενώ ήδη έχουν αρχίσει και τους καταδιώκουν οι Ερινύες. Από το οικογενειακό τους περιβάλλον η Ελένη τους κατηγορεί για λάθος χειρισμούς, ο Μενέλαος αρνείται να τους συνδράμει με οποιοδήποτε τρόπο, ενώ ο Τυνδάρεως οργισμένος τους καταριέται. Η συνέλευση των Αργείων τους καταδικάζει σε θάνατο κι αυτοί καταστρώνουν σχέδιο δολοφονίας της Ελένης και απαγωγής της Ερμιόνης (κόρης του Μενέλαου και της Ελένης) για να εκβιάσουν βοήθεια από τον πατέρα της. Η εμφάνιση του Απόλλωνα δίνει μια λύση λιγότερο αιματηρή, με την Ηλέκτρα να παντρεύεται τον Πυλάδη και ο Ορέστης την Ερμιόνη και το θεό να προφητεύει δίκη και αθώωση του Ορέστη. Τη μετάφραση στα Γαλλικά επιμελήθηκε η Marie Delcourt-Curvers και τους υπέρτιτλους στα Ελληνικά ο Λεωνίδας Καρατζάς.

Ο Ivo van Hove στη σκηνοθεσία της παράστασης κρατάει τη ραχοκοκαλιά του λόγου του Ευριπίδη, χωρίς να αλλοιώσει την ουσία και τα μηνύματά του, αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί έντονες εικόνες που συνοδεύουν το λόγο αυτόν και τον φέρνουν σε μία πιο σύγχρονη πραγματικότητα. Τα δύο έργα παρουσιάζονται σε μία ενότητα με το ένα να αρχίζει εκεί που τελειώνει το άλλο, παραλείποντας κάποιες λεπτομέρειες της πλοκής, αλλά ενοποιώντας τις ιστορίες με τρόπο φυσικό και χωρίς κενά ή χάσματα κατανόησης για το θεατή. Η δικαιοσύνη, η εκδίκηση, το πεπρωμένο, ο αυτοκαταστροφικός εαυτός που κρύβει ο άνθρωπος μέσα του, η τύφλωση της βίας είναι οι νοηματικοί πυλώνες στους οποίους βασίζει ο Βέλγος σκηνοθέτης το εγχείρημά του, ενώ οι εναλλαγές στην κατάσταση θύτη-θύματος των ηρώων είναι συνεχείς και υπογραμμίζουν πόσο λεπτά είναι τα όρια μεταξύ τους. Η βία, άμεση και έμμεση, των στίχων του Ευριπίδη δεν εννοείται, δε γίνεται αφήγηση, ούτε μένει μόνο πίσω από τοίχους και κλειστές πόρτες, αλλά γίνεται εικόνα δυναμική, έντονη που συχνά φλερτάρει με την ωμότητα, αλλά ουσιαστικά απεικονίζει με ρεαλισμό το σήμερα που μας περιβάλλει. Η σκηνοθετική οπτική δεν προσπαθεί να σοκάρει για να καταφύγει σε ένα φτηνό κι εύκολο εντυπωσιασμό, αλλά επιχειρεί ένα ρεαλιστικό σχόλιο πάνω στην ίδια την ανθρώπινη φύση και την τραγικότητά της, με την ένταση να αναδύεται φυσικά από την ψυχή των ηρώων ως μέρος του χαρακτήρα τους (έστω και με μια ελαφρά υπερβολή). Τα χορικά περιορίστηκαν σημαντικά για να μη λιμνάσει σε διάρκεια η παράσταση και μπορεί να έλειψε ο λυρισμός τους και η συναισθηματική ένταση που εκπορεύεται από αυτά, αλλά η σκηνοθεσία κατάφερε ο χορός να έχει και ψυχή και ρόλο και να αποτελέσει ενεργό κύτταρο της παράστασης. Το σκηνικό βρίθει συμβολισμών και η καθοδήγηση του σκηνοθέτη προς τους ηθοποιούς του είναι σαφής, ξεκάθαρη και προσεκτικά δουλεμένη. Τέλος, η χρήση μικροφώνων δεν ήταν επιβεβλημένη, καθώς οι επιλεγέντες και επιλεγείσες ηθοποιοί έδειξαν να έχουν το φωνητικό διαμέτρημα να ακουστούν καθαρά και χωρίς αυτά στο χώρο της Επιδαύρου.

Η Suliane Brahim στο ρόλο της Ηλέκτρας καταφέρνει να αποτυπώσει εύστοχα τα δύο πρόσωπα της ηρωίδας του Ευριπίδη. Στην αρχή βλέπουμε μια κοπέλα που δείχνει να έχει παραιτηθεί από τη ζωή και δεν περιμένει τίποτε από αυτή. Η έκφρασή της δείχνει χαμένη, ενώ η κίνησή της, χωρίς ίχνος από τη θηλυκή της φύση, θυμίζει αγρίμι που είναι παγιδευμένο σε κλουβί. Η προοδευτική της μετάβαση στη σκληρή, εκδικητική κόρη, με μία ανεξέλεγκτα οργισμένη έκφραση και κίνηση νευρική αλλά στέρεη, είναι εξαιρετική και δείχνοντας να έχει τον απόλυτο έλεγχο των εκφραστικών της μέσων. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο αδερφός της στη σκηνή, ο Ορέστης, τον οποίο υποδύεται ο Christophe Montenez, ο οποίος δίνει μια επίσης ολοκληρωμένη ερμηνεία. Στην αρχή είναι ο ώριμος και αποφασισμένος γιος που επιστρέφει για να διεκδικήσει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του από αυτούς που επιχείρησαν να τον καταστρέψουν. Το συναίσθημα τον εγκαταλείπει με την πάροδο του χρόνου και από τη φάση της εκδίκησης την οποία "δικαιολογεί" το συσσωρευμένο συναίσθημα, γίνεται σχεδόν αυθόρμητα μια δολοφονική μηχανή, μοιάζοντας να χάνει τα λογικά του. Ο λόγος του γίνεται παραληρηματικός, η κίνησή του μηχανική και πλάθει έναν κυνικό και χωρίς ηθικούς φραγμούς Ορέστη, για να καταλήξει συντετριμμένος από την ίδια του τη μανία. Ο Loϊc Corbery παίζει τον Πυλάδη, αδερφικό φίλο του Ορέστη και τον ακολουθεί κατά πόδας, σε λόγο, κίνηση, έκφραση και αντιδράσεις. Η σκηνοθετική ματιά τον ήθελε με περισσότερα λόγια από ότι στο αρχαίο κείμενο, κάτι που ναι μεν "έσπασε" τη νόρμα της σιωπηλής σκιάς του Ορέστη, αλλά χρησιμοποιήθηκε έξυπνα μέχρι το τέλος, αποτελώντας το αναγκαίο ψυχολογικό του στήριγμα. Η Elsa Lepoivre ερμήνευσε τόσο την Κλυταιμνήστρα, όσο και την αδερφή της Ελένη με παρόμοια υφολογική προσέγγιση. Με κίνηση αργή, σχεδόν τελετουργική, στήσιμο που ταιριάζει σε βασίλισσα, λόγο στακάτο και σωστά τονισμένο απέδωσε με ακρίβεια τις δύο γυναίκες των Ατρειδών. Στο ρόλο της Ελένης ήταν εξαιρετική η αποστροφή της στο φτωχικό και λασπωμένο περιβάλλον της Ηλέκτρας, στο οποίο αναγκάζεται να βυθιστεί και να τσαλακωθεί. Ο Μενέλαος του Denis Podalydès είχε μια σχετική σκηνική αμηχανία και μια αποστασιοποίηση από τοη ήρωά του χωρίς να καταφέρει να είναι πειστικός στον άβουλο και αναποφάσιστο χαρακτήρα του αρχικού κειμένου. Ο Didier Sandre ως Τυνδάρεως πλάθει έναν πολύ δουλεμένο ηλικιωμένο άντρα, ψυχολογικά κουρασμένο, αλλά σοφό, οργισμένο και με τη λογική να επιχειρηματολογήσει κατά της εκδίκησης, δείχνονας να ξέρει να κρατά τις ισορροπίες του ήρωά του. Ο Gaël Kamilindi είναι η φιγούρα του Από Μηχανής Θεού, του Απόλλωνα, ο οποίος βγαίνει από το πλήθος και δίνει τη λύση στη συνέχεια του δράματος, κατευνάζοντας τα πάθη και αποκαθιστώντας την κανονικότητα. Λόγος καθαρός, χωρίς ιδιαίτερο χρώμα και κίνηση, ζωηρή αλλά άκαμπτη, όπως θα ταίριαζε σε ένα Θεό που παρεμβαίνει χωρίς συναίσθημα στις ανθρώπινες ζωές για να μη συντριβούν από τις πράξεις τους. Η Rebecca Marder στο σύντομο ρόλο της Ερμιόνης, καταφέρνει να δώσει όλο τον πανικό και την αθωότητα μιας ανυποψίαστης νεαρής κοπέλας που μπλέκεται άθελά της στον κυκεώνα των συγκρούσεων των υπόλοιπων ηρώων. Ο Eric Génovèse ως Φρύγας υπηρέτης, ο Bruno Raffaelli ως Γέρος Μυκηναίος και ο Benjamin Lavernhe ως Μυκηναίος σύζυγος της Ηλέκτρας συμπλήρωσαν με το ταλέντο τους το πολύ καλό καστ της παράστασης. Ο χορός αποτελείται από την Claude Mathieu που είναι μια στιβαρή και ενίοτε σπαρακτική κορυφαία και τις Cécile Brune, Sylvia Bergé και Julie Sicard και παρά την έλλειψη ξεκάθαρων χορικών κομματιών είχε ιδιαίτερη παρουσία με κίνηση έντονη, δυναμική, τελετουργική, συμμετέχοντας στα πάθη των ηρώων του έργου. Στην παράσταση συμμετέχουν και οι ηθοποιοί της ακαδημίας της Comédie Française, Peio Berterretche (στο ρόλο του νεκρού Αίγισθου), Pauline Chabrol, Olivier Lugo, Noémie Pasteger και Léa Schweitzer (στο χορό), με το Trio Xenakis (Adélaïde Ferrière, Emmanuel Jacquet, Rodolphe Théry), και τους Othman Louati, Romain Maisonnasse, Benoît Maurin στα κρουστά να συνοδεύουν ζωντανά με τους ήχους τους την παράσταση.

Στο εξαιρετικό και ιδιαίτερα λειτουργικό σκηνικό του Jan Versweyveld είδαμε τη σκηνή να έχει καλυφθεί με ένα παχύ στρώμα μαύρου χώματος που γίνεται λάσπη για να καλύψει το παρελθόν και το παρόν, τα σώματα και τα συναισθήματα, ένα χαμηλοτάβανο μαύρο οικοδόμημα να παίζει τόσο το ρόλο του ταπεινού σπιτιού της Ηλέκτρας, όσο και του παλατιού των Ατρειδών και να καταπίνει εν είδει μαύρης τρύπας τους ήρωες που περνούν το κατώφλι του κι ένα μακρύ και στενό διάδρομο στο ένα μέρος της σκηνής πάνω από τη λάσπη να συμβολίζει τη "διαδρομή" των χαρακτήρων μέχρι να φτάσουν στο κέντρο των εξελίξεων της ιστορίας. Ο ίδιος επιμελήθηκε και τους φωτισμούς προβάλλοντας ιδιαίτερα ατμοσφαιρικά τον περιβάλλοντα τη σκηνή χώρο, εστιάζοντας στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών της τραγωδίας και δημιουργώντας πίσω τους σκιές να τους ακολουθούν σαν Ερινύες. Τα κοστούμια της An D'Huys απλά, φτωχικά, σκοτεινά, όπως θα ταίριαζαν σε χωρικούς και ερχόμενα σε έντονη αντίθεση με τα bleu roi, κομψά ενδύματα της αριστοκρατίας της οικογένειας των Ατρειδών (τα σακάκια Ορέστη και Πυλάδη, αλλά και τα φορέματα της Κλυταιμνήστρας και της Ελένης), υπηρετώντας τις έντονες ταξικές αντιθέσεις της εποχής. Την πρωτότυπη μουσική υπογράφει ο Eric Sleichim και συνοδεύει αρμονικά το λόγο, τόσο στα πιο χαμηλότονα σημεία του, όσο και στις συναισθηματικές του εκρήξεις. Τα τύμπανα που χτυπούν άλλοτε υπόκωφα, σχεδόν συνωμοτικά και άλλοτε με εκκωφαντική μεγαλοπρέπεια δίνουν το ρυθμό της έντονης, γρήγορης, συχνά σεληνιασμένης κίνησης που δούλεψε στη λεπτομέρεια ο Wim Vandekeybus.

Συμπερασματικά, στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, παρακολούθησα μια παράσταση που προέκυψε από την επιτυχημένη σύνθεση δύο κορυφαίων έργων του Ευριπίδη, με αλληλουχία γεγονότων και νοημάτων, χωρίς να χαθεί τίποτα από την ουσία των αρχικών κειμένων. Η σκηνοθεσία δημιούργησε έντονες και δυναμικές εικόνες να επικουρούν την αιχμηρότητα του λόγου, η προσέγγιση της βίαιης και τραγικής μοίρας των πρωταγωνιστών υπήρξε ρεαλιστική, στα όρια της ωμότητας, χωρίς διάθεση όμως εντυπωσιασμού ή πρόκλησης για την πρόκληση και η ερμηνευτική ομάδα ήταν προσεκτικά επιλεγμένη και εξαιρετικά συμπαγής και δουλεμένη. Μια από τις καλύτερες θεατρικές εμπειρίες των τελευταίων χρόνων στο μοναδικό αυτό χώρο του αργολικού θεάτρου.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.