Η ΖΩΗ ΛΑΣΚΑΡΗ ΓΡΑΦΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 14/09/2015 11:13
Πέρασαν κιόλας 21 χρόνια από τον θάνατό του. Δυο δεκαετίες στιγματισμένες εξόχως αντιφατικά: από την μια η οδυνηρή απουσία της μεγαλύτερης καλλιτεχνικής ιδιοφυΐας της χώρας μας, από την άλλη η ακατάπαυστη αναπαραγωγή στρατιάς αυτόκλητων σωτήρων της Τέχνης που περιμένουν καρτερικά στις ουρές της Γ’ Εθνικής με την ψευδαίσθηση πως μπορούν με δόλο να εισβάλουν, δίχως τάλαντο και κόπο, στο κάντρο ενός εντυπωσιακού ενσταντανέ. Και αυτό τους αρκεί.
Ο Χατζιδάκις ήταν μια ακούραστη μεγαλοφυΐα. Έχτισε με την μουσική του ένα μεγαλειώδες καλλιτεχνικό οικοδόμημα μέσα από το οποίο επικοινώνησε όλες τις αρχές και τις θέσεις της Πολιτείας των ονείρων του. Μια μουσική-επανάσταση που προκάλεσε ένα βαθύ ρήγμα φωτός σε μια κοινωνία πάσχουσα, καταραμένη να ζει στο σκοτάδι των πρόσκαιρων εντυπώσεων και των κίβδηλων μύθων.
Όλα τα αφιερώματα για την επέτειο από τον θάνατό του, όλα αυτά που εύστοχα μιλούν για τον «φιλελεύθερο επαναστάτη αστό», γι’ αυτόν που κατάφερε «να μετατρέψει τα πάθη του σε μουσική» στην πραγματικότητα αποκαλύπτουν βάναυσα το μεγάλο Κενό. Την Απουσία. Το έλλειμμα προσωπικοτήτων σε μια εποχή που πάσχει από την ανίατη ασθένεια μιας κάλπικης συλλογικότητας. Σαν προφήτης ο Μάνος ακατάπαυστα επαναλάμβανε πως το τραγούδι του δεν είναι «…μια πολυφωνική λαϊκή υστερία» θέλοντας ίσως έτσι να αποτυπώσει το στίγμα της εποχής του – το τάλαντο, το ο πάθος και τελικά το έργο της μονάδας είναι αυτά που θα ξαναγεννήσουν την κοινωνία μας. «Δεν είναι το τραγούδι μου απλοϊκό και ευχάριστο σαν το τενεκεδένιο σήμα μια πολιτικής παράταξης ή ενός αθλητικού συλλόγου», είχε πει.
Δεν είναι μόνο πως μου λείπει πολύ, είναι που διαβάζοντας όλους αυτούς τους ύμνους στο έργο και την προσωπικότητά του βυθίστηκα στην μελαγχολία της τενεκεδένιας εποχής μας. Αυτής της εποχής της οποίας οι Θερμοπύλες κατέληξαν πια αφύλαχτες. Της εποχής που διανύουμε, της τόσο απλοϊκής και αφελούς ώστε ό, τι δημιουργείται, στο πόδι, να χωνεύεται εξίσου εύκολα: εύκολοι καλλιτέχνες, εύκολοι θεατές.
Η Γ’ Εθνική βγάζει καθημερινώς και αυθημερόν οικογενειακές φωτογραφίες αυταρέσκειας και ματαιοδοξίας. Να υποκλέψει η Γ’ Εθνική λίγο και κάτι από την λάμψη του φλας που για δευτερόλεπτο θα αποπροσανατολίσει τον κόσμο από το Τίποτα της. Και ύστερα, στα σκοτάδια, ο ίδιος κόσμος, πικραμένος από την φτηνή πραγματικότητα θα αποζητά στις άλλες φωτογραφίες του χθες, συγκινημένος και θυμωμένος την Α’ Εθνική, τα Ιερά Τέρατα, τους ιερούς Δημιουργούς του, που κάποτε όριζαν και καθόριζαν το στίγμα.
Έφερε μαζί του ο Μάνος μνήμες και συγκινήσεις από την Εποχή εκείνη. Από τους υπόλοιπους λαμπρούς παίχτες της ομάδας και της γενιάς του. Οι περισσότεροι δεν ζουν πια και αυτοί που ζουν μιλούν μονάχα δια της σιωπής τους. Και όσο πολλαπλασιάζονται οι ομάδες της Γ’ Εθνικής τόσο πιο χαώδες και αναντικατάστατο γίνεται το κενό που άφησαν στην Α’.
Ήταν μια εποχή-βδέλλα για τις ζωές όλων μας, πλούσια, έντονη, αντιφατική, γεμάτη άγχος, μεράκι και αγωνία, τρελή και ενίοτε απροκατάληπτη, μυστηριώδης με τις καινούριες ανακαλύψεις μας, αυθεντικά επαναστατική μέσα στους πειραματισμούς της και τόσο μα τόσο «Χρυσή». Ήταν μια εποχή που την χρύσωσαν αυτόφωτα αστέρια που δούλευαν περισσότερο και μιλούσαν λιγότερο, που δεν είχαν την ανάγκη των φλας αλλά την ησυχία τους για να δουλέψουν και να δημιουργήσουν, ήταν λοιπόν μια εποχή που θα μπορούσε να έχει την μορφή του Μάνου ή της Μελίνας και ταυτόχρονα θα μπορούσε να είναι ο Ζαμπέτας ή ο Μανώλης Χιώτης.
Ταλέντο, μεράκι, αισιοδοξία, σεμνότητα, ιδέες, δυναμισμός.
Η εποχή του Ελύτη, του Σεφέρη, του Ρίτσου, του Ταχτσή, του Τσίρκα. Η Τζένη Καρέζη «Λυσιστράτη» σε μουσική Σταύρου Ξαρχάκου, η Αλίκη «Εβίτα» μονίμως στα εξώφυλλα των περιοδικών, ο Χορν και ο «Αρχιμάστορας Σόλνες», ο Κουν και οι παραστάσεις του στο Ηρώδειο. Και ακόμα, ο Τσαρούχης στην Μπιενάλε της Βενετίας, η ζωγραφική του Μόραλη για τον Ελύτη και τον Σεφέρη, η Μελίνα «Φαίδρα». Ο Μάνος που τότε γνώριζαν από τα βινύλια και αργότερα από τις κασέτες, η θρησκευτική κατάνυξη στις συναυλίες του, ο Κάρολος Κουν στον παλιό «Ορφέα», «Ο ήχος του όπλου» της Λούλας Αναγνωστάκη και «Ο αδελφός» του Γιώργου Χειμωνά. O Μινωτής και η Παξινού στο Εθνικό Θέατρο, το « Άξιον Εστί» του Ελύτη, οι «Ακυβέρνητες Πολιτείες» του Τσίρκα και ο Φίνος με τα μεγάλα και μικρά του «αστέρια». Ο Τσιτσάνης καλλιτεχνικός διευθυντής στην Columbia, ο «εναλλακτικός» Ζαμπέτας και ο σερ Μπιθικώτσης.
Ήταν η εποχή που ο κόσμος διάβαζε τον «Ταχυδρόμο», την «Γυναίκα», τις «Εικόνες» αλλά και την «Κριτική» του Μανώλη Αναγνωστάκη ή την «Διαγώνιο» του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Που παρακολουθούσε κατά χιλιάδες ελληνικό κινηματογράφο και στηνόταν στις ουρές των θεάτρων για να προλάβει μια από τις θέσεις μπροστά στην σκηνή. Η Επίδαυρος γεμάτη κάθε καλοκαίρι με κλασικές παραστάσεις αρχαίου ελληνικού δράματος. Ο Εγγονόπουλος και ο Εμπειρίκος και πολύ αργότερα τα κείμενα της Μαλβίνας στην «Γυναίκα». Οι εκπομπές στο Ραδιόφωνο του Πετρίδη και του Κογκαλίδη, το Δεύτερο Πρόγραμμα του Μάνου και το «Θέατρο της Δευτέρας» και πολύ αργότερα η Σωτηρία Μπαβέλου με τραγούδια από τον κινηματογράφο. Οι μεταφορές μυθιστορημάτων σε σήριαλ της ΕΡΤ. Η Έλλη Λαμπέτη «Δεσποινίς Μαργαρίτα», ο Μίνως Βολανάκης με την «Μήδεια», την «Ηλέκτρα» και τον «Βυσσινόκηπο» και ο Αντρέας Βουτσινάς μεγαλειώδης ενσαρκωτής του σύμπαντος του Άλμπι. Η Ραλλού Μάνου και ο αυθεντικά μοντέρνος χορός στην Ελλάδα. Ο Αλέξανδρος Ιόλας με τον Τσόκλη, τον Παύλο, τον Τάκι και την Μάρα Καρέτσου.
Ο Μάνος ήρθε πάλι άξαφνα και ανακάλεσε όλες τις όμορφες μνήμες ανθρώπων που είτε δεν υπάρχουν πια είτε σιωπούν. Έφερε μαζί του όλες τις μυρωδιές, τις γεύσεις, τις εικόνες από τις εποχές εκείνες. Η ουσία ήταν το Τάλαντο.
Κοιτάζω πικραμένη τις ατέλειωτες φωτογραφίες και τα βίντεο των ίδιων και των ίδιων γνωστών αγνώστων που παρελαύνουν με θράσος στα περιοδικά και στις τηλεοράσεις, πότε ανεπάγγελτοι και πότε μερικής απασχόλησης. Κάπως έτσι κρατώ από τους αγαπημένους μου μια εικόνα μοναδική και πολύτιμη: όλοι τους να κρατούν αποτελεσματικά από τότε με νύχια και με δόντια τα στενά των πιο δύσβατων Θερμοπυλών.