• Buzz
  • Άρθρο
  • Η ΠΡΩΤΗ ΜΟΥ ΣΚΗΝΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ. ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΕΡΙΚΟΠΟΥΛΟΣ
Η ΠΡΩΤΗ ΜΟΥ ΣΚΗΝΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ. ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΕΡΙΚΟΠΟΥΛΟΣ

Η ΠΡΩΤΗ ΜΟΥ ΣΚΗΝΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ. ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΕΡΙΚΟΠΟΥΛΟΣ


5.0/5 rating 1 vote

  • Ημερομηνία: Σάββατο, 26/12/2015 14:01
  • Κατηγορία: Άρθρο

Ήμουν πολύ μικρός και για λόγους που ποτέ δεν κατάλαβα «έπρεπε» να πάω στους προσκόπους. Λόγω ηλικίας, βέβαια, θα γινόμουν λυκόπουλο. Έτσι η κυρία Στέλλα, φίλη της μαμάς μου, της έδωσε την στολή του πρόσκοπου του γιου της, του Τάσου (μεγαλύτερός μου και στην ηλικία και τα κιλά) να την μεταποιήσει και να την φορέσω. Το μόνο που έκανε η μητέρα μου ήταν να την βάψει (από μπεζ έγινε μπλέ σκούρο), μου αγόρασαν και το ανάλογο καπέλο κι έτοιμο το λυκόπουλο !

Την Κυριακή το πρωί, λοιπόν, φορώντας μία στολή μεγάλη για μένα, αλλά μπλέ, το καπέλο, πράσινο, αν θυμάμαι καλά, και με την δερμάτινη ζώνη (του Τάσου κι αυτή), γυρισμένη, μάλλον, δύο φορές τη μέση μου, με πήγε ο μπαμπάς μου, αν θυμάμαι καλά, σε ένα γήπεδο μπάσκετ (δεν θυμάμαι ποιο) όπου τα αποδυτήριά του τα χρησιμοποιούσαν και για τις συγκεντρώσεις των προσκόπων.

Δεν ήξερα κανέναν.

Όλοι ήταν μεγαλύτεροί μου.

Με κοιτούσαν όλοι με πολλή συμπάθεια, φαντάζομαι όχι μόνο σαν τον καινούριο, αλλά και σαν τον βενιαμίν της παρέας. Δεν θυμάμαι τίποτα απο εκείνη τη μέρα, παρά το μεσημέρι της, στο σπίτι πια, φορώντας την στολή, τρώγαμε, όλη η οικογένεια μαζί, κρέας με πατάτες γιαχνί. Δεν κατάλαβα τι ακριβώς έπρεπε να κάνω ή να μην κάνω εκεί, αλλά ήθελα να ξαναπάω.

Περίμενα λοιπόν όλη τη βδομάδα να έρθει η Κυριακή που τύχαινε να είναι κοντά στα Χριστούγεννα, να ξαναπάω στον προσκοπισμό.

Όπως κι έγινε.

Ντύθηκα την τεράστια στολή μου, με πήγε ο μπαμπάς μου, με άφησε, με ανέλαβε μία Οδηγός (προσκοπίνα δηλαδή) και μου είπε ότι "ένα παιδάκι ήταν άρρωστο και δεν θα μπορούσε να πει το ποίημα του στην αποψινή γιορτή".

-θέλεις να το πεις εσύ, Κωστάκη;

-Μα δεν το ξέρω.

-Θα στο μάθω εγώ.

-Εντάξει, απάντησα.

Και με πολλή υπομονή άρχισε να μου το μαθαίνει. Εγώ δεν ήξερα να διαβάζω.

Το ποίημα λεγόταν «Καλέ μου, άγιε βασίλη».

«καλέ μου άγιε βασίλη,

πόσο συλλογιέμαι τα φτωχά παιδάκια...κλπ κλπ»

Ξανά και ξανά, με τεράστια υπομονή, η Οδηγός να λέει κι εγώ να επαναλαμβάνω.

Δεν θυμάμαι και πολλά.

Θυμάμαι μόνο κάποια στιγμή να μου λέει "Και τώρα πες το όλο μαζί μόνος σου".

Και ξεκινάω.

-"καλέ μου, άγιε βασίλη

πόσο συλλογιέμαι τα φτωχά παιδάκια..."

Σταματάω, την κοιτάω.

Με βοηθάει.

Συνεχίζω...

Σταματάω.

Με ξαναβοηθάει, ξανασυνεχίζω

Στο τέλος μου λέει "Μπράβο, Κωστάκη. Έλα να το ξαναπείς άλλη μιά φορά μόνος σου".

Ξεκινάω

-"Καλέ μου, άγιε βασίλη πόσο συλλογιέμαι τα φτωχά παιδάκια...."

Σταματάω, την κοιτάω.

Με βοηθάει λίγο και το είπα.

"Μπράβο, Κωστάκη", μου λέει η ευγενέστατη και υπομονετική Οδηγός, "Το βράδυ στη γιορτή θα το πεις τέλεια!"


Το μεσημέρι, στο σπίτι, εγώ πάντα με την στολή, όλοι γύρω από το τραπέζι, δεν θυμάμαι τι φαγητό είχαμε, αλλά θυμάμαι ότι είχαμε όλοι ένα καμάρι, μα ένα καμάρι που το βράδυ θα έλεγα ποίημα στη γιορτή των προσκόπων! Το βράδυ λοιπόν, σύσσωμη η οικογένεια με τα καλά της κι εγώ με την στολή πήγαμε σε κάποιο κινηματοθέατρο (δεν θυμάμαι ποιο) που θα γινόταν η γιορτή. Θυμάμαι η μητέρα μου κάθισε στην πρώτη σειρά βαστώντας την τσάντα της στα γόνατά της, με αγωνία να δει το παιδάκι της να απαγγέλλει.

Η ώρα περνούσε, μιλούσαν διάφοροι μεγάλοι που δεν καταλάβαινα τι έλεγαν.

Έπαιξαν κάποια παιδιά στη μελλόντικα διάφορα χριστουγεννιάτικα. Εγώ εξαφανισμένος στα πίσω καθίσματα με κάτι παιδάκια, παίζοντας κυνηγητό. Έτσι όπως ήμουν αναψοκοκκινισμένος και λαχανιασμένος από το παιχνίδι με βρίσκει η γνωστή Οδηγός και μου λέει "Κωστάκη, έλα, ήρθε η ώρα να πεις το ποίημά σου".

Με πιάνει από το χέρι, με πάει στα παρασκήνια και με βγάζει στη σκηνή.

Κόκκινος από το παιχνίδι και χαρούμενος με την τεράστια στολή μου βλέποντας την μαμά μου στην πρώτη σειρά με το κραγιόν της, το ταγιέρ της, την τσάντα της στα γόνατα κι όλον αυτόν το κόσμο να μου χαμογελάει, ξεκίνησα.

«καλέ μου άγιε βασίλη

πόσο συλλογιέμαι τα καλά παιδάκια..

Κενό.

Κενό.

Κενό.

Άκουσα να μου ψιθυρίζουν κάτι από τα παρασκήνια, γυρίζω και βλέπω την γνωστή Οδηγό να μου λέει κάτι που δεν καταλάβαινα.

Ξαναγύρισα και κοίταξα τον κόσμο.

Δεν έλεγα τίποτα.

Μόνο τους κοίταζα.

Με κοίταζαν κι αυτοί μ' ένα τεράστιο χαμόγελο.

Μάλλον για πολλή ώρα, δεν θυμάμαι.

Ώσπου κάποια στιγμή, η αίθουσα σκοτείνιασε, κινιόμουν σαν να βρισκόμουν μέσα σε μια θάλασσα από ζελέ.

Σαν να είχαν κλείσει τα φώτα δεν έβλεπα κανέναν. Ούτε τη μαμά μου.

Ένα χέρι με τράβηξε στα παρασκήνια, μάλλον η γνωστή Οδηγός, και ο κόσμος χειροκροτούσε ενθουσιασμένος (;)

Μόλις κατέβηκα στην πλατεία, πήγα στην μαμά μου, η οποία χωρίς να με μαλώσει, αλλά με πραγματική απορία, με ρώτησε, "Γιατί δεν το είπες όλο το ποίημά σου;" Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι πράγματι δεν το είχα πει όλο.

Ντράπηκα.

Έτρεξα πίσω να ξαναβρώ τους υπόλοιπους να παίξουμε κυνηγητό. Παίξαμε κι όσο παίζαμε εγώ κουβαλούσα αυτό. Χωρίς να το δείχνω. Έπαιζα κυνηγητό και το είχα μέσα μου, βαθιά. Τελείωσε η βραδιά. Γυρίσαμε σπίτι. Κανείς ποτέ δεν με μάλωσε, δεν το ανέφερε ούτε σαν αρνητικό, ούτε σαν θετικό, σαν να μην έγινε ποτέ.

Ή κι αν έγινε, δεν έγινε και τίποτα.

Εγώ όμως... ντρεπόμουν (!)

Κι είναι μια "ντροπή" που με ακολουθεί πιστά σε πρεμιέρες, σε εφιάλτες...


Κ. Μ.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.