Η ΙΩΑΝΝΑ ΠΑΠΠΑ ΣΥΝΑΝΤΑ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ, ΑΒΔΕΛΙΩΔΗ ΚΑΙ ΒΙΖΥΗΝΟ

Η ΙΩΑΝΝΑ ΠΑΠΠΑ ΣΥΝΑΝΤΑ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ, ΑΒΔΕΛΙΩΔΗ ΚΑΙ ΒΙΖΥΗΝΟ


5.0/5 rating 1 vote

Ο σπουδαίος σκηνοθέτης Δήμος Αβδελιώδης αναμένεται να σκηνοθετήσει εκ νέου, το αριστουργηματικό διήγημα του Γεώργιου Βιζυηνού “Το μόνον της ζωής του ταξείδιον”, το οποίο θα παρουσιαστεί με τη στήριξη και τη συνεργασία του Θεάτρου της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών.
Τον πρωταγωνιστικό ρόλο, αυτήν τη φορά, αναλαμβάνει η σημαντική -και βραβευμένη με την καρφίτσα της Μελίνας Μαρκούρη- ηθοποιός Ιωάννα Παππά. Σε προηγούμενα ανεβάσματα, σε σκηνοθεσία Δ. Αβδελιώδη, τον ίδιο ρόλο είχαν αναλάβει η Δανάη Ρούσσου και η Μαρίνα Αργυρίδου.

Η παράσταση προγραμματίζεται να ανέβει στις αρχές της Άνοιξης.


Ο Δήμος Αβδελιώδης σημειώνει για την Τέχνη του Γ. Βιζυηνού

Μόνο αν υποθέσει κανείς την απουσία του Βιζυηνού ως διηγηματογράφου από τα ελληνικά γράμματα, θα μπορούσε ίσως να κατανοήσει πληρέστερα την ιδιαίτερη σημασία της ύπαρξής του. Θα έμοιαζε πιθανόν σαν να έλειπε ο Καβάφης από την ποίηση ή πιο σημερινά, ο Χατζιδάκις από τη μουσική. Ποιό άραγε θα ήταν το έλλειμμα από Αυτές τις παρουσίες και τί είναι αυτό που τους συνδέει;

Aς παρακάμψουμε ως συμπτωματικό στοιχείο τον τόπο γέννησης και των τριών, τη Θράκη, κι ας μείνουμε στα κοινά στοιχεία της Τέχνης, που όντας γνωστικό αντικείμενο μπορούμε να την αξιολογήσουμε μέσα από τους κανόνες και τις μεθόδους που διέπουν κάθε έντεχνη κατασκευή. Ο ίδιος ο Βιζυηνός, στην έναρξη του εν λόγω διηγήματος, παραθέτει το γοητευτικό παραμύθι του ραφτόπουλου με τη Νεράιδα/Μητέρα τέχνη που τον εμπνέει και τον καθοδηγεί να ολοκληρώσει σε μια νύχτα το υπεράνθρωπο έργο που του ανέθεσε ο βασιλιάς ώστε να γίνει αντάξιος του έρωτα της βασιλοπούλας και να γλιτώσει το θάνατο.

Δημιουργεί έτσι, μια θαυμάσια παραβολή της λειτουργίας και του σκοπού της τέχνης, που τίθεται από το νόμο του «’Αλλου» με όρους δραματουργικής και αισθητικής αρτιότητας τέτοιας, που να μη φαίνεται το έντεχνο της κατασκευής, στα σημεία κυρίως των συνδέσεων (χωρίς ραφή και ράμμα) και βέβαια η κατασκευή αυτή να ταιριάζει γάντι, γι αυτό ή γι αυτόν που είναι φτιαγμένη (να ταιριάζει σε μια βασιλοπούλα).

Αλλά δεν αρκούν μόνο τούτα! Πρέπει το έργο της Τέχνης να είναι έτοιμο στην ώρα του, να είναι δηλαδή καίριο, αλλιώς χάνει τη δύναμή του και γίνεται παρωχημένο ή γραφικό. Όλη αυτή τη διαδικασία από τη σύλληψη ως την εκτέλεση του έργου την υποκινεί και την διατρέχει ένας πόθος, μια ιδέα. Η ιδέα μιας ερωτευμένης μαζί του βασιλοπούλας που έχει ακούσει μόνο τη φωνή του, μα που δεν έχει ιδεί ακόμα ο ένας τον άλλον. Είναι λοιπόν, η ιδέα του Έρωτα που ρυθμίζει το πάθος της δημιουργίας, μιας ιδέας τέτοιας που προσιδιάζει στην Πλατωνική αντίληψη γι Αυτόν, ως έλξης και υπέρβασης προς την Αλήθεια. Η Αλήθεια πάλι δεν είναι κάτι αόριστο ή μεταφυσικό αλλά έχει σχέση με καθετί που είναι χαραγμένο ανεξίτηλα σαν πράξη, σαν ιδέα και σαν μοίρα, ώστε ακόμα κι αν θέλουμε να το λησμονήσουμε δεν μπορούμε, γιατί παραμένει εκεί χαραγμένο.

Γι' αυτό, ο ερωτικός χαρακτήρας της τέχνης του Βιζυηνού, του Καβάφη, του Χατζιδάκι, ως υπέρβασης προς την Αλήθεια, είναι συνυφασμένη με τα πιο λειτουργικά στοιχεία της Τέχνης, την απλότητα, την καθαρότητα, την ταχύτητα, την έλλειψη κάθε επιτήδευσης ή άλλου σκοπού πέραν αυτής καθ' εαυτής της ερωτικής μέθεξης, ως δωρεάς και βαθιάς αίσθησης ταύτισης με τον άλλον, που δεν είναι διαφορετικός, γιατί έχει κοινές αλήθειες τους ίδιους φόβους και τους ίδιους πόθους. 'Έτσι ένα έργο τέτοιας πνοής γεννά σ΄ εμάς απέραντη οικειότητα και μας μιλά σα να 'ναι δικό μας.

Αυτή τη μοναδική χαρά και συγκίνηση μας δίδει η προαναφερόμενη Τριάδα των εξαίρετων ραπτών της τέχνης.

Το διήγημα του Γεώργιου Βιζυηνού “Το μόνον της ζωής του ταξείδιον” δημοσιεύτηκε σε δύο συνέχειες στο περιοδικό Εστία τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 1884.
Είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και γοητευτικά διηγήματα του συγγραφέα, με έντονη την παρουσία του χιούμορ και της ειρωνείας. Ο Βιζυηνός ξαναγυρνά στην παιδική του ηλικία και το διήγημα κυριαρχείται από έντονα βιωματικά στοιχεία, περιγράφοντας τον άκακο αλλά και άβουλο χαρακτήρα του παππού του και την αυταρχική και καταπιεστική γιαγιά του.
Ο αφηγητής του διηγήματος, ο εγγονός, διηγείται αρχικά τις συνθήκες διαβίωσής του στην Πόλη, όταν ήταν ραφτόπουλο του αρχιράφτη της Βαλιδέ Σουλτάνας και περίμενε να του συμβούν όλες οι περιπέτειες που του είχε διηγηθεί ο «κοσμογυρισμένος» παππούς του. Βέβαια η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική από τις διηγήσεις του παππού, γεγονός που γεμίζει με απογοήτευση τον νεαρό. Κάποια μέρα φτάνει στην Πόλη ο Θύμιος, ο υπηρέτης του παππού και τον παίρνει μαζί του στο χωριό, γιατί ο παππούς του δεν ήταν καλά και τον ζητούσε. Ο εγγονός βρίσκει τον παππού του σε αρκετά καλή κατάσταση και στην κουβέντα που αναπτύσσεται, ο νεαρός ρωτά τον παππού σχετικά με τα ταξίδια που έκανε όταν ήταν νέος. Σε αυτή την κουβέντα αποκαλύπτεται ότι ο παππούς δεν έχει κάνει ούτε ένα ταξίδι στη ζωή του και πως όλα τα ταξίδια που σκεφτόταν να κάνει τα πραγματοποίησε η αυταρχική και καταπιεστική γιαγιά του νεαρού, η Χρουσή. Ο παππούς περιγράφει τις περιπέτειες της παιδικής του ηλικίας στον εγγονό και ο γάμος του σε πολύ μικρή ηλικία εξηγεί κατά τον Βιζυηνό τον άβουλο χαρακτήρα του. Την επόμενη μέρα ο παππούς πεθαίνει και έτσι πραγματοποιεί αληθινά «το μόνον της ζωής του ταξείδιον».


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.