• Buzz
  • ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ
ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ


3.0/5 κατάταξη (4 ψήφοι)

Το έργο του Tennessee Williams (ψευδώνυμο του Thomas Lanier Williams) "Γυάλινος Κόσμος" (The Glass Menagerie), σκηνοθετεί στο Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας ο Δημήτρης Καραντζάς. Αποτέλεσε την πρώτη μεγάλη θεατρική επιτυχία του συγγραφέα, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Θέατρο Civic του Σικάγου το Δεκέμβριο του 1944 και στη συνέχεια (Μάρτιος 1945) μετακόμισε στο Playhouse Theatre της Νέας Υόρκης για να κερδίσει την ίδια χρονιά το New York Drama Critics' Circle Award. Στην Ελλάδα ανέβηκε για πρώτη φορά το 1946 από το Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν και μουσική Μάνου Χατζιδάκι με την Έλλη Λαμπέτη στο ρόλο της Λώρα. Το έργο παρακολουθεί τη ζωή των Γουίνγκφιλντ μέσα από τα μάτια του Τομ, του γιου της οικογένειας, την οποία συμπληρώνουν η μητέρα Αμάντα και η κόρη Λώρα. Ο πατέρας έχει εδώ και χρόνια εγκαταλείψει την οικογενειακή εστία και οι υπόλοιποι δείχνουν να ζουν απομονωμένοι όπως σε ένα γυάλινο κλουβί που αποτελεί τον κόσμο τους. Η μητέρα είναι μια ξεπεσμένη καλλονή που ζει με τις αναμνήσεις των παιδικών και νεανικών της χρόνων και ονειρεύεται ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά της, χωρίς όμως να κάνει τίποτε ουσιαστικό γι' αυτό. Ο Τομ είναι ο ονειροπόλος γιος, που θέλει κάποια στιγμή να ξεφύγει από το οικογενειακό περιβάλλον και για να καταπολεμήσει τα προσωπικά του αδιέξοδα καταφεύγει στο αλκοόλ, την ποίηση και τον κινηματογράφο, με τη μητέρα του να τον κατηγορεί συνεχώς ότι δε συνεισφέρει τίποτε ουσιαστικό στην οικογένεια. Η Λώρα πάλι είναι μία πολύ εύθραυστη νέα κοπέλα , ανάπηρη στο πόδι, εξαιρετικά φοβική με τον έξω κόσμο και η οποία προτιμά να μένει μέσα και να ασχολείται με τη συλλογή της από γυάλινα ζωάκια και τους δίσκους γραμμοφώνου του πατέρα της. Οι ελπίδες της οικογένειας αναπτερώνονται προσωρινά με την έλευση του Τζιμ που έχει ένα σύντομο φλερτ με τη Λώρα, πριν αποχωρήσει και αυτός και η οικογένεια επανέλθει στη σκληρή και αδυσώπητη πραγματικότητα. Η μετάφραση του Αντώνη Γαλέου έχει ροή και συνέχεια, χωρίς όμως να νιώθω πάντα την ποίηση και το συναίσθημα που κρύβεται στο αρχικό κείμενο.

Ο Δημήτρης Καραντζάς σκηνοθετεί την παράσταση συνδυάζοντας την αφήγηση με σκηνές διάδρασης των ηθοποιών, τις αναμνήσεις του παρελθόντος με την απόγνωση του παρόντος και κρατώντας μια αποστασιοποιημένη προσέγγιση και για τα δύο. Στο βάθος του σκηνικού χώρου κυριαρχεί ένας κατακερματισμένος γυάλινος όγκος, ο οποίος εντυπωσιάζει κατά την είσοδο του θεατή στη σκηνή, αλλά δε χρησιμοποιείται επαρκώς στη ροή του έργου και "προδίδει" την τελική του κατάληξη. Οι σκηνές ξεκινούν υποτονικά και συνεχίζουν με λόγο επίπεδο, ανούσιο, απογυμνωμένο από βάθος και συναίσθημα, μακριές σιωπές που απορυθμίζουν τη ροή των στιγμών, ενώ οι ήρωες έχουν ελάχιστη ερμηνευτική επικοινωνία και συνεργασία μεταξύ τους. Η ανάγνωση του ταραγμένου εσωτερικού κόσμου των χαρακτήρων μοιάζει να μένει σε ένα πρώτο, πολύ επιφανειακό επίπεδο, ενώ η διαρκής κίνηση του Τομ στη σκηνή είτε φωτίζοντας με φορητούς προβολείς τα άλλα πρόσωπα του έργου, είτε γράφοντας σκέψεις σε κομμάτια χαρτί που κολλά στις κολώνες της σκηνής ακυρώνει την εσωτερικότητα και το λυρισμό του λόγου του συγγραφέα και αποσυντονίζει τη συγκέντρωση και το ενδιαφέρον του θεατή. Η σημασία της έλλειψης της πατρικής φιγούρας από την οικογένεια δίνεται με μια αχρείαστη αφέλεια με τη μορφή τριών διαφανών διαχωριστικών με ένα πρόσωπο να αχνοφαίνεται σε αυτά, ενώ ατυχής ήταν και η έμπνευση του καφέ χαρτιού που καλύπτει το πάτωμα (στο οποίο συχνά σκοντάφτουν οι ηθοποιοί) και "κρύβει" δύο καταπακτές από τις οποίες αναδύονται δύο τραπέζια του σκηνικού. Ο ρυθμός αργός και συχνά κουραστικός, οι μονόλογοι αναλώνονται συχνά σε φόρμες και κλισέ και η συναισθηματική απόγνωση των ηρώων δεν αγγίζει σχεδόν καθόλου το θεατή, πολλώ δε μάλλον να τον κατακλύσει ή να τον συμπαρασύρει στη δίνη της.

Η Μπέτυ Αρβανίτη αναλαμβάνει το ρόλο της Αμάντα, μια κυρίας περασμένης ηλικίας με εμμονή στις αναμνήσεις των ωραίων παιδικών και νεανικών της χρόνων. Με ξένισε η επιλογή να επιμείνει σε μια αντιπαθητική καρικατούρα μιας εγωπαθούς κυρίας που τη ναρκισσεύει το παρελθόν της και να μη φωτίσει παρά ελάχιστα την πλευρά της μάνας που προσπαθεί χωρίς βοήθεια να ανταπεξέλθει μόνη της σε μία δύσκολη κοινωνική και οικονομική συγκυρία, αλλά και της γυναίκας που διαψεύστηκαν τα θέλω και οι συναισθηματικές επιθυμίες της ίδιας της φύσης της. Ο Χάρης Φραγκούλης υποδύεται τον Τομ, το γιο που προσπαθεί να βρει δικλείδες επιβίωσης και τρόπους διαφυγής από την πραγματικότητα. Άλλοτε υπερβολικά υποτονικός, χωρίς να δίνει χρώμα και υπόσταση στα ψυχολογικά του αδιέξοδα και άλλοτε με εκρήξεις που άγγιζαν την υστερία, χωρίς όμως να βγάζουν ένταση, θυμό και ανεκπλήρωτα όνειρα, έδειξε να μην έχει μέτρο. Η κίνησή του με έντονο το στοιχείο της υπερβολής σπάνια συντονίστηκε με το λόγο του.
Η Ελίνα Ρίζου ερμήνευσε τη Λώρα, τη σωματικά και ψυχικά εύθραυστη κόρη της οικογένειας. Είχε ένα φωνητικό και κινητικό τρέμουλο που αποτελούσε σαφή ένδειξη ότι μοιάζει ανήμπορη να ζήσει την πραγματικότητα και να προσαρμοστεί σε αυτή, με αποτέλεσμα να κλείνεται στο δικό της κόσμο. Αλλά δεν αξιοποιήθηκε επαρκώς, δεν είχε εκτόπισμα για να αποδείξει πως αποζητά μια λύτρωση και αποτέλεσε δευτερεύουσα και δορυφορική παρουσία στην παράσταση.
Ο Έκτορας Λιάτσος ήταν ο Τζιμ Ο' Κόννορ, ο άνδρας ο οποίος μπαίνει για λίγο στο σπίτι των Γουίνκγφιλντ και γίνεται η κρυφή τους ελπίδα για το μέλλον. Χωρίς σκηνική χημεία είτε με τον Τομ, είτε με τη Λώρα, έδειξε να μην έχει ρυθμό και να μην υποστηρίζει με τα εκφραστικά του μέσα τα ίδια του τα λόγια.

Τη φροντίδα του σκηνικού χώρου είχε η Ελένη Μανωλοπούλου. Η κατακερματισμένη γυάλινη κατασκευή στο πίσω μέρος του χώρου δράσης και κίνησης των ηθοποιών είναι εντυπωσιακή, αλλά δεν υπηρετεί σχεδόν καθόλου το έργο. Τα καλώδια των προβολέων που μετακινεί ο Τομ, το χαρτί που καλύπτει τις καταπακτές και τα επικρεμάμενα αχνά πορτραίτα της πατρικής φιγούρας έκρυβαν μια εγγενή αφέλεια και αποτέλεσαν ένδειξη απουσίας δημιουργικής φαντασίας.
Τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη είχαν μια σαφή πρόθεση μόνον όσον αφορά το χαρακτήρα της Αμάντα, ενώ των υπολοίπων πέρασαν σχεδόν απαρατήρητα.
Η μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή έδωσε μια στιγμιαία ένταση και δυναμική σε κάποιες σκηνές, αλλά δεν υποστήριξε πάντα τις όποιες κορυφώσεις της παράστασης.
Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου εστίαζαν συχνά στα πρόσωπα των ηθοποιών, αλλά έχαναν το γενικότερο περίγυρο των πιο διαδραστικών σκηνών.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας, παρακολούθησα μια παράσταση ενός γνωστού και κλασσικού θεατρικού κειμένου, η οποία κινήθηκε στην επιφάνεια του διαταραγμένου ψυχισμού των ηρώων, δεν εμβάθυνε καθόλου σε αυτόν και δεν απέδωσε με επάρκεια τα συναισθηματικά τους ελλείμματα. Η σκηνοθετική γραμμή σχηματική, συχνά προφανής, χωρίς ρυθμό, χρησιμοποίησε κάποια τρικ τα οποία δεν ήταν λειτουργικά και δεν απέδωσαν την έκταση και το βάθος των συμβολισμών του συγγραφέα. Οι ερμηνείες κινήθηκαν και αυτές σε αβαθή νερά, δεν είχαν ένταση και ειδικό βάρος, επέμειναν σε άχρωμους μονολόγους, ενώ δεν υπήρχε και επαρκής σκηνική συνεργασία των ηθοποιών.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.