• Buzz
  • ΕΝΑΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΛΕΓΑΝ ΛΑΒ - ΚΡΙΤΙΚΗ
ΕΝΑΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΛΕΓΑΝ ΛΑΒ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΕΝΑΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΛΕΓΑΝ ΛΑΒ - ΚΡΙΤΙΚΗ


3.0/5 κατάταξη (12 ψήφοι)

ο κείμενο του Ιάσονα Σίγμα (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Δημήτρη Σδρόλια) με τίτλο "Ένας Στρατιώτης που τον Έλεγαν Λαβ" σκηνοθετεί στη σκηνή Νίκος Κούρκουλος του Εθνικού Θεάτρου η Ελένη Μποζά. Ένα έργο βραβευμένο το 2016 με το Α' Κρατικό Βραβείο Συγγραφής Θεατρικού Έργου από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού.
Ο χωρόχρονος του έργου είναι ασαφής, σε κάποια χώρα, κάποια στιγμή στο μέλλον, όπου και παρακολουθούμε την ιστορία ενός παιδιού, το οποίο δόθηκε οικειοθελώς από τους γονείς του στο καθεστώς, έχοντας διαπιστωθεί ότι είναι φορέας του "επιθετικού γονιδίου". Η αρχική προοπτική ήταν να μη γίνει εγκληματίας, αλλά στρατιώτης, ώστε το γονίδιό του να γίνει επωφελές για το καθεστώς. Κάτι όμως πάει στραβά και το νεαρό παιδί, άντρας πλέον, μπολιάζεται με τα μικρόβια της αγάπης και της ανθρωπιάς και δραπετεύει από το στρατό, προσπαθώντας να μεταδώσει και σε άλλους τα ίδια μικρόβια. Από τους συστρατιώτες του, μέχρι μια πόρνη και μία παρέα σε ένα μπαρ, έναν άστεγο και καταληκτικά την ίδια του την (πρώην) οικογένεια. Ο λόγος δεν είναι απλός, καθημερινός, αλλά με την ιδιοτυπία του παραμένει απόλυτα σύγχρονος και απόλυτα σαφής και κατανοητός ως προς τους συμβολισμούς και τα μηνύματά του. Τη δραματουργική επεξεργασία του έργου ανέλαβε η σκηνοθέτις.

Η Ελένη Μποζά στη σκηνοθετική καθοδήγηση της παράστασης, πλάθει ένα σύμπαν φουτουριστικό, δυστοπικό, χωρίς εμφανή σημάδια ταυτοποίησής του με το σήμερα, αλλά με ήρωες στους οποίους μπορείς να διακρίνεις χαρακτηριστικά σύγχρονων ανθρώπινων τύπων της διπλανής πόρτας. Σε ένα σκηνικό που λόγω της ευελιξίας του μπορεί να είναι επίπεδο, να αλλάξει διαστάσεις και ύψος και να γίνει μέχρι και χαοτικό, οι ήρωες κινούνται σε ασαφή όρια, αναζητώντας τη χαμένη τους ταυτότητα, τα χαμένα τους συναισθήματα, τις μικρές και μεγάλες χαρές της καθημερινότητας που έχουν απωλέσει. Οι χαρακτήρες δείχνουν υποταγμένοι, θα έλεγα "κουρδισμένοι", με πρόσωπα ανέκφραστα και ώμους κατεβασμένους και μοιάζουν να αιφνιδιάζονται από την ενθουσιώδη εισβολή του Λαβ στην πραγματικότητά τους. Μέσα από αυτόν ανακαλύπτουν και πάλι συμπεριφορές, κινήσεις, χειρονομίες και αισθήματα που είχαν μείνει στο υποσυνείδητο.
Και ο θεατής στο ροή της ιστορίας συνειδητοποιεί, ότι το σκοτεινό και ισοπεδωμένο σύμπαν της σκηνοθέτιδας δεν είναι στην ουσία τόσο ξένο σε μας, αλλά στοιχεία του τα βιώνουμε καθημερινά. Μια σιωπηρή ίσως προειδοποίηση για ένα μέλλον που απαξιώνει σχεδόν πλήρως τον άνθρωπο. Η σκηνοθεσία σωματοποιεί πολλές από τις ενδόμυχες επιθυμίες των ηρώων, υπενθυμίζοντάς μας πόσο σημαντική μπορεί να είναι μια αγκαλιά, ένα φιλί, ή και η ίδια η ερωτική πράξη. Με εικόνες σαφείς, λιτές εκφραστικά, αλλά γεμάτες δυναμισμό, ένταση και συμβολισμούς. Υπάρχει ένα λεπτό χιούμορ, ενίοτε στα όρια του σαρκασμού, με μία πικρή αύρα, άλλωστε ακόμα και το όνομα του ήρωα (Λαβ) αποτελεί συντόμευση μεν του Λαβίνιου, αλλά κλείνει περιπαικτικά το μάτι και στην αγγλική λέξη για την αγάπη. Ο ρυθμός γρήγορος, δεν αφήνει το ενδιαφέρον του θεατή να ατονήσει.

Ο Μάνος Πετράκης αναλαμβάνει το ρόλο του Λαβ και η ερμηνεία του στην παράσταση μου άφησε τη βεβαιότητα ότι αν συνεχίσει να δουλεύει έτσι, θα είναι ένας ηθοποιός που θα μας απασχολήσει έντονα στο μέλλον με το ταλέντο του. Ένας ρόλος απαιτητικός τόσο πνευματικά, όσο και σωματικά, αφού χρειάζεται να πηγαίνει κόντρα στη σκηνική "διάθεση" των άλλων χαρακτήρων, να τους αφυπνίζει σωματικά και πνευματικά και να τους επανασυστήνει την αισιόδοξη πλευρά της ζωής. Ο λόγος του χειμαρρώδης, η κίνησή του συνεχής και επίπονη σε όλο το μήκος και το πλάτος της σκηνής, αποτελεί τη θετική προβολή ενός κατόπτρου της ζωής, μία θετική ακίδα που επιχειρεί να διεγείρει τον υπόλοιπο κόσμο. Οι υπόλοιποι χαρακτήρες αποτελούν κακέκτυπα μιας υπαρξιακής και συναισθηματικής ισοπέδωσης, των οποίων το σύμπαν επιχειρεί να αναστατώσει ο Λαβ.
Ο Σπύρος Τσεκούρας ερμηνεύοντας τον κύριο Χήνυ (οποία ειρωνεία στο όνομα), ένα γνήσιο λαϊκό φιλόσοφο δρόμου, λέει αλήθειες, πολλές από τις οποίες όλοι αναγνωρίζουμε, αλλά διστάζουμε να εντάξουμε στην καθημερινότητά μας.
Η Παρθενόπη Μπουζούρη, η μητέρα του Λαβ, είναι μία δυναμική αλλά στερημένη γυναίκα, με υφέρπον μητρικό ένστικτο, γεμάτη ενέργεια και υπερχειλίζουσα σεξουαλικότητα, σαν ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί, που όμως προσαρμόζεται στα στεγανά μιας στυλιζαρισμένης ζωής.
Ο Θανάσης Βλαβιανός, παίζει τον πατέρα του Λαβ (από του οποίου την ερμηνεία περίμενα λίγο περισσότερο παλμό και εσωτερική δύναμη), έναν τύπο που κρατά καλά κρυμμένους τους φόβους και τις ενοχές του και με αυτά τροφοδοτεί μια ζωή χωρίς νόημα και ουσία.
Η Θάλεια Σταματέλου είναι η Ρου, αδερφή του Λαβ, μια νεαρή κοπέλα, με νεανικό ενθουσιασμό και δίψα της για καινούργιες εμπειρίες, προσπαθώντας να ανακαλύψει ένα προσανατολισμό για τη ζωή της.
Ο Νέστωρ Κοψιδάς ερμηνεύει πολύ εκφραστικά το Λάλο τον άστεγο, ένα συνδετικό κρίκο πραγματικότητας και φαντασίας, αλήθειας και παράνοιας. Ένας αλήτης που φιλοσοφεί, ή ένας λόγιος του δρόμου.
Η Σεραφίτα Γρηγοριάδου υποδύεται τη Μαντάμ Ζυστίν, μία πόρνη με αδιάφορο, επαγγελματικό προσωπείο που πίσω του κρύβει μία φωνή ανθρώπινη και μία ανάγκη αγάπης που κανείς δεν υποψιάζεται.
Ο Νίκος Γιαλελής είναι ο πλούσιος, ο οποίος περνά επιτυχημένα από μία φάση υλικής αποχαύνωσης σε μία άλλη πραγματικής ζωής.
Ο Κώστας Κουτρουμπής (κορυφαίος του χορού των στρατιωτών, ο οποίος χρειαζόταν να είναι ένα τόνο πιο αυταρχικός, φωνητικά και εκφραστικά), ο Μάριος Κρητικόπουλος (Αιμίλιος) και ο Γιώργος Πατεράκης (Κουέντιν) σύντροφοι και συμπολεμιστές του Λαβ έχουν μια εξαιρετικά συντονισμένη, μηχανική κίνηση σα στρατιώτες, αλλά και πολύ εκφραστικές "προσωπικές" σκηνές, όπου ο λόγος συνοδεύει σώματα που συναντώνται, συμφύρονται και προσπαθούν μέσω του αγγίγματος και της αγκαλιάς να αναγνωρίσουν τα άγνωστά τους σημεία.
Τέλος, ο Δημήτρης Δρόσσος στο ρόλο του αφηγητή και του Τριστάν του μπάρμαν, είναι αυτός που τοποθετεί κάποια γεγονότα σε μία χωροχρονική ακολουθία, συμπληρώνοντας με τις δικές του πινελιές ένα πολυάριθμο και καλοκουρδισμένο θίασο, με πολύ καλές σκηνικές συνεργασίες.

Τα σκηνικά του Κωνσταντίνου Ζαμάνη είναι ευέλικτα και λειτουργικά με τα σχεδόν διαφανή παραβάν να δημιουργούν ένα προσκήνιο και ένα παρασκήνιο, αλλά και τα μπλοκ του πατώματος να αλλάζουν τις ισορροπίες του χώρου, να του δίνουν ύψος, επίπεδα και να είναι ικανά να δημιουργήσουν ένα σκηνικό χάος στην τελευταία σκηνή.
Ο ίδιος είχε και την επιμέλεια των κοστουμιών που είχαν μια ομοιομορφία αποχρώσεων και μία εκκεντρικότητα που εξέφραζε την παράνοια της εποχής που ζουν οι ήρωες.
Η μουσική του Χαράλαμπου Γωγιού στάθηκε εξαιρετικό soundtrack για την παράσταση, καθώς αποτύπωσε σε νότες θλιμμένες το φόβο, τον πόνο και την παράνοια και συνόδεψε απόλυτα αρμονικά το λόγο.
Οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα, δημιούργησαν μια θαμπή ομοιομορφία στην ατμόσφαιρα, ένα αρρωστημένα ζοφερό μέλλον, με κάποια διαλείμματα "αισιόδοξου" φωτός.
Η κίνηση της Βάλιας Παπαχρήστου είχε πολλές απαιτητικές στιγμές για τους ηθοποιούς, αλλά κατάφερε να αποδώσει υπέροχα τόσο την τυποποιημένη πειθαρχία του στρατού, όσο και την εσωτερική απόγνωση των χαρακτήρων και την ενθουσιώδη νότα του Λαβ.

Συμπερασματικά, στη σκηνή Νίκος Κούρουλος του Εθνικού Θεάτρου, είδα ένα βραβευμένο ελληνικό κείμενο, το οποίο αιτιολόγησε το βραβείο του και μία σκηνοθετική προσέγγιση, η οποία ανέδειξε τόσο τις σκοτεινές αποχρώσεις του, όσο και τις φωτεινές και αισιόδοξες πτυχές του. Είχε ρυθμό, ατμόσφαιρα, αισθητική και ένα θίασο, με το νεαρό πρωταγωνιστή να δίνεται ψυχή και σώμα στο ρόλο του και όλους τους υπόλοιπους να αποτελούν μια συντονισμένη και αρμονική ομάδα που έδειξε να έχει προσεχτεί στη λεπτομέρεια.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.